Χαράματα, την ώρα που η εργατιά ξεχύνεται στους δρόμους για το μεροκάματο. Ώρα που τα πρώτα λεωφορεία μόλις αρχίζουν να περνούν την πύλη των αμαξοστασίων και οι εργάτες περιμένουν στις στάσεις κουλουριασμένοι από την πρωινή παγιάδα καλά τυλιγμένοι στα παλτό και τα κασκόλ τους. Όσων η τσέπη ακόμα αντέχει, για να είναι συνεπείς στο ωράριο, στην κάρτα και στην υπογραφή που θέτουν – ένδειξη ότι δεν καθυστέρησαν ούτε λεπτό για να μη δυσανασχετήσουν το αφεντικό κι αρχίσει τις περικοπές στο τέλος του μηνός όταν φθάσει η μισθοδοσία – εξαναγκάζονται να παίρνουν το αυτοκίνητό τους τι κι αν ξέρουν ότι με τα καύσιμα που καταναλώνουν θα μπορούσαν ν’ αγόραζαν το γάλα των παιδιών τους, το πρωινό για το κολατσιό στο σχολείο τους, την γυναικολογική εξέταση της γυναίκας τους που μήνες την αναβάλουν, κι αν τώρα δεν πραγματοποιηθεί το επόμενο ραντεβού στο νοσοκομείο θα προσδιοριστεί για τέσσερις μήνες αργότερα, χρόνος κρίσιμος για το ογκίδιο που έχει εμφανιστεί στην αριστερά πλευρά του προσώπου της, κάτω ακριβώς από το αυτί της υποθέτοντας στην αρχή ότι ήταν από την τρύπα που έκανε για να περάσει σκουλαρίκι, αλλά σε πρώτη ψηλάφηση που έγινε από παθολόγο της γειτονιάς, η γνώμη του ήταν να παραπεμφθεί σε νοσοκομείο για περαιτέρω ογκολογικό έλεγχο.
Στα πέντε περίπου χιλιόμετρα που απομένουν μέχρι ο άνδρας της να φθάσει στην εργασία του, και οι δυο λωρίδες κυκλοφορίας είναι κυριολεκτικά σταθμευμένες από την πυκνή ροή των οχημάτων. Όλοι περιμένουν υπομονετικά ν’ ανάψουν τα φανάρια, αλλά το μποτιλιάρισμα προκαλείται από εκείνο το φανάρι (το τέταρτο και τελευταίο) το οποίο εδώ και τρείς μέρες είναι χαλασμένο χωρίς κάποιο αρμόδιο όργανο να έχει αναλάβει την διευκόλυνση της κυκλοφορίας.
Ένας νεαρός, καθόλα άρτια ντυμένος και όπως αρμόζει σε έναν μοτοσικλετιστή με δερμάτινη φόρμα, επιγονατίδες και ενισχύσεις στους αγκώνες του καθώς και κράνος μαύρο εποχούμενος σε μια απαστράπτουσα μηχανή μεγάλου κυβισμού, όπως μπορώ να διακρίνω από απόσταση που έχω κι εγώ μπλοκαριστεί, ευρίσκεται στο πρώτο φανάρι (από τα τέσσερα εν συνόλω που ευρίσκονται εμπρός μας κάνοντάς μας την κυκλοφορία μαρτύριο), βλέποντας ότι είναι αδύνατον να κινηθούμε κι όποιος κινείται το κάνει παράνομα μη υπολογίζοντας τον διπλανό του και τις όποιες συνέπειες μπορεί να προκαλέσει στα υπόλοιπα στριμωγμένα αυτοκίνητα, στήνει την μηχανή του στο πλαϊνό σταντ, κατεβαίνει, ανασηκώνει την ζελατίνα του μαύρου κράνους του και με μια χειρονομία ευγένειας ιππότη αλλά και με ένα πλατύ χαμόγελο γεμάτο