Επίκαιρα και Ανεπίκαιρα

Οι 10 εβδομάδες που συγκλόνισαν τη χώρα (ολικό): 22 Ιουνίου -29 Αυγούστου 2015, του Γιάννη Καραχισαρίδη

Spread the love

Γιάννης Καραχισαρίδης

Πριν από ένα χρόνο περίπου η Ελλάδα έζησε έναν πολιτικο-κοινωνικό εφιάλτη που δυστυχώς δεν ήταν όνειρο, αλλά η πραγματικότητα. Στο πλαίσιο αυτό ο συνεργάτης του περιοδικού iPorta.gr  Γιάννης Καραχισαρίδης εκπόνησε την ενότητα “Οι 10 Εβδομάδες που συγκλόνισαν τη χώρα” αναλύοντας την κοινωνικο-πολιτική και οικονομική διάσταση της Ελλάδας.

Με αφορμή την επέτειο του ενός χρόνου που πλησιάζει, αλλά και την σημαντικότητα της μελέτης του, δημοσιεύουμε το συνολικό πόνημά του για όλους τους αναγνώστες που δεν διάβασαν ή θέλουν να θυμηθούν τι είχε γράψει. Τον ευχαριστώ θερμά για την εμπιστοσύνη του. 

Καλή σας ανάγνωση.

Τζίνα Δαβιλά

Εβδομάδα 1η

Δευτέρα 22 – Σάββατο 27 Ιουνίου 2015

Πλησιάζει το τέλος της παράτασης. Επιτέλους φτάσαμε στο άγνωστο. Λίγο νωρίτερα από την 30η Ιουνίου που έληγε το πρόγραμμα. Τώρα πλέον όλα τα στοιχήματα είναι υπό αίρεση. Οι προβλέψεις και οι εκτιμήσεις θα είναι πολλές και αντικρουόμενες, καθ’ ότι αυτό που έρχεται δε θα μοιάζει με ότι έχουμε συνηθίσει. Το ευχάριστο είναι ότι ξεμπερδέψαμε με την τεχνητή αισιοδοξία. Την χωρίς νόημα. Ξεμπερδέψαμε και με την αόριστη ελπίδα, που πολλοί εύκολα εμπιστεύτηκαν. Τώρα πλέον μπήκαμε στο πιο αυθεντικό σκοτάδι. Χωρίς φωτάκια στο βάθος του τούνελ κι άλλες τέτοιες εξασφαλίσεις. Και για την ώρα μπορούμε να ποντάρουμε μόνο στην αντοχή και την ανθεκτικότητα.

Το δημοψήφισμα είναι μια υπεκφυγή. Το δημοψήφισμα έχει ως αντικείμενο το  αποτέλεσμα της μέχρι τώρα διαπραγμάτευσης. Αυτή είναι η επίσημη διατύπωση. Αλλά η ανεπίσημη, αυτή που συζητιέται παντού είναι ένα άλλο δίλημμα. Παραμονή στο ευρώ ή εθνικό νόμισμα. Γιατί την 30η Ιουνίου τελειώνει το πρόγραμμα και η δανειακή σύμβαση. Δηλαδή τελειώνει το μνημόνιο. Για όσους δεν κατάλαβαν καλά, την 1η Ιουλίου δε θα υπάρχει μνημόνιο. Δηλαδή θα έχει επιτευχθεί ο μεγάλος στόχος των οπαδών της ρήξης. Τέρμα τα μνημόνια. Αλλά χωρίς μνημόνιο είναι αδύνατο να λάβουμε δανεικά από οπουδήποτε. Και χωρίς δανεικά η χρεοκοπία είναι δεδομένη. Και μάλιστα η άτακτη χρεοκοπία, ότι πιο οδυνηρό δηλαδή μπορεί να συμβεί σε μια χώρα. Οπότε το ερώτημα του δημοψηφίσματος είναι μια υπεκφυγή. Μια ακόμα πράξη τακτικής της κυβέρνησης. Κι αυτό γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ είναι διχασμένος. Θέλει να είναι στην Ευρώπη, αλλά με τους δικούς του όρους. Και επειδή αυτό δε γίνεται, τα μέλη και οι ψηφοφόροι του είτε γέρνουν προς τη δραχμή, είτε πορεύονται με την ελπίδα ότι θα φέρουν την Ευρώπη στα μέτρα τους. Τελικά αυτό ακριβώς που ζούμε είναι ο ορισμός του αδιέξοδου. Κι επειδή ο χρόνος κυλάει και δε καταλαβαίνει από αδιέξοδα, έχει μεγάλο ενδιαφέρον να δούμε τι υπάρχει μετά. Μετά το «αδιέξοδο» που μόνοι μας έχουμε υφάνει στο μυαλό μας.

Ο ακατανόητος καπιταλισμός. Η χώρα μας είναι ένα από τα τελευταία καταφύγια της αριστερής παράδοσης της Ευρώπης. Και μπορεί πολλοί να κατηγορούν την αριστερά ότι έχει ξεμείνει στο παρελθόν. Είναι όμως ταυτόχρονα και ένας πολιτικός και κοινωνικός χώρος που συνεχίζει να ονειρεύεται έναν κόσμο όπου η αδικία θα εξαλειφθεί δια παντός. Αυτά τα όνειρα όμως κατάληξαν να είναι οι παρωπίδες, που την εμποδίζουν να ταξινομήσει τα πολλά και περίπλοκα χαρακτηριστικά του καπιταλισμού. Το μόνο που βλέπει είναι η εκμετάλλευση, η αδικία και η άνευ όρων έφεση για κερδοφορία.  Κι εδώ αρχίζει το μπλέξιμο. Γιατί ο καπιταλισμός δεν είναι μόνον αυτό. Ταυτόχρονα ευνοεί και την ατομική πρωτοβουλία. Και την επιχειρηματικότητα. Και τη καινοτομία. Και συνοδοιπορεί με τον εκπολιτισμό, εδώ και αιώνες. Γιατί στον καπιταλισμό δεν είναι όλα απάτη. Και το πρόβλημα της αριστερής σκέψης και κατά συνέπεια και του ΣΥΡΙΖΑ, είναι ακριβώς αυτό. Δε μπορεί να ξεχωρίσει σε ποιους θύλακες του καπιταλισμού κατοικοεδρεύει η απάτη και η απανθρωπιά και σε ποιους η πρόοδος και η ανάπτυξη.

Χαμένος στη μετάφραση. Ο ΣΥΡΙΖΑ με καλές προθέσεις, επιδιώκει τη κοινωνική δικαιοσύνη και αναζητεί τον πλούτο για να τον φορολογήσει. Έτσι χωρίς δεύτερη σκέψη ανακοινώνει τη φορολογία των κερδοφόρων επιχειρήσεων, νομίζοντας ότι φορολογεί τον πλούτο. Να όμως μια απάντηση που ήρθε από τον ΣΕΒ. «Σε κάθε περίπτωση, η φορολογία των επιχειρήσεων δεν φορολογεί τον πλούτο αλλά αντίθετα την δημιουργία του, και ουσιαστικά φορολογεί την εργασία, καθώς αποθαρρύνει την επενδυτική δραστηριότητα και τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας».

