Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ
Τί χειροκροτήσαμε χτες την πρεμιέρα του Χορού της Φωτιάς στο δημοτικό θέατρο Πειραιά σε κείμενο και σκηνοθεσία Άρη Μπινιάρη;
Αυτοδικαίως τον μόχθο και την συνεργασία των γνωστών και των λιγότερο γνωστών ηθοποιών επί σκηνής, των μουσικών, της υπεύθυνης φωτισμού, της ενδυματολόγου και προφανώς του κυρίου υπεύθυνου της παράστασης ο οποίος θέλησε, στην τόσο αβανταδόρικη σκηνή του πειραϊκού θεάτρου, να μεταφέρει με ποιητικό και αλληγορικό τρόπο το δράμα της γενοκτονίας των Ποντίων.
Αλλά εκεί έγκειται ακριβώς κι η αδυναμία του όλου εγχειρήματος παρά τις πολύ ωραίες σκηνικές εικόνες και την ομαδικότητα των υποκριτών που επωμίστηκαν, χορεύοντας τραγουδώντας, απαγγέλλοντας, θρηνώντας τον ρόλο του Χορού του δράματος, με την αρχαία έννοια, χωρίς όμως να υπάρχουν δραματικοί ήρωες και δραματικές συγκρούσεις. Χωρίς τραγική κάθαρση τελικά. Ο θεατής εισέπραττε τον οδυρμό, την απόγνωση, την απελπισία χωρίς πάντως να αντιλαμβάνεται ούτε τις ιστορικές αιτίες του δράματος αλλά κυρίως χωρίς να ανάγεται στο επίπεδο του τρομερού, του καντιανού Erhabene, το οποίο υπερασπίζεται η Τραγωδία. Οι Νεότουρκοι δεν έβγαζαν το άχτι τους απλώς. Εφάρμοζαν μια σατανικά οργανωμένη πολιτική εθνοκάθαρσης και εξόντωσης κάθε ελληνικού στοιχείου από την ανατολία προλαβαίνοντας τα στρατόπεδα συγκέντρωσης του Χίτλερ.
Εν ολίγοις το πρόβλημα ήταν τα κείμενα, άλλοτε υπερβολικά λυρικά, άλλοτε γενικά, αόριστα, αφελή και κοινότοπα. Κείμενα τα οποία αποδυνάμωνε ακόμη περισσότερο η συχνή τους επανάληψη πού κούραζε χωρίς να προσθέτει τίποτε περισσότερο στο αποτέλεσμα από μία κατασκευασμένη δραματική ένταση. Κείμενα με προβληματικά ελληνικά. Επειδή δεν μπορεί όλοι να τα κάνουν όλα στο θέατρο.
Αντιλαμβάνομαι βέβαια πόσο δύσκολο είναι να μιλήσει κανείς και μάλιστα ποιητικά για αυτά τα συγκλονιστικά γεγονότα τα οποία επιβιώνουν ως σήμερα είτε ως μνήμη – ανάμνηση είτε ως φυλετική κληρονομιά.
Οι Πόντιοι όπου γης, είναι έτοιμοι και να ξαναθρηνήσουν το τόσο άδικα σπαταλημένο αίμα και να αναστήσουν τις χαμένες πατρίδες χορεύοντας και τραγουδώντας. Ο Άρης Μπινιάρης απέφυγε με εύστοχο τρόπο το φολκλόρ, παγιδεύτηκε όμως σε ένα ποιητικό δρώμενο που εν τέλει ηχούσε μεγάλοστομα μεν αντιθεατρικά δε.
Ίσως αν έμενε περισσότερο σε αυθεντικά ντοκουμέντα και μαρτυρίες της εποχής, σε λογοτεχνικά κείμενα λ.χ του Βενέζη ή του Στρατή Δούκα – θα μπορούσαν να συνδράμουν σε αυτό ο Φώτης Κόντογλου, ο Σεφέρης ή το δημοτικό τραγούδι – να είχε έναν πιο δυνατό, κειμενικό σκελετό ώστε να οπτικοποιήσει καλύτερα το όντως πολύ ενδιαφέρον και υψηλό όραμα του.
Το λέω συμπερασματικά: ναι, η ποίηση γίνεται Θέατρο για παράδειγμα ο Γιάννης Ρίτσος. Η ποίηση όμως. Όχι αυτό που υποδύεται την ποίηση χωρίς να είναι. Σκέφτομαι πως στην εποχή της υπέρ εξουσίας του σκηνοθέτη τα κείμενα είναι αυτά που πάσχουν περισσότερο και αυτά που εν τέλει υποτιμώνται.
ΥΓ. Λίγο πιο κάτω από το Δημοτικό Θέατρο, στην Πλατεία Αλεξάνδρας εδώ και τρία περίπου χρόνια το μνημείο των Ποντίων που έστησε ο σύγχρονος καλλιτέχνης Παναγιώτης Τανιμανίδης είναι προς ώρας το καλύτερο αισθητικό πάρισο της της απροσμέτρητης φρίκης που έζησαν οι τότε οι πρόγονοί μας.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr