ΕΥ ΖΗΝ

Πέντε ποιήματα του Γιάννη Πανούση

Spread the love

Επισκεφθείτε τη νέα ιστοσελίδα μας

visit our new web site

GREEK RESTAURANT – NEW YORK 253-17 NORTHERN BLVD www.georgesgreekislands.com

Ο Γιάννης Πανούσης είναι Καθηγητής Εγκληματολογίας του Παν/μιου Αθηνών.

Διαβάστε όλα τα άρθρα του Γιάννη Πανούση ΕΔΩ

Εκτός ισορροπίας

Αφού κανείς από τους κοντινούς

δεν θέλει να ζήσει τη ζωή μου

αναγκάστηκα κι εγώ

για να μη νοιώθω μόνος

να ζω με τις ζωές των υπόλοιπων

προσποιούμενος ότι τάχα

αυτή είναι η ζωή μου

……..

Α[δια]τίμητοι ήρωες

Ας είμαστε ειλικρινείς

Δεν υπάρχουν πεθαμένοι ήρωες

Μόνον οι ζωντανοί,

αυτοί που προκαλούν δέος

μας αγγίζουν

Οι άλλοι που ‘έφυγαν’

είναι μόνον αναμνήσεις, εικόνες, θρύλοι

Δεν τους φοβάται κανένας πλέον

Φιγούρες που συνδέονται με παρελάσεις, αργίες, διαμάχες ιστορικών

Γι’αυτό και οι ίδιοι αποφάσισαν να κατέβουν

άρον-άρον από το βάθρο της δόξας

προλαβαίνοντας την εγκύκλιο του αρμόδιου υπουργού Λήθης

ο οποίος διέταξε να αφαιρεθούν οι φωτογραφίες

από τους τοίχους του σχολείου

……….

Στη χώρα των μη-ορατών πραγμάτων

Παίρνω το παρ-άλογό μου

και φεύγω καλπάζοντας

για τη χώρα των μη-ορατών πραγμάτων

Εκεί όπου τα άνθη πάσχουν από ανοιξιάτικη αλλεργία

και δεν θέλουν να τα πλησιάζουν ευαίσθητοι άνθρωποι

για να μην τους κολλήσουν

με τη γύρη της ενσυναίσθησης

Εκεί όπου το νερό της βρυσομάνας

ζεσταίνεται και παγώνει

ανάλογα με τις αντιδράσεις της πηγής

στα αισθήματα που εκπέμπουν

οι σταυρωμένες παλάμες των προσκυνητών της φύσης

Εκεί όπου το ποτάμι

αναβλύζει ασμίλευτες πέτρες

και κατεβάζει με ορμή τους αναστεναγμούς

των λουόμενων κορασίδων

που ονειρεύονται να φτάσουν κάποτε στη θάλασσα

για να ρωτήσουν τη γοργόνα

‘αν ζει ακόμα ο Βασιλιάς Έρωτας’

Εκεί όπου ο Θάνατος τραγουδάει

μαζί με πανηγυριώτες μουσικούς

λαϊκά άσματα

και πολλές φορές

-πιωμένος κι αυτός-

κατρακυλάει στις όχθες του Αχέροντα

ξεχνώντας να πάρει την πραμάτια του

στην τρύπια βάρκα του

που για να μη βουλιάξει

έχει βάλει στον πάτο της

μιά σκουρισμένη δραχμή.

Παίρνω το παρ-άλογό μου

και γυρνάω πανικόβλητος

από τη χώρα των μη-ορατών πραγμάτων

απεγνωσμένα επαιτώντας να μου διαβάσουν

το Ανοιχτό Βιβλίο της Ζωής

χωρίς αστερίσκους, υποσημειώσεις, παραπομπές και μυστήρια

Είμαι θνητός και δεν αντέχω άλλο

τα μηνύματα της Φαντασίας

…..

Μία συνηθισμένη ιστορία αγάπης;

Έσβησαν ξαφνικά οι προβολείς από τα μάτια της

Το φως που με είχε τυφλώσει

κι έβλεπα οπτασίες

αντί για αντικείμενα,

εκλείψεις αντί για σκιές,

απώλεσε τη δύναμή του

Σωματική απουσία

Ψυχική αποστασιοποίηση

Συναισθηματική ουδετερότητα

κάνουν τον έρωτα να χάνει τη μαγεία του

και το πάθος να συρρικνώνεται

σαν το δέος που έγινε δεσμός

και μάτωσε τις φλέβες της καρδιάς

Όπως τα σκυλιά

που κουνάνε την ουρά τους

χωρίς ποτέ να την πιάνουν

έτσι κι εγώ κυνηγούσα για χρόνια

μιά κολοβή ευτυχία

μιά χίμαιρα εφηβικών παραμυθιών

μιά ένωση σωμάτων και ψυχών

χωρίς προϋποθέσεις

Κι όμως

νίκησε η αυτονομία της φιλοδοξίας ]

και η δυναμική της ρήξης

Νίκησαν οι υπηρεσιακές ανάγκες

και οι οικογενειακές υποχρεώσεις

Νίκησε η σιωπή του tablet

και τα χρώματα της τηλεόρασης

Νίκησαν οι απωθήσεις

για τις ζάρες στα χέρια

και για τα χάπια στο συρτάρι

Νίκησε η οικονομική επιβίωση

την ερωτική συμβίωση

Νίκησαν άπαντες

και ουδείς φαίνεται να καταλαβαίνει

γιατί εγώ αισθάνομαι ηττημένος

αφού τελικά όλα πάνε καλά.

…………

Ευπαθής ομάδα;

Ένας-ένας ‘φεύγουν ‘ οι φίλοι μου

αφήνοντας πίσω τους

τις αντανακλάσεις ενός καθρέφτη

θαμπωμένου από την απορία

’γιατί πρώτος εγώ;’

Μία-μία αποχωρούν σαν τις σκιές

οι παλιές μου αγάπες

άλλες καταδικασμένες στο εφήμερο

κι άλλες προδομένες από το αιώνιο

Χέρι-χέρι περπατάνε οι αναμνήσεις μου

Με την υποψία πως

τα όσα έζησα

στην πραγματικότητα δεν υπήρξαν ποτέ

Κάπου-κάπου διαβάζω στις στήλες των εφημερίδων

για silver alert

πρώην γνωστών μου

που μοιάζει ν’αποσύρθηκαν σαν τα νομίσματα

τα οποία δεν κυκλοφορούν πλέον

Μέρα-τη μέρα ‘σιωπούν’ τα τηλέφωνα

λες και κόπηκε η γραμμή

και το ρεύμα δεν έχει την ισχύ για να μεταφέρει

τη φωνή των απόντων

Σιγά-σιγά έρχεται και η δική μου στιγμή

για ένα A Dieu

περιδιαβαίνοντας

τους άδειους δρόμους

με τους φθαρμένους αρμούς του φανοστάτη

σαν να παίζω στο The End

μίας μικρού μήκους ταινίας

μη-ομιλούσας

και να μην έχω πια τη διάθεση

ν’ανεβάσω ‘νέον έργον προσεχώς’

αφού αρνούμαι

οριστικά και αμετάκλητα

τόσο το ρόλο του πρωταγωνιστή

όσο και τη φαντασία του σκηνοθέτη.

SHARE
RELATED POSTS
Η άμυαλη Πεπόνα, της Ελένης Χατζηπέτρου
I Am The Walrus, του Νίκου Βασιλειάδη
Σκίτσα εξ Αμερικής 5ο, του Γιώργου Σαράφογλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.