Και τώρα τι κάνουμε; Η κυβέρνηση κατέθεσε τη περίφημη  πρόταση των 47 σελίδων σαν βάση για μια συμφωνία. Αποφεύγοντας βεβαίως να χρησιμοποιήσει την επάρατη λέξη «μνημόνιο». Η κυβέρνηση θεώρησε ότι οι προτάσεις των 47 σελίδων ήταν ένας λογικός συμβιβασμός. Γιατί περιείχαν υποχωρήσεις που θα ικανοποιούσαν τους δανειστές, αλλά υπερασπίζονταν και τις κόκκινες γραμμές που είχε ορίσει. Κι έμεινε με τη βεβαιότητα ότι οι 47 σελίδες θα γίνονταν αμέσως αποδεκτές. Και τώρα δε μπορεί να καταλάβει γιατί αυτό δε συνέβη. Ίσως να χρειάζεται κι άλλος χρόνος μέχρι να συνειδητοποιήσει ότι προσήλθε στις διαπραγματεύσεις, επιδιώκοντας το αδύνατο. Να συνεννοηθεί δηλαδή με ανθρώπους που λειτουργούν με βάση τους κανόνες του καπιταλισμού, ενώ η ίδια τον απορρίπτει στο σύνολο του, μαζί με τη λογική και τις διαδικασίες του. Με άλλα λόγια οι δυο πλευρές μιλούν τελείως διαφορετική γλώσσα. Τώρα πια η κυβέρνηση έχει παγιδευτεί. Ο χρόνος τελείωσε, δεν έπεισε τους δανειστές για το δίκιο της και οι σκληρές διαπραγματεύσεις δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα όπως αρχικά το υπολόγιζε. Τι έμενε λοιπόν; Η επιστροφή στις ρίζες. Επιστροφή στις αφετηρίες της αριστερής κοσμοαντίληψης. Αυτό ακριβώς είναι και το νόημα του δημοψηφίσματος. Να μιλήσει ο λαός. Ανασύρεται από το σεντούκι το μεγάλο φετίχ της αριστεράς. Με την ελπίδα ότι η ακατάλυτη ισχύς της λαϊκής ετυμηγορίας θα κάμψει τις αντιστάσεις των ευρωπαίων. Είναι κατά τη γνώμη τής κυβέρνησης το τελευταίο όπλο και το πιο ισχυρό. Σύντομα όμως θα αποδειχθεί ότι τα πυρά είναι άσφαιρα. Γιατί τα διλήμματα είναι δικά μας κι όχι των ευρωπαίων εταίρων μας. Αυτοί το έχουν ξεκαθαρίσει το θέμα. Δανεικά χωρίς συμφωνία δεν πρόκειται να δοθούν, όσα δημοψηφίσματα κι αν κάνουμε. Δυστυχώς τα πράγματα είναι τόσο απλά.

Οι κανόνες. Αν μελετήσουμε με νηφαλιότητα τους πέντε μήνες των διαπραγματεύσεων μπορούμε να κάνουμε μια διαπίστωση. Τελείως αντίθετη με όσα πιστεύουμε. Θα δούμε δηλαδή, ότι από την αρχή μέχρι το τέλος, οι δανειστές, οι θεσμοί, οι εταίροι μας στην Ευρώπη ποτέ δεν άλλαξαν τη στάση τους. Δεν έπαιξαν κανένα παιχνίδι, δεν είχαν καμιά τακτική στις διαπραγματεύσεις, δεν έκαναν συμμαχίες ή οτιδήποτε άλλο φαντάζεται η πρόθυμη φαντασία μας. Μπορεί σε κάποιους – στους περισσότερους – να μην αρέσουν οι θέσεις τους. Όμως κανένας τακτικισμός δεν υποκρύπτεται. Ενώ αντίθετα εμείς πάντα ασχολούμασταν με τη τακτική και ποτέ με την ουσία. Οι θεσμοί το μόνο που κάνουν είναι να μένουν απόλυτα προσηλωμένοι στους κανόνες. Κάτι που είναι  ακατανόητο για το δικό μας τρόπο σκέψης. Γι αυτό και συνεχώς προσπαθούμε να διακρίνουμε στους συνομιλητές μας σκοτεινούς τακτικούς ελιγμούς. Κι όταν εξαντλούμαστε μ’ αυτή την προσπάθεια το μόνο που μας απομένει είναι να παραφράζουμε τις διάφορες ανακοινώσεις τους. Όπως συνέβη για παράδειγμα με την τελευταία ανακοίνωση του ΔΝΤ. Από την οποία αυτό που καταλάβαμε ήταν ότι η μη καταβολή της δόσης στις 30 Ιουνίου δεν θα είναι ακριβώς ένα πιστωτικό γεγονός. Κι έτσι εύκολα πανηγυρίσαμε. Γιατί στη δική μας κουλτούρα μια αναβολή σημαίνει ματαίωση. Αλλά στο τέλος πάντα έρχεται η στιγμή να καταλάβουμε ότι οι κανόνες είναι κανόνες. Και μπορεί να είμαστε χαρούμενοι που η επίσημη χρεοκοπία πήρε αναβολή για ένα μήνα, αλλά η χρεοκοπία αξιοπιστίας είναι βέβαιο ότι θα συμβεί στις 30 Ιουνίου.

Το νόημα της αυτοκριτικής. Είναι σαφές ότι προοπτική εθνικής συνεννόησης δεν υπάρχει. Και πώς να υπάρξει όταν όποιος κυβέρνησε ή κυβερνάει ισχυρίζεται ότι τα έκανε όλα τέλεια, ενώ όλοι οι άλλοι τα έκαναν όλα στραβά. Όλοι φοβούνται ότι η αυτοκριτική θα έχει πολιτικό κόστος. Γι’ αυτό και την αποφεύγουν. Απλά δεν μπορούν να καταλάβουν  ότι συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όταν αποφεύγουν την  αυτοκριτική τότε έχουν πολιτικό κόστος. Όταν τα πράγματα δε πάνε καλά, οι πολίτες για να δείξουν εμπιστοσύνη θέλουν να καταλάβουν ποια λάθη έγιναν και ποιες παραλείψεις. Και μετά να ακούσουν πώς θα διορθωθεί η πορεία. Και φυσικά όταν λέμε αυτοκριτική δεν εννοούμε την υπεκφυγή με ένα σκέτο meacupla.

 

Όλοι έχουν δίκιο και όλοι έχουν άδικο. Έπειτα στον περίπλοκο κόσμο που ζούμε ισχύει κάτι που φαίνεται παράδοξο, αλλά τελικά είναι λογικό. Αριστεροί, φιλελεύθεροι και σοσιαλιστές όλοι έχουν δίκιο. Αλλά και όλοι έχουν ταυτόχρονα και άδικο. Μοιάζει αντίφαση αλλά δεν είναι. Γιατί τελικά ο κόσμος μέσα στον οποίο ζούμε δεν είναι και τόσο μονοδιάστατος, όπως συχνά τον αντιλαμβανόμαστε. Οπότε η εθνική συνεννόηση δεν πρόκειται να ξεκινήσει πριν ο καθένας να είναι σε θέση να αφουγκραστεί το δίκιο του άλλου. Κάτι πολύ δύσκολο, τουλάχιστον για την ώρα. Γι’ αυτό και βλέπουμε γύρω μας μόνο σκληρές αντιπαραθέσεις.

Η αυριανή μέρα. Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες. Αλλά θα αργήσουν να δώσουν στη συγκυρία τη τελική της μορφή. Θα ζήσουμε γεγονότα ενδιαφέροντα και πρωτόγνωρα. Το δημοψήφισμα δε θα λύσει κανένα πρόβλημα. Για τον απλούστατο λόγο ότι δεν απαντάει στο αγωνιώδες ερώτημα για το πού πάει η χώρα. Είναι η μελαγχολική συνέχεια του εμμονικού διλήμματος μνημόνιο ή ρήξη. Που είναι η μεγαλύτερη παγίδα από τότε που ξεκίνησε η κρίση. Είναι σαν να ρωτάμε αν θέλουμε να μας αποκεφαλίσουν με τσεκούρι ή με σπάθα. Και δυστυχώς νομίζουμε ότι αυτό το παράλογο ερώτημα είναι και το μόνο διαθέσιμο. Θα χρειαστεί πολύς χρόνος και κόπος για να το ακυρώσουμε στη συνείδηση μας. Δυστυχώς αυτό το αδιέξοδο δίλημμα θα φιγουράρει και στα ψηφοδέλτια της Κυριακής. Τσεκούρι ή σπάθα. Αυτές θα είναι οι δύο επιλογές μας. Με δική μας ευθύνη. Γιατί μόνοι μας διατυπώσαμε αυτό το έωλο δίλημμα. Γιατί έχουμε έφεση στα  τραγικά διλήμματα κι υποτιμούμε τις  απλές ερωτήσεις. Όπως για παράδειγμα «πώς θα βγούμε από την κρίση;». Ευτυχώς που η Ευρωπαϊκή Ένωση μας παρατηρεί υπομονετικά. Ευτυχώς που έχει μια άλλη αντίληψη του χρόνου. Κι έτσι παρ’ όλες τις δραματικές αναταράξεις που έρχονται, δε φαίνεται ότι τελικά θα βρεθούμε έξω από την Ευρώπη.

