Ανοιχτή πόρτα

Το μουτζουρωμένο τηγάνι και ο Αρκάς, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Σε τέσσερις περίπου μήνες από σήμερα – 23/ 4/1998 – συμπληρώνονται είκοσι πέντε χρόνια από την απώλεια του Εθνάρχη Κωνσταντίνου Καραμανλή. Αναπαυόμενος στον ιδιόκτητό του χώρο στο ‘Ίδρυμα Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής’, στην Φιλοθέη, ποιος ξέρει, ίσως και ν’ ανεβαίνει από καιρού εις καιρόν εκεί ψηλά στα Τουρκοβούνια και ν’ αγναντεύει προς το κέντρο της πόλεως των Αθηνών, εστιάζοντας πάντα στον Ναό της Δημοκρατίας, το Κοινοβούλιο, να θωρεί τα τεκταινόμενα, να ξαμολάει δυο τρεις ξεγυρισμένες μούντζες προς τους ασχημονούντας εθνικούς ‘πατέρες’ κι αηδιασμένος ν’ αποσύρεται στον αιώνιό του ύπνο, χιλιοπικραμένος. 

Και ως προς τι αυτή η μακρόσυρτος εισαγωγή, τυχόν αναρωτηθεί κάποιος. Οποία η σύνδεση ενός αειμνήστου με την σημερινή επικρατούσα πολιτική κατάσταση; Μία – με τις τόσες με τις οποίες εμφορείτο ο εκλιπών αρετή– να μνημονευτεί, είναι αρκετή για να καταδείξει την προσωπικότητα του εκλιπόντος: η σάτιρα. Δεν εννοείτο  ημέρα κατά τον Κωνσταντίνο Καραμανλή εάν δεν έβλεπε τον εαυτό του σατιριζόμενο από τον Τύπο εκείνης της εποχής. Την σάτιρα, το σκίτσο τα θεωρούσε ως τα πλέον ‘υγιή κύτταρα της Δημοκρατίας’, όπως μας τον περιέγραφε ο δάσκαλος,  αρχισυντάκτης και μετέπειτα Γενικός Γραμματέας του ΕΟΤ Κώστας Σκούρας, εκεί στο γραφειάκι της οδού Χρήστου Λαδά 3, δίπλα από τα γραφεία και τα πιεστήρια της εφημερίδας ‘ΤΑ ΝΕΑ’, εποχή κατά την οποία ο Κώστας Σκούρας διηύθυνε την εφημερίδα ‘ΕΞΠΡΕΣ’ του ομίλου Δημητρίου Καλοφωλιά, στην οποία και εργαζόμουν. 

Κι ερχόμαστε στο σήμερα όπου το σκίτσο και η γελοιογραφία – δυστυχώς –είτε αλλοτριώθηκαν και ατόνησαν, είτε όσα πενάκια απέμειναν,  επιστρατεύτηκαν  σ’ εκείνους τους κομματικούς στρατούς,  οι οποίοι στρατοί και με βάση τα εκάστοτε επικρατούντα κλίματα στις κοινωνίες μέσω των δημοσκοπήσεων, προδιαγράφουν και φωτογραφίζουν τις αυριανές κυβερνήσεις. Η αντικειμενικότητα εκλείπει, τα μελανοδοχεία χρωματίζονται άλλοτε πράσινα, άλλοτε μπλε κι άλλοτε κόκκινα, εν τη ηθελημένη δε σύγχυσή τους και όταν δεν είναι σίγουρα για το προκύπτον εκλογικό αποτέλεσμα, ‘αναμειγνύουν’ τα μελάνια καθιστώντας τα πολύχρωμα και παρδαλά. 

Μία τέτοια εξόφθαλμος περίπτωση– και με σταθερό μπλε χρώμα – αμέσως μετά την ανάληψη της σκυτάλης από την Νέα Δημοκρατία την 7η Ιουλίου του 2019, αποτελεί και το πενάκι του Αρκά. Μονοδιάστατος και μονόχνωτος αλλά και με μια μεγάλη δόση ειρωνείας – ειδικά ως προς το δεύτερο ήμισυ της λεζάντας του, δικαίωμά του αναφαίρετο εξ άλλου, και καλοδεχούμενο  – σκιτσάρει έναν πολίτη ο οποίος διαβάζει Καβάφη και λέει: ‘Και τώρα τι θα γενούμε χωρίς βαρβάρους. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις’. Έκτοτε και από καιρού εις καιρόν ο γνωστός σκιτσογράφος το γύρισε σε: ‘Καλημέρες’, ‘Καλό μήνα’ στ’ αγαπημένα του ζωάκια και τον ‘Θαναθάκη’, όπως τον αποκαλεί. Ουδείς φυσικά μπορεί ν’ αμφισβητήσει και πολλά από τα σκίτσα του τα οποία διακρίνονται για την διαχρονικότητά τους, αλλά τσιμουδιά για τα ζέοντα προβλήματα όπου εδώ και ένα χρόνο και παραπάνω χέουν  την δυσοσμία τους προς όλο το πολιτικό σύστημα με τελικό αποδέκτη τον πολίτη, ο οποίος στριμωγμένος σε μια γωνία ίσα ίσα στα μέτρα του για να αναπνέει μόνο, αναμένει. 

Αντί ο σκιτσογράφος να εκπροσωπεί, να καταγράφει και να καυτηριάζει τα κακώς κείμενα, μας επιτρέπει με την απουσία του να υποθέσουμε ότι: αφού πέτυχε το σκοπό του, τώρα πλέον αναμένει (τι άραγε;) και επαναπαύεται. Όχι, αρκετά η αφωνία σας κύριε Αρκά. Θέλετε να επανακάμψετε – μήπως – και δυσκολεύεστε να βρείτε τρόπο επανεμφάνισής σας; Πρότασή μας; Αρπάξτε ένα καλά μουτζουρωμένο τηγάνι, στήστε το καβαλέτο σας έξω από την Βουλή, κι αρχίστε να ‘περιποιείστε’ τις μούρες εκείνων που ντροπιάζουν την θέση στην οποία τους έταξε ο λαός με την ψήφο του, προσδοκώντας ο άμοιρος  καλύτερες ‘μέρες. Μην εξαιρέσετε κανέναν όποιο χρώμα κι αν αυτός πρεσβεύει,  όσο ψηλά κι αν έχει ανεβεί τα σκαλοπάτια του Μαξίμου και τις κλίμακες της ιεραρχίας. Αξιώματα που του παρασχέθηκαν και δεν τα μετέφερε από την οικία του. Ίσως έτσι διαμορφωθούν καταστάσεις ανθρώπινες και επανάκαμψη της εμπιστοσύνης του πολίτη στην πολιτική. Ειδάλλως, ‘μαύρη ‘ναι η νύχτα στα βουνά’. Και… ποια βουνά,  θα μου πεις,  όπου όλα χάσκουν σαν κρανία νεκρών πεταμένα έξω από ξεσκέπαστα χωνευτήρια.   

SHARE
RELATED POSTS
Λέων Τολστόϊ, ο ντροπαλός, κορυφαίος συγγραφέας σε 16 φράσεις
Δημήτρης Κατσούλας
Το δικό μας όπλο το λέμε συνοχή, του Δημήτρη Κατσούλα
Άλλο η “ελπίδα” κι άλλο το “θαύμα”!, του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.