Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ταξίδια στη νύχτα (Πρωτοχρονιάτικο διήγημα), του Μάνου Στεφανίδη

Spread the love

Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ

Catering-Συνέδρια-Γάμοι-Βαπτίσεις-Εκδηλώσεις


Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά

210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες  με παιδικό καρκίνο.

Βιαστική, πάμφωτη πανσέληνος μάζεψε γρήγορα όλα πέπλα της νύχτας σ’ένα πανέρι στην άκρη του ουρανού. Ασημιά σιωπή, χρυσή σπατάλη. Είναι ήδη τέσσερις το πρωί και δεν έχω ύπνο. Ως συνήθως. Είμαι ξαπλωμένος στο κρεβάτι, είμαι άβολα, νιώθω τον χρόνο τέλμα που με πνίγει και προσπαθώ να συγκεντρωθώ σ’ ένα βιβλίο. Η απόλυτη σιγαλιά της ώρας δεν με καταπραΰνει. Μοιάζει σαν να έχει αδειάσει ο κόσμος αυτό το βράδυ της παραμονής του νέου έτους.

Τότε συνειδητοποιώ ότι ξαγρυπνά μαζί μου κι ο άγνωστος γείτονάς του από πάνω ορόφου. Μαζί με τους γάτους στον ακάλυπτο που αιφνίδια ερωτοτροπούν άλλοτε θριαμβικά κι άλλοτε με θρηνητικές κραυγές ζωής ή θανάτου. Ο γείτονας από πάνω (ή μήπως γειτόνισσα;) βηματίζει και από καιρού εις καιρόν μετακινεί κάποια, βαριά μάλλον, έπιπλα. Τα σύρει στην κυριολεξία από τη μία άκρη του δωματίου στην άλλη. Σχεδόν τον ακούω να βαριανασαίνει. Τον νιώθω. Προσπαθώ να φανταστώ τη σκηνή και τον άγνωστο σε μένα χώρο του διαμερίσματος του. Κάτι δεν βολεύει, κάποιος φαίνεται ότι ασφυκτιά, κάποια αντικείμενα, τα συγκεκριμένα έπιπλα εκτονώνουν απωθημένες του επιθυμίες ή ακόμα και μιαν οργή που έχει κατασταλεί. Φαντάζομαι τον γείτονα να θέλει να αλλάξει το σαλόνι (;) δημιουργώντας μία ψευδαίσθηση του καινούργιου και εκείνη τη λειτουργικότητα που η παλιά διάταξη των επίπλων δεν διέθετε. Έτσι, θα σκέφτεται, τα πράγματα είναι πολύ καλύτερα. Η πολυθρόνα πρέπει να μπει εκεί στη γωνία για να βλέπει προς το παράθυρο και όχι την τηλεόραση κι ο καναπές στο κέντρο του χώρου. Να δεσπόζει. Όπως συμβαίνει με τα θεατρικά έργα του Τσέχωφ.

Όχι, δεν με ενοχλεί ο θόρυβος παρότι είναι επαναληπτικός και έντονος στον από πάνω όροφο και παρότι με ενοχλούν ίσως κάθε υπερβολή όλοι οι θόρυβοι. Φίλος γιατρός μού έχει πει πως αυτό ονομάζεται “θορυβοφοβία ” κατά το αγοραφοβία. Πρόκειται για ένα ψυχολογικό ορμέμφυτο που δημιουργεί πανικό σε όποιον το έχει γιατί ακόμα και ένας περιορισμένης έντασης θόρυβος, μπορεί να τον ταράξει βαθιά.

Όμως τώρα εδώ δεν πρόκειται για τον θόρυβο αλλά πρόκειται για κάποιον που αγρυπνά μέσα στη νύχτα, που είναι προφανώς μόνος, μοναχικός και πού εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο επιχειρεί ένα ταξίδι απλώς μετακινώντας τα έπιπλα. Ξαναδημιουργώντας τον χώρο. Ο μπουφές γίνεται τώρα νησί, το γραφείο πεδιάδα, η ντουλάπα βουνό. Οι μετακινήσεις ανακαλύπτουν μία χωροταξία παρθένα. Ναι τώρα τώρα το δωμάτιο μπορεί να γίνει ένα ταξίδι που να κρύβει εκπλήξεις και η μοναξιά να μην είναι τόσο εκκωφαντική. Σαν τα δωμάτια που ζωγράφιζε ο Ντε Κήρυκο και είχαν στο κέντρο τους μία βάρκα και τον λεμβούχο της. Έναν εγκλωβισμένο Οδυσσέα που δεν μπορούσε να επιστρέψει. Οι θορύβοι που ακούω δεν είναι τίποτε άλλο από φουγάρα πλοίων που αναχωρούν, χαρούμενοι χαιρετισμοί που ανταλλάσσουν καπετάνιοι όταν τα καράβια τους διασταυρώνονται καταμεσής του πελάγου. Έτσι νιώθω τον συγκάτοικο μου. Όχι σαν κάποιο διαλυμένο νευρωτικό αλλά σαν εκείνο τον χρυσοστολισμένο πλοίαρχο του Αλέξανδρου Μπάρα που κάθεται στην πλώρη του υπερωκεάνιου του και ρεμβάζει ερωτευμένος μέσα στη νύχτα.

Μπορεί να είναι ο κάτοικος του από πάνω ορόφου τελικά ευτυχισμένος; Ίσως. Κυρίως επειδή ελπίζει πως κάτι μπορεί να αλλάξει, αν αλλάξουν θέση τα αιωνίως βαριεστημένα έπιπλα του. Η ώρα είναι ήδη πέντε. Σε λίγο θα χαράξει. Οι θόρυβοι δεν έχουν σταματήσει, πράγμα που σημαίνει ότι η νεύρωση και τα αδιέξοδα, τα ταξίδια ως την άκρη της νύχτας του  περιπετειώδους ενοίκου δεν έχουν σταματημό. Δεν πρόκειται για μετακόμιση ούτε για κάποια οικιακή εργασία που αποφάσισε να εκτελέσει μέσα στα βαθιά μεσάνυχτα και τ’ άγρια χαράματα. Όχι, είναι κάτι πιο υπαρξιακό και πιο απόλυτο. Είναι αυτός, μόνος με τον εαυτό του, στο χώρο του που τον ξέρει σπιθαμή προς σπιθαμή και θέλει πραγματικά να τον αλλάξει. Δεν τον αντέχει.  Τον ιδιωτικό, ασήμαντο χώρο του και τον εαυτό του.

Η ώρα πηγαίνει ήδη έξι…Σηκώνομαι, ανάβω όλα τα φώτα και αρχίζω εμπνευσμένος να μετακινώ τα δικά μου έπιπλα. Κυρίως τραβάω το γραφείο πιο κοντά στο παράθυρο της βεράντας και έπειτα ακολουθεί η μεγάλη πολυθρόνα – μπερζέρα. Όταν σε λίγο θα φωτίζει ο νέος χρόνος, θέλω τα προσωπικά μου έπιπλα να με κοιτάζουν από την καινούργια τους θέση. Να μην με απορρίψουν.

SHARE
RELATED POSTS
Τα ΚΤΕΛ, του Δημήτρη Κατσούλα
Ο χρόνος όλα τα θεραπεύει;, του Δημήτρη Καμπουράκη
Mουσική, της Αλεξάνδρας Καρακοπούλου-Τσίσσερ

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.