Εβδομάδα 2η

Δευτέρα 29 – Σάββατο 4 Ιουλίου 2015

Η διέξοδος αναβάλλεται. Το δημοψήφισμα δε θα δώσει καμιά λύση. Πρώτα απ’ όλα γιατί το αποτέλεσμα θα είναι οριακό, όπως φαίνεται από τις δημοσκοπήσεις. Κι έπειτα γιατί μας οδήγησε σε ένα παράδοξο παιχνίδι. Οι ψηφοφόροι του «ναι» απαντούν στο ερώτημα ευρώ ή δραχμή και οι ψηφοφόροι του «όχι» απαντούν στο ερώτημα καταστροφικό μνημόνιο ή ανώδυνη συμφωνία. Με άλλα λόγια καταφέραμε να μετατρέψουμε την ασυνεννοησία σε έργο τέχνης. Και η κάθε ομάδα οχυρωμένη στη δική της λογική και στο δικό της ερώτημα παραθέτει επιχειρήματα και πελαγοδρομεί. Είναι προφανές ότι η περιπλάνηση μας στον παράξενο κόσμο που μόνοι μας δημιουργήσαμε θα συνεχιστεί. Και δυστυχώς θα αργήσουμε αρκετά να συντονιστούμε με τις ροές της εποχής μας.

 

Η κυβέρνηση ποτέ δεν είπε ψέματα. Οι κατηγορίες ότι η κυβέρνηση είχε σχέδιο να ναυαγήσουν οι διαπραγματεύσεις, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια επιπόλαιη  ανάγνωση της αντιπολίτευσης. Όποιος πραγματικά πιστεύει ότι η κυβέρνηση είχε αυτή τη πρόθεση, προφανώς δεν γνωρίζει τι είναι και πώς σκέφτεται η Αριστερά. Όταν ο πρωθυπουργός εξήγγειλε το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης πίστευε ακράδαντα ότι θα μπορούσε και να το εφαρμόσει. Πίστευε ότι με τα επιχειρήματα του θα έπειθε τους Ευρωπαίους. Πίστευε ότι η πολιτική διαπραγμάτευση θα ήταν το κλειδί. Κι ότι οι δανειστές θα άκουγαν τη φωνή της λογικής. Όπως αυτός την αντιλαμβανόταν.  Έριξε όλο το βάρος του στην τακτική, χωρίς να γνωρίζει ότι στην Ευρώπη η τακτική δε παίζει κανένα ρόλο. Κι έτσι η κυβέρνηση της Αριστεράς έφτασε στο αδιέξοδο όχι γιατί είπε ψέματα, αλλά γιατί η κοσμοαντίληψη της την εμποδίζει να κατανοήσει την εποχή μας και την οδηγεί μόνιμα σε πλάνες. Αλλά ψέματα δεν είπε ούτε ο Παπανδρέου, ισχυριζόμενος ότι «λεφτά υπάρχουν», ούτε ο Σαμαράς στις εξαγγελίες του στο Ζάππειο. Πίστευαν σε ότι έλεγαν. Όπως κι ο Βενιζέλος πίστευε ότι έδινε μάχη διώχνοντας την τρόικα. Κανείς τους δεν είπε ψέματα. Αλλά και κανείς τους δεν μπορούσε να αφομοιώσει το αληθινό νόημα της κρίσης. Κανείς τους δεν μπορούσε να πάρει τη μεγάλη πρωτοβουλία. Τη ρήξη με τις δομές στο εσωτερικό της χώρας.

 

Απλά μαθήματα παγκοσμιότητας και πολυπλοκότητας. Ο κόσμος πια είναι άρρηκτα συνδεδεμένος. Παλιά δεν ήταν έτσι. Τώρα είναι. Ο παγκόσμιος ιστός είναι χωρίς διακοπές online. Και πάνω απ’ όλα το χρήμα ποτέ δε κοιμάται. Βρίσκεται σε μια αέναη κίνηση, χωρίς καμιά ανάπαυση. Η δυνατότητα nonstopεπικοινωνίας και η δυνατότητα να συναλλάσσεσαι με το άλλο άκρο της Γης οποιαδήποτε στιγμή του 24ώρου, είναι αυτό που συνοπτικά αποκαλούμε «παγκοσμιοποίηση». Πολλοί τη θεωρούν κατάρα, αλλά η ίδια η παγκοσμιοποίηση δεν αντιλαμβάνεται αυτές τις εναντιώσεις και συνεχίζει να δικτυώνει τον πλανήτη ολοένα και περισσότερο και με όλο και πιο σύνθετη τεχνολογία. Οι τράπεζες δεν είναι πια τα κτίρια, ούτε τα ATMπου προεξέχουν. Είναι ένας παράξενος και δυσνόητος παγκόσμιος σχηματισμός. Είναι αδύνατο να απομονώσεις τη δική σου τράπεζα απ’ τους διεθνείς χρηματοπιστωτικούς ιούς που κυκλοφορούν. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να κατανοείς και να προσαρμόζεσαι αναζητώντας οφέλη. Αλλά και οι κοινωνίες πια δεν είναι απλοϊκά ταξικές. Είναι πολύπλοκες, με πολλές διαστρωματώσεις και αλληλοεξαρτήσεις. Στα παλιά κάστρα αρκούσε να έχεις εφόδια για να αντέξεις μια πολιορκία. Αλλά το να λένε οι κυβερνητικοί ότι έχουμε επάρκεια σε καύσιμα, προφανώς δεν κατανοούν σε ποια εποχή ζουν. Τους κατατρέχει μια επικίνδυνη νοσταλγία παρωχημένων εποχών.

 

Ο σκληρός πυρήνας της ψευδαίσθησης. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι η Αριστερά σέβεται παραδοσιακά τη δημοκρατία. Στο μυαλό της, δημοκρατία είναι η θέληση της πλειοψηφίας του λαού. Και θεωρεί ότι η ετυμηγορία του λαού πρέπει να είναι σεβαστή απ’ όλους. Σωστά όλα μέχρι εδώ. Όταν όμως η δική μας δημοκρατία συνομιλεί με την Ευρώπη, θα πρέπει να παίρνει υπ’ όψη της και το ευρωπαϊκό κεκτημένο. Δηλαδή τους λειτουργικούς κανόνες που έχει συσσωρεύσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στη πορεία προς την ολοκλήρωση της. Η Αριστερά θεωρεί ότι αυτοί οι κανόνες θα πρέπει να υποτάσσονται στις δημοκρατικές διαδικασίες της δικής μας χώρας. Κι επειδή αυτό δε συμβαίνει, η κυβέρνηση διαμαρτύρεται. Γιατί αδυνατεί να κατανοήσει το νόημα μιας συνένωσης δημοκρατικών χωρών. Γιατί πιστεύει ότι και οι άλλοι λαοί, των άλλων χωρών της Ένωσης σκέφτονται πανομοιότυπα με εμάς. Κι ότι το δικό μας «όχι» είναι αυτονόητα και δικό τους «όχι». Αυτή η ισχυρή ψευδαίσθηση  είναι που οδηγεί την αριστερά σε σειρά λανθασμένων εκτιμήσεων. Η αποκατάσταση της αλήθειας θα γίνει όταν αποδειχθεί ότι το δημοψήφισμα δεν άσκησε καμιά απολύτως επιρροή στους λαούς και τις κυβερνήσεις της Ευρώπης.