καλοσύνη και ζεστασιά, βοηθά μια μεσόκοπη κουτσή κυρία η οποία υποβαστάζεται από μια νεώτερη ( προφανώς κόρη της ), παίρνει στα χέρια του μερικά ρούχα που κουβαλούν σε δυο τσάντες, ένα σακούλι με φραντζόλες και μερικές κονσέρβες, όλα αυτά είτε από τους παρακείμενους κάδους απορριμμάτων είτε από το σούπερ μάρκετ το οποίο ανοίγει πολύ πρωί προσερχόμενοι οι άποροι και οι πένητες με ένα συμβολικό κουπόνι ίσια- ίσια να διατηρούνται στη ζωή, να επιζούν δηλαδή. Την βοηθά προσεκτικά από την μασχάλη της δίνοντας την μαγκούρα της στην συνοδό που την μετέφερε και με μικρά βήματα την περνούν στο άλλο μισό του οδοστρώματος όπου είναι η κάθοδος της οδού. Κι ενώ από αυτή το ρεύμα τα οχήματα ξεχύνονται σαν ποτάμια κι αφηνιασμένα άλογα, ο νεαρός μπαίνει μπροστά με το σιδερένιο σώμα του αφήνοντας τις γυναίκες ένα βήμα προ του πεζοδρομίου, ασφαλείς όμως. Κι ενώ ο άνδρας απομακρύνεται με προορισμό την μηχανή του που την έχει σταθμεύσει πρώτη στο φανάρι καθότι ακόμα η κυκλοφορία είναι μποτιλιαρισμένη, η γιαγιά τον χαιρετά με μια κίνηση του αριστερού της χεριού ακουμπώντας το στο μέρος της καρδιάς με μια βαθιά υπόκλιση, ταυτόχρονα δε αρπάζει την μαγκούρα από την συνοδό της, την κραδαίνει ψηλά και με δυνατή φωνή όση της έβγαινε λέει προς τον νεαρό: ‘ Μαζί και στις πορείες γιέ μου, και με το αναπηρικό μου καροτσάκι ακόμη…’.
Οι οδηγοί στα σταθμευμένα αυτοκίνητα, ριγούν, χαμηλώνουν τα μάτια τους ως μια επιβράβευση θάρρους στην γιαγιά στο απέναντι πεζοδρόμιο, χωρίς κανένας να κορνάρει τώρα ούτε να μηχανεύεται τρόπους του πως δηλαδή θα ξεφύγει από αυτοσχέδιους παράπλευρους δρόμους, έχω την εντύπωση ότι όλοι οι εντός αυτοκινήτων αναμένουμε να τελειώσει η ‘ωραιοποιημένη’ κατάσταση, ο μύθος μας. Εγώ κλείνω τον κλιματισμό του αυτοκινήτου διότι αισθάνομαι ντροπή, στο ραδιόφωνο κάποιοι μιλάνε για μίζες, άλλοι για σκευωρίες κι άλλοι το έχουν ρίξει στις βαθυστόχαστες αναλύσεις του χθεσινού ποδοσφαιρικού αγώνα. Την μηχανή η οποία ευρίσκεται εμπρός μου – τριακόσια περίπου μέτρα από εμένα έως το φανάρι – την ακούω να μαρσάρει με θυμό βγαίνοντας εντελώς από την σκηνή των διαδραματιζόμενων. Κουνάω το κεφάλι μου, και μια και δυο φορές μέχρι να συνειδητοποιήσω ότι είμαι καλά (χωρίς να χρειαστεί να τσιμπηθώ), έχοντας πάντως την αίσθηση – τελικά – ότι ζω σε μια πόλη των καλύτερών μου ονείρων, σε μια πόλη του παραμυθιού και της άρτιας λειτουργίας όλων των παραγόντων (εσωτερικών και εξωτερικών) δίπλα μου να νοιάζονται για ‘μένα, για ‘σένα, για τον πολίτη γενικώς.