Ο Ηλίας Καραβόλιας είναι Οικονομολόγος με ειδίκευση Γενικής Θεωρίας και Οικονομικής Πολιτικής. Κατέχει Master of Arts από το European Institute of Philosophical Anthropology.
Βιβλίο ”Παλιοί γάτοι τρυφερά ποντίκια”, Τίτσας Πιπίνου, εκδ. ΟΤΑΝ, 2024
”Να ζεις θα πεί να πεθαίνεις κάθε μέρα και κάθε μέρα να παλεύεις. Αυτή η επαρχία παλεύει μα δεν πεθαίνει”, του Ρομέν Ρολλάν στο ” Μαγεμένη ψυχή”( αναφέρεται απο την συγγραφέα στην σελ. 137 του βιβλίου της)
Η Τίτσα Πιπίνου – που γράφει μυθιστορήματα και διηγήματα εδώ και τρεις δεκαετίες – στο βιβλίο της ”Παλιοί γάτοι τρυφερά ποντίκια” καταφέρνει να περιγράψει κάτι όχι απλό και συνηθισμένο στην ελληνική πεζογραφία (δηλαδή μια ακόμη ιστορία έρωτα με λίγο περιτύλιγμα σασπένς και ιστορίας) αλλά μια διαφορετική εκδοχή του νεοελληνικού μικροαστισμού σε μια ιδιόρρυθμη εποχή, όχι μόνο στην Ελλάδα.
Πίσω απο την πλοκή και τους ήρωες του διηγήματος υπάρχει μια αθέατη πλοκή μικρόκοσμου και μακρόκοσμου. Παρακολουθούμε την πολυτάραχη ζωή των ηρώων, σε ένα πλαίσιο γεμάτο μεν απο διαφορετικότητα χαρακτήρων, απαγορευμένο έρωτα και θυσιαστική απόλαυση ενοχής, και αυτό μέσα σε μια συνθήκη προδοσίας και εγκατάλειψης( συνθήκη που εκτυλίσσεται ανάμεσα σε Ρόδο, Ρώμη κι Αθήνα).
Η συγγραφέας επιλέγει με ένα flashback να ανατρέξει την νεοελληνική οικογενειακή αναπαράσταση του συμβολικού οικογενειακού αλλά και ιστορικού τραύματος όπως αυτό απεικονίζεται μέσα στον άπιαστο χρόνο της νεοελληνικής κοινωνίας ( στοιχείο που επιλέγεται έντεχνα να χρησιμοποιείται από την Πιπίνου και σε άλλα πεζογραφήματα της ).
Η ηθική, ως αξιακό κοινωνικό φορτίο, οι απαγορεύσεις και οι περιορισμοί στις ερωτικές σχέσεις, απόρροια ενός συντηρητισμού στον θεσμό της οικογένειας μέσα σε μια ψευδοπροοδευτική κοινωνία και μέσα σε ένα πουριτανικό περιβάλλον( ”ένιωθα την μεγάλη πίεση που ασκούνταν στην μαμά από κάθε πλευρά της μικρής μας κοινωνίας.” σελ.172) διαπλέκονται με την ενοχική μερικές φορές απόλαυση της αίσθησης του έρωτα αλλά και με τη θέση της γυναίκας τόσο στη μικρή αλλά μεσογειακή Ρόδο, όσο και στην μεγάλη Αθήνα και την ανεπτυγμένη Ρώμη.
Οι ήρωες της Πιπίνου στο βιβλίο δεν ξεφεύγουν από την ”μεγάλη ιστορία” όπως αυτή ”κατεβαίνει” στο σπιτικό, στην γειτονιά, στην αυλή. Και αναπαριστάνουν εμφανώς το νευρωτικό περιβάλλον της μικροιστορίας των ηρώων του έργου.
Να σημειώσω ότι η συγγραφέας έχει μια ικανότητα να συμβολίζει απλά και ξεκάθαρα τις οικογενειακές δομές της νεύρωσης και της ψύχωσης, και το κάνει περιγράφοντας τόσο την αγνότητα και την ευτυχία της οικογενειακής γαλήνης των παλαιών δυνατών δεσμών όσο και την φθονερή ως μνησίκακη κλειστή νεοελληνική κοινωνία (τόσο της προπολεμικής όσο και της μεταπολιτευτικής Ελλάδας)
Το δε ερωτικό storytelling (που κρατάει σχεδόν σε κινηματογραφικό χρόνο τον αναγνώστη) συμπλέκεται τόσο με την κοσμοπολίτικη κοινωνία όσο και τον μικροαστικό κόσμο, πότε με την ανατολίτικη και πότε με την δυτικότροπη αύρα( διαφόρων εποχών, παθών και χαρακτήρων) στην πλοκή και στο χρόνο των όσων εξελίσσονται στην ιστορία.
Τα στενά ως ασφυκτικά όρια της νεοελληνικής μικρής πόλης -που παλεύει αλλά δεν ξεφεύγει απο το μικρό χωριό ως συμβολικός κόσμος – η Πιπίνου τα περιγράφει με τα λόγια των ηρώων της ακόμη και σε ακραία περιστατικά. Ήρωες που θέλουν να αποδράσουν αλλά ταυτόχρονα ψάχνουν και την αλήθεια του τόπου τους.
Η σκληρότητα με την τρυφερότητα συναντώνται σε πολλά σημεία του έργου όπου η γραφή παραδίδει τα ηνία στην βαθιά οντολογική και βιωματική αλήθεια της συγγραφέως : ”υπάρχει όμως ένα μυστήριο στον τρόπο που ενεργεί η μνήμη όταν ο άλλος είναι πια νεκρός”( σελ. 68) ή εκεί που λέει : ” Έχει φθάσει ακριβώς στο σημείο που δεν έχει λογική δεν έχει γνώση δεν έχει πείρα (σελ.152)”
Το βιβλίο δεν είναι απλά ευχάριστο ή περιγραφικό. Έχει φορτίο, ανακαλεί στον αναγνώστη δικούς τους διαγενεακούς κόσμους και ιχνογραφεί πιθανές ομοιότητες μεταξύ πολλών νεοελληνικών μικρών ιστοριών έρωτα και προδοσίας που ο χρόνος σπρώχνει πότε στην Ανατολή και πότε στην Δύση…