 

 

Ένα πρωταρχικό ερώτημα. Τα βάσανα που προκαλούν τα μνημόνια ήταν πάντα στο επίκεντρο. Κι έτσι ποτέ δε βρίσκαμε το χρόνο να θέσουμε με ειλικρίνεια στον εαυτό μας το βασικό ερώτημα: Οι Ευρωπαίοι δανειστές είναι φίλοι ή εχθροί; Θέλουν να μας εκμεταλλευτούν ή είναι ειλικρινά αλληλέγγυοι; Ποτέ δε δώσαμε μια σταθερή και μόνιμη απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, γιατί ποτέ δε το θέσαμε ευθαρσώς. Πότε λέγαμε το ένα και πότε το άλλο, ανάλογα με το πού φυσούσε ο άνεμος της επικαιρότητας. Ή ανάλογα πώς μας βόλευε τη κάθε στιγμή. Και το ερώτημα φυσικά δεν αφορά τους πολέμιους της Ένωσης και του ευρώ. Αυτοί έχουν αποφασίσει. Αφορά εκείνους που επιθυμούν τη παραμονή μας στο σύστημα. Και που οι περισσότεροι πορεύονται αμφιταλαντευόμενοι και αναποφάσιστοι.

 

 

Η διπροσωπία των Ευρωπαϊστών. Η συντριπτική πλειοψηφία εκείνων που θα ψηφίσουν «ναι» στο δημοψήφισμα τρέφουν ταυτόχρονα μια αποστροφή για τους δανειστές και πιο πολύ για το ΔΝΤ. Σε όλα τα χρόνια της πενταετούς κρίσης, οι περισσότεροι ευρωπαϊστές σε καμιά στιγμή δεν είδαν την ανάγκη για ένα μνημόνιο σαν μια ευκαιρία για να αλλάξουν τη χώρα. Θεωρούσαν πάντα ότι το μνημόνιο είναι ξένο σώμα. Ένα βάρος που μάς το επέβαλλαν ξένοι σκληροί δανειστές. Απλά το ανεχόντουσαν γνωρίζοντας ότι ο δρόμος της ρήξης θα οδηγούσε σε τραγωδία. Όμως έτσι με έναν έμμεσο τρόπο ομονοούσαν με τις κραυγές των εθνικιστών και την τυφλή αντίσταση της Αριστεράς, που είχαν στήσει τον δικό τους ανένδοτο αντιευρωπαϊκό αγώνα. Έτσι χάθηκε ο χρόνος. Στη ατολμία και στην αβεβαιότητα των ευρωπαϊστών κυρίως οφείλεται ότι το κράτος παρέμεινε ανέγγιχτο. Το ίδιο και το φορολογικό σύστημα, οι χρονοβόρες διαδικασίες της δικαιοσύνης, η βαθειά αντιαναπτυξιακή γραφειοκρατία και όλα τα παρεμφερή. Οι ευρωπαϊστές, όπως και οι αντιευρωπαϊστές, έβλεπαν πάντα εχθρούς και υπονομευτές στο στρατόπεδο των δανειστών. Και είναι απορίας άξιο. Πώς κάποιος να θέλει να μείνει στην Ευρώπη και ταυτόχρονα να τη θεωρεί παρακμασμένη, καταπιεστική και επικίνδυνη;

 

 

Το χρέος ως υπεκφυγή. Η Λαγκάρντ το είπε ξεκάθαρα. Το χρέος δεν είναι βιώσιμο γιατί δεν υπάρχει ανάπτυξη. Και για να ρυθμιστεί το χρέος θα πρέπει πρώτα να γίνουν οι μεταρρυθμίσεις που θα ανοίξουν το δρόμο της ανάπτυξης. Το ίδιο είπε κι ο «απεχθής» για τους πολλούς Σόιμπλε. Το ίδιο λένε όλοι οι Ευρωπαίοι. Το θέμα είναι τόσο ξεκάθαρο. Παρ’ όλα αυτά ξοδεύουμε το χρόνο μας σε ατέλειωτες συζητήσεις για το χρέος. Όμως το χρέος όσο και να κουρευτεί χωρίς ανάπτυξη πάντα θα είναι μη βιώσιμο. Οπότε με την ανάπτυξη τι γίνεται; Αλλά κι αυτό λυμένο το έχουμε. Όλοι την επιθυμούν και όλοι την προσδοκούν. Η ανάπτυξη είναι το όνειρο του συνόλου των πολιτικών κομμάτων. Μόνο που όλοι μένουν στη λέξη. Που μοιάζει με μια λαμπερή, φωτεινή επιγραφή που αναβοσβήνει. Κι από κάτω αναβοσβήνει η «μεταρρύθμιση», άλλη μια θελκτική και σεβαστή λέξη που μας αρέσει να τη χρησιμοποιούμε. Κι έτσι φτάσαμε πρόχειρες κι επιπόλαιες πρωτοβουλίες να τις μετονομάζουμε μεταρρυθμίσεις. Χωρίς σχέδιο και χωρίς ειρμό. Πιάνουμε το ένα κι αφήνουμε το άλλο, πλατσουρίζοντας στην αναποτελεσματικότητα. Κόβουμε και ράβουμε, μπαλώνουμε και ξηλώνουμε, νομίζοντας ότι κάνουμε μεταρρυθμίσεις. Και αφού είδαμε κι αποείδαμε, ότι όλα αυτά δεν οδηγούν πουθενά, τα αφήνουμε όλα στην άκρη και ασχολούμαστε με το χρέος. Αλλά τελικά το πρόβλημα δεν είναι αν το χρέος είναι βιώσιμο. Το πρόβλημα είναι ότι η χώρα δεν είναι βιώσιμη έτσι που είναι διαρθρωμένη. Κι όσο θα κλωθογυρίζουμε γύρω από τα μνημόνια, τις δημοσιονομικές προσαρμογές και τις ανερμάτιστες μεταρρυθμίσεις τόσο θα μονιμοποιείται το αδιέξοδο. Κι επειδή έτσι δε θα αναστρέφεται η αρνητική σπείρα της φτωχοποίησης, θα καταλήγουμε να επιζητούμε τη συμπόνια της οικουμένης, μπας και σωθούμε. Θα κλαψουρίζουμε μίζεροι και μοιραίοι, αναζητώντας τη παγκόσμια λύπηση.

 

 

Το αύριο όπως πάντα πλησιάζει. Η ανηφόρα είναι μεγάλη κι έχει πολλές στροφές ακόμα. Η κυβέρνηση όταν θα πάει να διαπραγματευτεί με το «όχι» ή το «ναι» του λαού στις αποσκευές της, θα καταλάβει για πολλοστή φορά ότι οι Ευρωπαίοι δεν ενδιαφέρονται για κανένα δημοψήφισμα, παρά μόνο για τις λύσεις που έχει να προτείνει. Λαϊκή ετυμηγορία χωρίς λύσεις είναι μια ακατανόητη έννοια. Μένει να δούμε πώς θα αντιδράσει η κυβέρνηση όταν θα αντικρίσει κλειστές πόρτες. Πολλοί ζουν με την ψευδαίσθηση ότι στις 30 Ιουνίου διώξαμε τα μνημόνια. Και δε μπορούν να κατανοήσουν το απλούστατο. Ότι ένα μνημόνιο  ακυρώνεται μόνο όταν παύσεις να έχεις ανάγκη από δανεικά κι όχι φυσικά όταν είσαι χρεοκοπημένος και με κλειστές τράπεζες. Πάντως κίνδυνος να αποφασίσει η κυβέρνηση μετάβαση στη δραχμή δεν υπάρχει. Τέτοιου είδους πραξικόπημα είναι έξω απ’ την ατζέντα της. Οπότε απ’ ότι καταλαβαίνουμε όλοι, και την αυριανή ημέρα ο γόρδιος δεσμός θα παραμείνει άλυτος.

