Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Στο τέρμα τα… γκάζια, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

 

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Από κατηφόρες στο χωριό είχαμε πολλές, αλλά σαν εκείνη που ξεκινούσε από το σπίτι του θείου Αντώνη κι έφτανε ως τα τρία πηγάδια του χωριού – μια απόσταση δηλαδή περίπου στα τετρακόσια μέτρα – καμία άλλη . Μιλάμε δηλαδή ότι για να την κατέβεις έπρεπε να διαθέτεις μεγάλη τόλμη και ψυχή. Στο μέσον της ήταν ένα αγροτικό δρομάκι που την έτεμνε κάθετα. Από αυτό περνούσαν μόνο πρόβατα, γίδια, βόδια, γαϊδουράκια και άλογα.

Η πρόκληση μεγάλη και προοριζόμενη μόνο για τολμηρούς. Όποιος την κατέβαινε λογαριαζόταν για άντρας. Μεγάλο Σάββατο μεσημέρι και όσοι πιτσιρικάδες διέθεταν ποδήλατο, το δικό μου αγοράστηκε με το χαρτζιλίκι κούτσα κούτσα που μου έδινε κρυφά η μάνα μου από τον πατέρα μου ο οποίος ούτε ν’ ακούσει για τέτοια, αλλά το μεγαλύτερο ποσό το έβαλε ένας θείος που εργαζόταν στην Αθήνα στα μωσαϊκά ως το μεγαλύτερο δώρο που δέχτηκα ποτέ για το Πάσχα.

Στην κορυφή της έτοιμοι εμείς και πρώτος εγώ που το έπαιζα κορώνα-γράμματα έτοιμος για την κατάβασή της. Τα προηγούμενα χρόνια αν και οι φίλοι με δάνειζαν το δικό τους ποδήλατο δεν το τολμούσα. Εκείνη την ημέρα όμως με το δικό μου ποδήλατο και τα καινούργια μου άσπρα παπούτσια ελβιέλες έπρεπε να το κάνω. Έπρεπε γιατί στο απέναντι μπαλκόνι του σπιτιού της ήταν εκείνη που με κοίταζε. Το πάλεψα πολύ μέσα μου, έπρεπε να υπερβώ το φόβο αναζητώντας την ομορφιά. Λοξά που κοίταξα όταν ακούμπησα τα πόδια μου στα πετάλια και ήμουν έτοιμος για το μεγάλο σάλτο μου φάνηκε πως μου χαμογέλασε κιόλας.

-Χωρίς φρένα μάγκες; Ρώτησα την παρέα.

-Εννοείται χωρίς φρένα, μία και έξω, μου δήλωσαν ξεκάθαρα.

Πήρα βαθιά αναπνοή, συγκέντρωσα τις δυνάμεις και την τεχνική μου και ξαμολύθηκα. Ούτε που πρόλαβα να δω ότι στη διασταύρωση περνούσε ένα μπουλούκι με πρόβατα. Έστριψα την τελευταία στιγμή το τιμόνι αλλά εις μάτην. Καρφώθηκα τρομάρα μου πάνω στα βάτα και στις πατουλιές με το ποδήλατο να έχει γίνει στραπάτσα, τα παπούτσια μου που έπρεπε να τα φορέσω και το βράδυ της Ανάστασης σχίστηκαν και εκσφενδονίστηκαν μέσα στο μαντρί με τις κοπριές που είχε για τα πρόβατα ο παππούς Γιώργος αλλά δεν με ένοιαζε και τόσο. Όχι, γιατί είχα γίνει άντρας πλέον αλλά προπαντός είχα κλέψει το χαμόγελό της και τα μάτια της.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του. 

  The article expresses the views of the author  

 iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“Αστειάκια, αλλού . . . “, του Δημήτρη Κατσούλα
Οι τραγουδιστές πασών των ωρών του καλοκαιριού, του Δημήτρη Κατσούλα
Γιατί δεν κλαις, βρε άνθρωπε;, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.