Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ο παιδότοπος στο πλάτωμα του βουνού, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Να προσέχεις παιδάκι μου, να προσέχεις πολύ εκεί στο δάσος που πας και παίζεις με τους φίλους σου. Να ξέρεις – πληροφοριακά σου το λέω – ότι στα άλλα δάση τριγυρνούν νεράιδες, πεντάμορφες πλανεύτρες γυναίκες δαιμονικές, λάμιες με κατάλευκους μακριούς λαιμούς και παράξενα αερικά. Κατεβαίνουν από το βουνό με κάτι μάτια κατακόκκινα στο αίμα, από το στόμα τους ξεχύνονται φωτιές και από το στήθος τους το σχισμένο βγάζουν πνιχτούς καπνούς. Στο δικό μας όμως βουνό δεν υπάρχουν αυτά, μόνο φαντάσματα περπατούν τη νύχτα με ένα παράξενο βογγητό αναμεμειγμένο με κλάμα, μου έλεγε η γιαγιά μου η Ασπασία. Εγώ όμως, τα περισσότερα απογεύματα και μέχρι αργά το βράδυ εκεί τα περνούσα, σ’ αυτό το πλάτωμα της βουνοπλαγιάς, σ’ αυτό το χώρο που είχαμε ως παιδότοπο. Εκεί κάναμε κούνιες, τσουλήθρες, παίζαμε αμάδες, και εξασκούμεθα στα μονόζυγα τα οποία είχαμε στηρίξει από το ένα δέντρο στο άλλο. Λίγο αργότερα ο χώρος ξεχερσώθηκε από εμάς τους ίδιους ακόμη περισσότερο όπου παίζαμε μπάλα ακόμη και πολεμικά παιχνίδια που είχαμε επινοήσει. Τότε ήταν που σε μια απροσεξία μου ήρθα ανάποδα με αποτέλεσμα να κάνω ένα γερό άνοιγμα στο κεφάλι πίσω (ευτυχώς ούτε κουσούρι μου άφησε, ούτε σημάδι να με κουβαλά μια ζωή) με αποτέλεσμα να στραβώσει το στόμα μου και για μέρες να μη μπορώ να αρθρώσω λέξη. Με πήραν από πίσω τα φαντάσματα, έλεγε η γιαγιά μου, εγώ νευρίαζα και της έλεγα να μη λέει κουταμάρες. 

Εκεί κάπου στην τρίτη γυμνασίου βρήκα ένα παρενθετικό απόσπασμα στο βιβλίο της ιστορίας. Έγραφε ότι στην περιοχή μου αυτή είχε γίνει μια μάχη κατά τον εμφύλιο. Έψαξα δεξιά, έψαξα αριστερά να μάθω, αλλά για περισσότερες πληροφορίες είπα ν’ απευθυνθώ και στους πιο μεγάλους όπου είχαν ζήσει καταστάσεις και γεγονότα και οι οποίοι γνώριζαν. Κάποιος μου είπε ότι όντως έπεσαν λεβέντικα κορμιά και από τα δυο αντίπαλα μέρη στο σημείο αυτό. Εκεί ακριβώς που ήταν ο παιδότοπος. Υπήρξαν όμως και τραυματίες όπου εγκαταλείφθηκαν στο έλεος και στην τύχη τους.

Η γιαγιά μου εν τω μεταξύ πέθανε όταν εγώ ήμουν φαντάρος. Έφθασε γράμμα – θυμάμαι – με εκείνο το λοξό μαύρο σιρίτι (ένδειξη πένθους) στην γωνία του φακέλου, χωρίς να προλάβω να της ζητήσω συγγνώμη. Ο παιδότοπος εγκαταλείφθηκε μόνος και βουβός στο μαύρο του το χάλι να τον σιγοτρώει ο χρόνος ο αμείλικτος. Περνούσα τις προάλλες με το αυτοκίνητο από εκεί όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει και με μια βροχή που έσερνε ποτάμια στους δρόμους. Σταμάτησα για λίγο, έσβησα εντελώς το αυτοκίνητο και είδα τα πλατάνια να χορεύουν στον αέρα φθάνοντας οι κορυφές τους ως τη γη λες και έκαναν προσευχές. Οι σκουριασμένες αλυσίδες γρύλιζαν σαν θεριά που τρώγονται μεταξύ τους. Παράτησαν τη μάχη τα φαντάσματα, σκέφτηκα, και το ’ριξαν στα μονόζυγα και στις κούνιες. Κι ένα σύγκρυο με διαπέρασε από την κορφή ως τα νύχια. Το ομολογώ: ένοιωσα όπως το ελάφι που του έχουν στήσει καρτέρι. Κι αν πω ότι με έζωσαν ολόγυρα αλλά και λίγο πιο απόμακρα από το πλάτωμα του παιδότοπου κι ως τη χαράδρα χαμηλά κάτω εκεί που πλησιάζει και ενώνεται με τη ρεματιά να καταφθάνουν κάτι αντίλαλοι-βουητά, κάτι σαν… κραυγές-θρήνοι να πλησιάζουν μέσα στο μισοσκόταδο και να με κυκλώνουν, δεν θα ήταν υπερβολή. Αλαφιάστηκα και μπήκα σε σκέψεις ανατριχιαστικές…

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
“Εγώ θα ήμουν, κύριε, στο Πολυτεχνείο;”, του Χρήστου Χωμενίδη
«Γηράσκω αεί διδασκόμενος». Έτι δέ μάλλον, διαβιώ τρόπον τινά, καί αενάως εκπληττόμενος, του Κωστή Μεϊντάνη
Καβούρια–Χταπόδια–Αστακοί-Αχιβάδες…, του Νότη Μαυρουδή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.