 

Το μυστικό της αλλαγής. Το μυστικό της αλλαγής είναι να βάζεις όλη σου την ενέργεια, όχι στο να πολεμάς το παλιό, αλλά στο να χτίζεις το καινούριο.  Αυτό είναι το μήνυμα που έστειλε ο παλιός αμερικάνος μπασκετμπολίστας Ντέηβιντ Ρίβερς για να μας συμπαρασταθεί. Διευκρινίζοντας ότι η προτροπή ανήκει στον Σωκράτη.   

 

Εβδομάδα 3η

Δευτέρα 6 – Σάββατο 11 Ιουλίου 2015

 

Επίκαιρα και ανεπίκαιρα. Η επικαιρότητα εγκλωβίζει τον συναισθηματισμό μας. Προσδοκίες, ελπίδες, θυμός κι οργή, φόβος και θάρρος, όλα αυτά τα έντονα συναισθήματα αναδύονται από τη διαδοχή των γεγονότων. Μια άσκηση του θυμικού μας. Και μπλεγμένοι στα γρανάζια της επικαιρότητας εκλαμβάνουμε τη κάθε εξέλιξη που έρχεται ως μόνιμη και καθοριστική για το μέλλον. Χαμένοι σε δηλώσεις, εκτιμήσεις, υπονοήσεις, ερμηνείες, ακόμα και για τη πιο ελάχιστη μεταβολή. Αυτή την εβδομάδα στο κέντρο της επικαιρότητας ήταν η συνεδρίαση της Βουλής. Όταν τελείωσε η ψηφοφορία για την εξουσιοδότηση της κυβέρνησης, πολλοί υπέθεσαν ότι οι δύσκολες μέρες τέλειωσαν. Σε ότι αφορά την επικαιρότητα πράγματι έτσι είναι. Η ανεπίκαιρη ματιά όμως καταλαβαίνει ότι είναι μακρύς ο δρόμος.

Σύγχυση κι όχι διχασμός. Πολλοί αντιμετώπισαν το δημοψήφισμα ως αιτία διχασμού. Έτσι ερμήνευσαν τις σκληρές αντεγκλήσεις της προηγούμενης εβδομάδας.  Αυτό που συνέβη όμως ήταν μια ακόμα τυπική νεοελληνική σκιαμαχία. Ένα συνηθισμένο σκηνικό όπου όλοι μιλάνε χωρίς να ακούνε. Από τη μια η αγωνία των υποστηρικτών του «ναι» κι από την άλλη η αυτοπεποίθηση και ένα αλαζονικό αίσθημα δικαίου των υποστηρικτών του «όχι». Και όλοι αντιμετώπιζαν το δημοψήφισμα σαν ήταν το οριστικό και αμετάκλητο τέλος μιας διαδρομής. Σαν όλα να εξαρτιόνταν από το «ναι» ή το «όχι». Ενώ στη πραγματικότητα ήταν ένα δημοψήφισμα που δεν μπορούσε να αποφασίσει απολύτως τίποτα. Ένα ενδιάμεσο μετέωρο βήμα. Κι όταν ήρθε το απρόσμενο αποτέλεσμα, του 62%, που κανείς δεν το περίμενε, τότε όλα αμέσως καταλάγιασαν. Οι ευρωπαϊστές αιφνιδιασμένοι απολογούνταν για το μικρό ποσοστό και οι υπερασπιστές της εθνικής υπερηφάνειας απολάμβαναν τον προσωρινό τους θρίαμβο. Κι όλοι έμοιαζαν σα φιγούρες από το παρελθόν. Κανένας διχασμός. Μόνο ακόμα μεγαλύτερη σύγχυση.

Εκεί που συναντήθηκαν όλοι. Τη μοιραία μεταμεσονύχτια συνεδρίαση της Βουλής, τα ξημερώματα της 10ης Ιουλίου, όλοι την αντιμετώπισαν με ανακούφιση. 251 βουλευτές είπαν «ναι» στη συμφωνία. Ένας παράξενος συγχρωτισμός ανθρώπων που τα τελευταία χρόνια συγκρούστηκαν μεταξύ τους για λάθος λόγους και με περίσσιο πάθος. Και παρ’ όλη την αμηχανία, όλα έμοιαζαν με εθνική συνεννόηση. Μια συνεννόηση όμως που θα είναι σίγουρα πρόσκαιρη. Αλλά εκείνο το σημαδιακό ξημέρωμα έκρυβε κι ένα άλλο νόημα, που κανείς δε ήταν πρόθυμος να το προσέξει. Μπροστά στα μάτια μας ξετυλιγόταν η τρίτη και τελευταία μέρα της μαρμότας. Πέντε χρόνια πορευθήκαμε με το ίδιο έργο και τώρα έπεφταν οι τίτλοι του τέλους. Την οριστική αυλαία την έριξε η κυβέρνηση της Αριστεράς, γιατί αυτή ήταν και η τελευταία αντιμνημονιακή εφεδρεία που απέμεινε. Η κυβέρνηση ακολούθησε τον ίδιο δρόμο με τις κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά. Απ’ το αντιμνημόνιο στο μνημόνιο και από τις παροχές στις περικοπές. Έτσι λοιπόν σ’ εκείνο το ξημέρωμα, στη Βουλή των Ελλήνων, σε εκείνη την ψηφοφορία του εξαναγκασμού, συναντήθηκαν όλοι, μ’ ένα παράξενο συναίσθημα. Όλοι με τις δικές τους ενοχές. Όλοι με το ίδιο παρελθόν. Πρώτα αντίσταση και μετά συνθηκολόγηση για τη σωτηρία της πατρίδας. Ο καθένας στον καιρό του κι ο καθένας με τον τρόπο του. Και τώρα όλοι μαζί. Τις τελευταίες πύρινες αντεγκλήσεις εκείνης της αξέχαστης συνεδρίασης, τις συνόδευε μια υπόκωφη σιωπή.

 

Όλοι μαζί σε λάθος μονοπάτι. Γιατί όμως αυτή η χώρα επί πέντε ολόκληρα χρόνια σώζεται και κάθε φορά στο χείλος του γκρεμού τη βρίσκουμε; Όλοι πριν υπογράψουν, μας διαβεβαίωναν ότι κατέχουν τον τρόπο να μας βγάλουν στο ξέφωτο. Και μόλις υπέγραφαν προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι το δίλημμα «μνημόνιο-ρήξη» είναι πλαστό. Υπονοώντας ότι δεν υπάρχει δίλημμα παρά μόνο η λύση του μνημονίου. Στο τέλος ο καθένας θεωρούσε το δικό του μνημόνιο καλύτερο απ’ το προηγούμενο. Εν τω μεταξύ και οι τρεις κυβερνήσεις της πενταετίας μιλούσαν με πάθος για μεταρρυθμίσεις, αλλά στη πράξη τίποτα. Όχι γιατί έλεγαν ψέματα και κορόιδευαν τους πολίτες. Απλά δε μπορούσαν. Απλά δεν ήξεραν τον τρόπο. Γιατί όλοι έψαχναν εκείνο το παράξενο είδος των μεταρρυθμίσεων που τελικά δεν αλλάζει τίποτα. Όλοι τους μιλούσαν για μεταρρυθμίσεις, υπηρετώντας όμως την απόλυτη ακινησία. Και ξέπεφταν στη μόνη εναλλακτική λύση. Μέτρα και κόντρα μέτρα και μέτρα πάνω στα μέτρα. Δημιουργώντας ταυτόχρονα έναν τεράστιο όγκο ασύνδετης νομοθεσίας.  Ένα νέο σύνολο κανόνων, διατάξεων και εγκυκλίων, που προστέθηκε στον λαβύρινθο που ήδη υπήρχε και πιο πριν. Κι όλα αυτά σχημάτισαν έναν ζουρλομανδύα, που μας κρατάει ακίνητους και ανήμπορους. Γι’ αυτό κι ο δρόμος είναι μακρύς και μοιάζει ατελείωτος.

