(Δύο χρόνια μετά την έξοδο του)
Ακόμη δεν μπορώ να αποχαιρετήσω τον φίλο μου Άγγελο Δεληβορριά… Δεν το μπορώ. Δεν μπορώ να πω γειά σε έναν άνθρωπο που υπήρξε ανέκαθεν το σύμβολο της ζωντάνιας, της ευαισθησίας, της γνώσης και της δημιουργίας. Που ήταν ο κομψός δάσκαλος όλων όσοι έχουν σχέση με την τέχνη, την ιστορία της ή τον τρόπο που αυτή (πρέπει να) παρουσιάζεται στα μουσεία.
Δεν μπορώ να αποχαιρετήσω τον πολύτιμο δάσκαλο μας στο Τμήμα θεατρικών σπουδών του ΕΚΠΑ αλλά και τον καθηγητή που αποχωρώντας έδωσε αγώνα για να τον διαδεχτώ – παρά τις λυσσαλέες αντιδράσεις των άσπονδων φίλων μου – κληροδοτώντας μου απλόχερα το μάθημα του : την διδασκαλία της τέχνης χωρίς δογματισμούς, χωρίς οιηματική ψευδοεπιστημοσύνη αλλά με πάθος και με υποστήριξη της προσωπικής άποψης. Της προσωπικής ματιάς.
Έφυγε μάλιστα από το Τμήμα πληγωμένος από την συμπεριφορά μερικών συναδέλφων. Αυτήν ειδικά τη στιγμή καταλαβαίνω πως ένιωσε τότε. Πόσο τον πίκραναν η μικρότητα και ο υπολογισμός.
Ο Δεληβορριάς, περισσότερο από μισόν αιώνα, υπήρξε ο κορυφαίος οργανωτής μουσείων στον τόπο μας. Ο ακάματος, εμπνευσμένος ενορχηστρωτής εκθέσεων, ο μελετητής και υπερασπιστής της διαχρονίας της ελληνικής τέχνης. Ο ξετρυπωτής θησαυρών. Ο ανυπέρβλητος εξηγητής των μυστικών που κρύβουν οι καλλιτεχνικές δημιουργίες: Από τους αρχαϊκούς κούρους ως τους πίνακες του Διαμαντή Διαμαντόπουλου ή τα σκυριανά έπιπλα ή τα παιχνίδια του Μεσοπολέμου.
Ο Αγγελος ήταν ο ζεστός οικοδεσπότης του Μουσείου Μπενάκη, ευπατρίδης αλλά διόλου σνομπ, που επεφύλασσε για τον καθένα – κυριολεκτικά – το πιο θερμό του χαμόγελο. Τη πιο ζεστή αγκαλιά. Το πιο ειλικρινές φιλί. Η τεράστια απώλεια του φαίνεται και από το ότι ουδείς μπόρεσε να τον αντικαταστήσει παρά τη διεθνή, αποτυχημένη όμως τελικά, προκήρυξη στην οποία προέβη το Μουσείο. Σήμερα, δύο χρόνια μετά, το μουσείο παραμένει ακέφαλο, δεν υπάρχει διάδοχος για τον Δεληβορριά αφού το όνομα του είναι συνώνυμο με το Μπενάκη.
Είδα τελευταία φορά τον Άγγελο, είκοσι ημέρες πριν το μοιραίο, την 25η Μαρτίου 2018, στο φιλόξενο σπίτι της Ισμήνης Καπάνταη, στη Νέα Σμύρνη.
Καπνίσαμε μάλιστα ένα τσιγάρο κρυφά από την Μαρία – τον άγγελο του Άγγελου – στον κήπο. Ήταν πρόσχαρος και έτοιμος για νέα πρότζεκτ. Θυμηθήκαμε και τα κείμενα του Αντί με τα οποία γέλαγε. Ιδιαίτερα όταν επισκεπτόταν τους εκάστοτε υπουργούς πολιτισμού ή τον άρχοντα του Μεγάρου.
Τι να πρωτοθυμηθώ… Την έκθεση Γενέθλιον που στήσαμε μαζί το 2007 και την αφιερώσαμε στα ογδοντάχρονα του Βλάση Κανιάρη; Την ομαδική “ο Χρόνος, οι Άνθρωποι, οι Ιστορίες τους” με έργα τόσο του Γιώργου Λάππα ή του Αγγέλου Παπαδημητρίου όσο και του Αρκά, δύο χρόνια αργότερα ή την αναδρομική του Κυριάκου Κατζουράκη στην Πειραιώς λίγο μετά; Ή την συγκλονιστική παρουσίαση των ξοανικών γλυπτών του Θόδωρου Παπαγιάννη στο αίθριο της Πειραιώς; Μία τραγωδία ηρωικών μορφών και φαντασμάτων χωρίς λόγια.
Ο Άγγελος ήταν πάντα άγγελος – προστάτης και άγγελος – φύλακας. Κορυφαίο και κύκνειο έργο του το μοναδικό Μουσείο Γκίκα στο οποίο κατέθεσε γνώση, έρωτα και ευαισθησία. Ένα αρχοντικό – κιβωτός ιστορίας. Η αισθητική, η ιδεολογία αλλά και η ευαισθησία του Μεσοπολέμου, των ηρώων και των ηρωίδων του. Χωρίς κομματικά, ταξικά ή καλλιτεχνικά στεγανά. Είναι όλοι οι μεγάλοι εδώ. Από τον Σκαλκώτα ως τον Βαμβακάρη, από τον Σπαθάρη ως τον Μαυροΐδη κι από τον Μελετζή ως την Nelly’s. Από τον Κοσμά Πολίτη ως τον Σεφέρη ή την Λιλίκα Νάκου, από τον Στέρη ως τον Τάσσο και από τον Πικιώνη ως τον Άρη Κωνσταντινίδη. Όλοι είναι εκεί παρόντες, σαν φίλοι ή συγγενείς γύρω από ένα οικογενειακό τραπέζι.
Γιατί ήταν όλοι αυτοί φίλοι του. Από τον Εγγονόπουλο στον Τσαρούχη και τον Μόραλη κι από τον Βασίλη στον Διονύση Φωτόπουλο. Σαν τον Άγγελο, λοιπόν, κανείς!
Γι’αυτό και πένθος για την απώλεια του είναι βαρύτατο. Όση τουλάχιστον και η ευθύνη να μην απαξιωθεί το έργο του. Να μην υποσταλεί από την μιζέρια ή την εγκατάλειψη. Δύο χρόνια μετά…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr