Ανοιχτή πόρτα

Πεινασμένος φόβος, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Έπρεπε για λόγους επαγγελματικούς να ξυπνήσω νωρίς το πρωί .

Από τις έξι και είκοσι ήμουν στο πόδι . Ούτε καφέ δεν είχα περιθώρια να πιω στο σπίτι .  Κατεβαίνω γρήγορα τον πρώτο όροφο και πλησιάζω την πόρτα εξόδου . Ακούω από τα σκαλοπάτια μια φωνή : “Ει, πού πας ; Έφυγες έτσι;” .  Ήταν η Μάριον όπου ξέχασα να την αποχαιρετήσω με ‘κείνο το καθιερωμένο πρωινό φιλί . Το ανταλλάσσουμε και βγαίνω στο δρόμο .

Ένας νεαρός πεζή με ένα σακίδιο στον ώμο και στην αγκαλιά του κρατώντας διαφημιστικά φυλλάδια, κρεμούσε στην ερειπωμένη εδώ και χρόνια μονοκατοικία ένα από αυτά με το λαστιχάκι του .

Ώχ, καινούργιο ετοιματζίδικο θα άνοιξε με πλαστικά φαγητά, σκέφτηκα . Τα πεινασμένα φόβητρα το προτιμούν διπλόγυρο ή μονό ή ένα από όλα, ή με πίτα ντομάτα και ξέχειλη με σος από ‘πάνω .

– Λεβέντη μου, από το μαγαζί το οποίο διαφημίζεις, τρως και  συ;, τον ρώτησα με μια προσομοίωση γέλιου .

Γυρνά το κεφάλι του με την κουκούλα που φορούσε και μέσα από τα μάτια του – κουμπότρυπες  όπου μόλις διακρίνονταν, με κοιτά ανέκφραστος, αμήχανος θα μπορούσα να πω .

-Για να σε ρωτήσω, το μαγαζί  διαθέτει και προϊόντα  χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά;

Αντί απάντησης, σκύβει το κεφάλι και δένει τα βρεγμένα κορδόνια του όπου και γω δεν ξέρω πόσες ώρες τα έσερνε έτσι και δεν το είχε πάρει χαμπάρι .

– Θα τα πατήσεις και θα σκοτωθείς, παλικάρι μου .

Τίποτα αυτός . Συνέχισε το μεροκάματο μετρώντας μάλλον τα εναπομείναντα διαφημιστικά στην αγκαλιά του . Κοντοστέκεται, κατεβάζει την κουκούλα και με ένα ύφος σιγουριάς – προφανώς και περηφάνειας- :

– Κύριε, να δοκιμάσετε και σεις τα σουβλάκια μας, είναι τόσο νόστιμα όπου και νεκρό ανασταίνουν . Με την παραγγελία δύο, παίρνετε και ένα ακόμη δωρεάν ‘’.

Άνοιξα το μπουφάν κι έφτυσα πέντε, έξι φορές τον κόρφο μου .

Μεσημέρι και επιστρέφω στο σπίτι από τη δουλειά μου . Το διαφημιστικό από το ερειπωμένο σπίτι και  από το μάνταλο όπου ήταν κρεμασμένο έλειπε. Μπα . . . , αναρωτήθηκα . Να το πέταξε κάποιος αποκλείεται, γιατί κανένας δεν πλησιάζει το χάλασμα επειδή υπάρχει και πιθανότητα να γκρεμιστεί κιόλας .

Κατά τις πέντε και μισή το απόγευμα βγαίνω για έναν καφέ . Μετά από τέσσερις  ώρες περίπου επιστρέφοντας στο σπίτι με την μηχανή είδα φώτα στο ερείπιο. Ρίχνοντας μάλιστα το φως της μηχανής επάνω στην πόρτα του διαπιστώνω ότι το σπίτι σχεδόν έλαμπε, έμοιαζε σαν καινούργιο λες και κάποιο αόρατο χέρι μέσα στις λίγες ώρες που έλειψα το νοικοκύρεψε.  Καθ’ ον χρόνον πάρκαρα τη μηχανή – δέκα περίπου μέτρα μακριά από αυτό- μισανοίγει για μια στιγμή η πόρτα κι ένας άνδρας απροσδιορίστου ηλικίας με μια κουβέρτα τυλιγμένη επάνω του και μια σανίδα στο χέρι για μπαστούνι (προφανώς )  προβάλλει στην είσοδο .

-Τι να σε κάνω; Άργησες, μου απαντά. Θα πηγαίνει μισή ώρα τώρα που παράγγειλα .

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
…η επιθυμία ως αίτημα, του Κωνσταντίνου Καραγιαννόπουλου
Πολύχρωμες γειτονιές του κόσμου (εικόνες)
Το Σώμα. Ο Έρωτας. Το Κείμενο. Η Εικόνα, του Μάνου Στεφανίδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.