 

Αυτό που μας ενώνει δεν οδηγεί πουθενά. Αυτό που μας ενώνει, άσχετα από «ιδεολογίες» και πολιτικές τοποθετήσεις, είναι δυστυχώς μια συλλογική τύφλωση. Ότι δηλαδή είμαστε οι μόνιμα αδικημένοι. Κι αυτοί που μας αδικούν σε όλη τη διάρκεια της κρίσης είναι πρώτα απ’ όλα το ΔΝΤ κι έπειτα μια σκληρή συμμαχία Ευρωπαίων εταίρων που θέλει να μας πετάξει έξω από το ευρώ κι έξω από την ΕΕ. Αυτό συζητάμε συνέχεια και μ’ αυτό τρεφόμαστε όλοι χωρίς εξαίρεση. Και ένα ισχυρό επιχείρημα, που ήρθε για να συντηρήσει αυτή τη πλάνη, είναι οι λάθος πολλαπλασιαστές του ΔΝΤ. Βιαστικά και χωρίς δεύτερη σκέψη υιοθετήσαμε το υποτιθέμενο λάθος του ΔΝΤ. Για μια ακόμα φορά αναζητήσαμε το δίκιο μας στο λάθος κάποιου άλλου. Και δυστυχώς όλοι υποδεχθήκαμε με ανακούφιση αυτό το νέο, γιατί μας βοήθησε να αθωωθούμε. Αλλά όπως πάντα επαναπαυτήκαμε στην επικεφαλίδα, ενώ το περιεχόμενο για άλλα μας πληροφορούσε. Ότι δηλαδή οι πολλαπλασιαστές δεν επιβεβαιώθηκαν για τον απλούστατο λόγο ότι εμποδίσαμε όλες ανεξαιρέτως τις μεταρρυθμίσεις, που θα οδηγούσαν στην ανάπτυξη. Και χωρίς ανάπτυξη κανένας πολλαπλασιαστής δεν έχει νόημα. Σε άλλες χώρες με μνημόνιο οι πολλαπλασιαστές επαληθεύτηκαν και μάλιστα γρηγορότερα απ’ ότι υπολογίζονταν. Τελικά αυτό που μας ενώνει είναι η βεβαιότητα ότι πορευόμαστε ανάμεσα σε εχθρούς. Αντί να μας ενώνει το μόνο αίτημα που έχει νόημα: Ανάπτυξη, ανάπτυξη, ανάπτυξη.

 

Το πιο ισχυρό νόμισμα του κόσμου. Άλλοι λένε ότι είναι το δολάριο, άλλοι η στερλίνα. Άλλοι μιλάνε για το γιεν κι άλλοι για το γουάν. Και φυσικά πάντα υπάρχει και το ευρώ. Όμως όχι. Το ισχυρότερο νόμισμα του κόσμου είναι η εμπιστοσύνη. Όλα τα χρηματικά αποθέματα από κάθε γωνιά της γης ψάχνουν ασφαλείς προορισμούς για να επενδυθούν. Δεν προσδοκούν μεγάλα και γρήγορα κέρδη. Αλλά ασφαλές περιβάλλον. Μια χώρα είναι πλούσια αν την εμπιστεύεται το παγκόσμιο χρήμα. Αν την επιλέγει. Κι ας τελειώνουμε πια με την εμμονή ότι στις αγορές κρύβονται όλοι οι κλέφτες του κόσμου. Αγορές είναι και τα ασφαλιστικά ταμεία των κρατών που δίνουν συντάξεις. Κι ας καταλάβουμε πια ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης μπορεί να γονατίσει γιγάντιες εταιρίες ή – όπως καλά το ξέρουμε – και κράτη ολόκληρα. Και δυστυχώς η χώρα μας δεν έχει παρά ελάχιστα αποθέματα από αυτό το ισχυρό νόμισμα.

 

 

Και πάλι ο ακατανόητος καπιταλισμός. Ο καπιταλισμός ήταν πάντα ο αποδιοπομπαίος τράγος στη χώρα μας. Αναποδογυρίζοντας την πραγματικότητα, οι περισσότεροι πιστεύουμε ότι η διαφθορά είναι προϊόν του καπιταλισμού κι ότι το κράτος και οι λειτουργοί του είναι τα θύματα. Πιστεύουμε οι περισσότεροι ότι ο ανταγωνισμός φθείρει την ανθρωπιά μας. Πιστεύουμε γενικά ότι ο καπιταλισμός γεννήθηκε για τη καταστροφή. Και φυσικά ποτέ δεν έχουμε συζητήσει τη διαφορά του αναπτυξιακού καπιταλισμού με τον παρασιτικό. Χωρίς να το καταλάβουμε όμως επιλέξαμε τον δεύτερο που μας βόλευε και τον αναμίξαμε με ένα υπέρογκο και ευάλωτο κράτος. Θεσμοθετήσαμε ένα πλήθος παροχών κι όταν έκλεισαν οι κάνουλες που τις χρηματοδοτούσαν, πάλι κατηγορήσαμε τις ληστρικές αγορές και τον ασύδοτο καπιταλισμό. Στον οποίον πλέον προσδίδουμε ηθικά κι όχι οικονομικά χαρακτηριστικά. Είναι καλός όταν μας προσφέρει ευμάρεια  και είναι τέκνο του διαβόλου όταν μας την αφαιρεί.

 

 

Είναι μακρύς ο δρόμος. Μπορεί οι 10 εβδομάδες να συγκλονίσουν τη χώρα.  Το πιθανότερο είναι να έχουμε και μία συμφωνία. Καλή, κακή, αδιάφορο. Γιατί δεν είναι αυτό το κυρίως θέμα μας. Το κυρίως θέμα μας είναι να βρούμε μιαν απάντηση. Στο μόνο ερώτημα που έπρεπε να μας απασχολεί. Τι ακριβώς πρέπει να κάνουμε για να μετακινηθούμε από τη στασιμότητα και την ηττοπάθεια, στην ανάπτυξη και στην πρόοδο. Για την ώρα όμως αρνούμαστε καν να διατυπώσουμε το ερώτημα. Γι’ αυτό και ο δρόμος θα είναι μακρύς. Γιατί θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να κατανοήσουμε ότι η Ευρώπη μάς αντιμετωπίζει μόνο με αλληλεγγύη και χωρίς κανενός είδους τιμωριτική διάθεση. Γιατί θα περάσει πολύς καιρός μέχρι να κατανοήσουμε ότι αν δεν υπήρχε αυτή η αλληλεγγύη οι τράπεζες θα είχαν εξαερωθεί κι εκεί έξω θα βρίσκαμε μόνο τοκογλυφικά δάνεια.  Γιατί θα περάσει πάρα πολύς καιρός μέχρι να κατανοήσουμε ότι καμιά ανάπτυξη δε θα πετύχουμε, όσα αναπτυξιακά πακέτα κι αν μας δώσουν, αν δεν αλλάξουμε ριζικά τις δομές του κράτους. Γιατί θα περάσει πάρα πολύς καιρός μέχρι να κατανοήσουμε ότι η διαφάνεια δεν είναι ένα ηθικό θέμα, αλλά εξαρτάται από το πόσο καλά είναι οργανωμένη η κοινωνία μας. Είναι μακρύς ο δρόμος. Και οι 10 εβδομάδες δε φτάνουν ούτε για αρχή.

 

Εβδομάδα 4η

Δευτέρα 13 – Σάββατο 18 Ιουλίου 2015

 

Τέσσερις εβδομάδες πέρασαν και μοιάζουνε αιώνες. Το δημοψήφισμα μοιάζει πολύ μακρινό. Στο τέλος του Ιουνίου βιώσαμε ένα είδος χρεοκοπίας. Κυρίως χρεοκοπία της αξιοπιστίας μας. Τις κλειστές τράπεζες σχεδόν τις έχουμε συνηθίσει και οι ουρές λιγόστεψαν. Το τρίτο μνημόνιο δεν υπογράφηκε ακόμα, αλλά οι προετοιμασίες ξεκίνησαν. Το κυβερνών κόμμα διασπάστηκε και προαλείφονται εκλογές μέσα στο έτος. Τώρα όλα μοιάζουν πιο ήσυχα και πιο δρομολογημένα. Στους περισσότερους φαίνεται ότι η ένταση καταλάγιασε κι ένας ακόμα δύσκολος κύκλος έκλεισε. Όμως όχι. Τα φαινόμενα απατούν. Οι πραγματικές δυσκολίες είναι μπροστά μας. Γιατί συνεχίζουμε να βαδίζουμε ανάποδα. Να αντιδικούμε για λάθος θέματα. Να προσδοκούμε διεξόδους που δεν υπάρχουν. Να νομίζουμε ότι κρατάμε το κλειδί που θα μας βγάλει από την κρίση. Αλλά δυστυχώς το κλειδί ανοίγει τη λάθος πόρτα.

 

Καμιά τακτική δεν μπορεί να ξεγελάσει τη μοίρα. Η Αριστερά γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει τακτική. Πέρασε δεκαετίες ολόκληρες στη σκιά και στη παρανομία κι έχει ασκηθεί στους τακτικούς ελιγμούς. Η διαχείριση του δημοψηφίσματος είναι μια ακόμα απόδειξη αυτής της επιδεξιότητας. Αλλά και η διαδικασία της εξάμηνης διαπραγμάτευσης είναι ένα τέτοιο δείγμα. Ενώ όλοι  κατηγορούσαν τους κυβερνώντες ότι ξόδευαν αλόγιστα τον χρόνο, εκείνοι  συνέχιζαν, γιατί πρόθεση τους ήταν να διαδώσουν στο διεθνές ακροατήριο τον ιδιότυπο ευρωσκεπτικισμό τους. Προσπαθούσαν να αναδείξουν το αδιέξοδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ενώ ταυτόχρονα την υποστήριζαν με πάθος, με άλλη όμως μορφή. Χρησιμοποιούσαν δηλαδή τις διαπραγματεύσεις για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. Κατάφερναν να εναλλάσσουν με ευκολία τη πίστη τους στο ευρώ με τις σφοδρές ενστάσεις τους για την ευρωζώνη, προκαλώντας νευρικότητα στους συνομιλητές τους. Ίσως στα πλαίσια της τακτικής τους να άφησαν να επέλθει ο έλεγχος κεφαλαίων στις τράπεζες, προσπερνώντας το όριο της 30ης Ιουνίου. Ίσως πάλι δεν προέβλεψαν τις συνέπειες λόγω της ελάχιστης εξοικείωσης με τους κανόνες. Όμως και η συμφωνία της τελευταίας στιγμής ήταν ένας ακόμα τρόπος χειραγώγησης. Γιατί η τελική ανακούφιση επισκίασε τις δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις της κυβερνητικής τακτικής. Στις εβδομάδες που θα έρθουν θα βιώσουμε κι άλλες τακτικές ακροβασίες. Θα συνεχίζουν να μας εκπλήσσουν, αλλά και να μας μπερδεύουν. Μόνο που καμιά τακτική δε μπορεί να ξεγελάσει τη μοίρα. Όταν το μέλλον θα καταφθάσει κανένας τακτικός ελιγμός δεν θα μπορέσει να περισώσει πεποιθήσεις και στρατηγικές, που οδηγούν στο πουθενά.

 

Η θεωρία του μικρότερου κακού. Ίσως είχε δίκιο ο Γουλιέλμος του Όκαμ όταν υποστήριζε ότι η απλούστερη εξήγηση είναι και η πιο αξιόπιστη. Οπότε, χωρίς περίπλοκους υπαινιγμούς και συνομωσίες, ας διαλέξουμε την πιο απλή εξήγηση, για όλα όσα μας συμβαίνουν: Από δική μας ευθύνη, αλλά και σε συνδυασμό με τη παγκόσμια κρίση του 2008, χάσαμε το δικαίωμα να δανειζόμαστε από τις αγορές για να χρηματοδοτούμε το χρέος μας. Δανεικά μάς έδωσαν τελικά οι εταίροι μας στην ΕΕ, με τον όρο να αποκαταστήσουμε τις δυσλειτουργίες της οικονομίας. Απ’ αυτή την απλή συμφωνία – που κι άλλες χώρες την έκαναν – ξεκίνησε η Οδύσσεια των μνημονίων. Από τότε μέχρι σήμερα δε βρήκαμε τον τρόπο να διορθώσουμε ότι εμποδίζει την ανάπτυξη. Με αποτέλεσμα να βολοδέρνουμε μέσα στη συνεχιζόμενη κρίση και να μη μπορούμε να βρούμε το μονοπάτι της εξόδου. Αυτό είναι το πρόβλημα σε όλη του την απλότητα. Αν όλοι συμφωνούσαμε σ’ αυτό, τότε με νηφαλιότητα και σαφήνεια θα ψάχναμε για τη λύση του. Μια λύση που με ασφάλεια θα μας έβγαζε από τη κρίση. Τότε θα βρίσκαμε κι ένα νόημα στις θυσίες που θα ήταν ανάγκη να κάνουμε. Δυστυχώς όμως όλα αυτά τα χρόνια, κάτω από την επήρεια άγνοιας και ιδεολογικών εμμονών, ακούστηκαν πολλές αντικρουόμενες φωνές, που προκάλεσαν σύγχυση. Και οι περισσότεροι είτε ξέμειναν σε γενικολογίες, είτε  διατύπωσαν ελιτίστικες λύσεις που δίχαζαν τους πολίτες. Κι έτσι, όσο καμιά ρεαλιστική διέξοδος δεν είναι ορατή, πληθαίνουν και οι φωνές που θέλουν να τα γκρεμίσουν όλα. Και μπροστά σ’ αυτό το αδιέξοδο πέσαμε στη παγίδα ενός διλήμματος. Οι δύο επιλογές ήταν ή το σκληρό μνημόνιο ή η καταστροφή. Κι ήταν φυσικό πάντα να διαλέγουμε το μικρότερο κακό, δηλαδή το μνημόνιο, για να αποφύγουμε το μεγαλύτερο, που ήταν η καταστροφή. Αλλά δεν υπάρχει κανείς που να αντέχει σε μόνιμη βάση μια κακή επιλογή, για να γλιτώσει από μια χειρότερη. Κανείς δε γίνεται άπραγος, σκυφτός και μοιραίος, να μπουσουλάει αιώνια. Γι’ αυτό και δε μπορεί, κάποια στιγμή με κάποιο ρεαλιστικό ή μεταφυσικό τρόπο θα αφήσουμε πίσω μας αυτό το καταστροφικό δίλημμα που μας ταλανίζει όλα αυτά τα χρόνια. Και θα κάνουμε το επόμενο βήμα.

 

Και τα τρία μνημόνια είναι madeinGreece.  Όταν μια χώρα βρίσκεται σε  ανάγκη και ζητάει βοήθεια από τους ευρωπαϊκούς  θεσμούς, είναι υποχρεωμένη να προτείνει η ίδια και τη λύση. Τότε μόνο μπαίνει σε συζήτηση το θέμα της. Κανείς άλλος εταίρος δεν επιτρέπεται να προτείνει τη δική του λύση, για λογαριασμό της ενδιαφερόμενης χώρας. Αυτός είναι κανόνας. Και οι κανόνες στην Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απαράβατοι και χωρίς εξαιρέσεις. Σίγουρα έχουμε ακούσει το eurogroupνα λέει ότι περιμένει τις ελληνικές προτάσεις. Και μόνο όταν αυτές κατατεθούν αρχίζει η συζήτηση. Αν διαπιστωθεί ότι κάποιες από τις προτάσεις δεν είναι αξιόπιστες, τότε οι εταίροι δεν προτείνουν οι ίδιοι. Αλλά ζητούν από την ενδιαφερόμενη χώρα εναλλακτικές ισοδύναμες προτάσεις. Πάνω στην άγνοια αυτού του κανόνα χτίστηκε ο μεγάλος μύθος των διαπραγματεύσεων. Για να ξεφορτωθούν οι δικές μας κυβερνήσεις το άγος των μνημονίων, φόρτωναν μονίμως την ευθύνη στους εταίρους. Όμως, με βάση τους κανόνες, και τα τρία μνημόνια ήταν αποκλειστικά δικό μας δημιούργημα. Δικές μας ιδέες είναι οι ανεπεξέργαστες και οριζόντιες περικοπές. Δική μας ιδέα και η υπερφορολόγηση. Όλα αυτά που έγιναν κόκκινο πανί στα μάτια της κοινωνίας, ήταν δικές μας εμπνεύσεις, δικές μας προτάσεις. Η ίδια και απαράλλαχτη πολιτική από σοσιαλιστές, φιλελεύθερους και τώρα από τους αριστερούς. Συμπέρασμα: Δεν είναι η Ευρώπη που μας κατατρέχει, αλλά η δική μας δυσπραγία και αναποφασιστικότητα. Και η έλλειψη θάρρους να μετασχηματίσουμε τη κοινωνία μας. Κι όμως υπήρχε ένα απλό πρώτο βήμα που ποτέ δε κάναμε. Ένα βήμα που θα ακύρωνε διαμιάς τις ατέρμονες διαπραγματεύσεις και των τριών κυβερνήσεων. Χρειαζόταν μόνο μια προσεκτική ματιά να ρίχναμε στην ιερή, ανέγγιχτη και σκοτεινή βίβλο της σπατάλης. Δηλαδή στον ετήσιο προϋπολογισμό του κράτους. Εύκολα θα βρίσκαμε τους περιττούς κωδικούς. Και ξεμπερδεύοντας αμέσως με τη περιοριστική πολιτική, θα στρεφόμασταν χωρίς καθυστέρηση στο μόνο ζητούμενο της δραματικής εποχής μας. Στο πώς θα διευκολύνουμε με γρήγορα και αποφασιστικά βήματα την ανάπτυξη. Το μόνο εργαλείο που θα μας βγάλει με βεβαιότητα και σιγουριά από τη κρίση.       

 

Η Ευρώπη όπως δεν την καταλαβαίνουμε. Η Ευρώπη έπρεπε να κατεδαφιστεί στη συνείδηση μας, γιατί αλλιώς δε θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε την αδικία των μνημονίων που μόνοι μας συγγράψαμε. Έτσι λοιπόν όταν ακούμε διαφορετικές απόψεις από τους δανειστές μας, αμέσως ψάχνουμε να βρούμε τις συγκρούσεις που υποκρύπτουν. Λέμε ότι οι Γάλλοι μας υποστήριξαν και οι Γερμανοί με τους δορυφόρους τους θέλουν να μας πετάξουν έξω. Λέμε ότι συντηρητικοί κύκλοι βυθίζουν την Ευρώπη στη παρακμή. Ψάχνουμε να βρούμε ποιοι ηγεμονεύουν και ποιοι είναι τα προτεκτοράτα. Χωρίζουμε την Ευρώπη σε βορρά και νότο. Ψάχνουμε μονίμως τις ρωγμές για να δικαιολογήσουμε το δικό μας αδιέξοδο. Ακόμα φανταστήκαμε ότι η Μέρκελ και ο Σόιμπλε διαφωνούν και συγκρούονται για το δικό μας μέλλον. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν συμβαίνει. Όλα αποκυήματα της φαντασίας μας. Καταναλώνοντας υπερπληροφόρηση και παραπληροφόρηση, προσερχόμαστε στους θεσμούς με τις συνομωσίες παραμάσχαλα. Όμως όλοι οι άλλοι, απ’ όλες ανεξαιρέτως τις χώρες, μπαίνουν στις ίδιες αίθουσες, με το ευρωπαϊκό κεκτημένο που λέει : «Όχι πάντα με τις ίδιες απόψεις, αλλά πάντα με τον ίδιο δρόμο»

 

Αυτά που θα κερδίσουμε ξεπερνούν οτιδήποτε μπορεί να χαθεί. Αν το καταλαβαίναμε αυτό, τότε θα δίναμε στις μεταρρυθμίσεις το πραγματικό τους νόημα.  Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα ακυρώναμε τα παιχνίδια της εξουσίας, τουλάχιστον μέχρι να βγούμε από τη κρίση. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα αφήναμε κατά μέρος τους ιδεολογικούς και πολιτικούς φερετζέδες. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα είχαμε ήδη ένα απλό, κατανοητό, μόνιμο και δίκαιο φορολογικό σύστημα. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα αναζητούσαμε αμέσως μια fasttrackανάπτυξη. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα διευκολύναμε με κάθε τρόπο τις εξαγωγές μας. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα είχαμε ήδη ξεμπερδέψει με το λαθρεμπόριο καυσίμων. Αν το καταλαβαίναμε αυτό θα λύναμε αμέσως ακόμα και το πρόβλημα της διαχείρισης των σκουπιδιών. Αν το καταλαβαίναμε αυτό δε θα συζητούσαμε για μνημόνια και προτεκτοράτα, αλλά θα βάζαμε όλη μας τη σκέψη κι όλη μας την ενέργεια για ένα καλύτερο μέλλον. Μόνο που πάντα ξεχνάμε ότι το μέλλον εξαρτάται απ’ το τι κάνουμε στο παρόν.

 

Εβδομάδα 5η

Δευτέρα 20 – Σάββατο 25 Ιουλίου 2015

 

Η νηνεμία. Μπαίνουμε στο βαθύ καλοκαίρι. Στην εποχή όπου όλα τα ανακλαστικά ατονούν. Η σιέστα θα αντικαταστήσει την αγωνία, γιατί όλα φαίνονται πιο τακτοποιημένα. Ακόμα και τα ΜΜΕ στράφηκαν στα χαλαρά καλοκαιρινά τους προγράμματα. Όλοι αισθάνονται ότι η χώρα είναι για μια ακόμα φορά σωσμένη. Το πολιτικό σύστημα έχει καταλαγιάσει και παραδόξως όλοι μοιάζουν ευχαριστημένοι. Ο πρωθυπουργός γιατί οι δημοσκοπήσεις τον τιμούν που έσωσε τη χώρα απ’ τη χρεοκοπία. Η αριστερή πλατφόρμα ηθικά δικαιωμένη, έχοντας καταψηφίσει για μια ακόμα φορά ένα επάρατο μνημόνιο. Η αντιπολίτευση πολιτικά δικαιωμένη, βλέποντας μια αριστερή κυβέρνηση να ακολουθεί τα δικά της βήματα και να υπογράφει κι εκείνη το δικό της μνημόνιο. Όλοι ευχαριστημένοι. Σταθμευμένοι στο παρόν. Το απολαμβάνουν λες και το παρόν θα μείνει αμετακίνητο. Λες και θα είναι το ίδιο και αύριο. Η νηνεμία δίνει σε όλους την καλύτερη ευκαιρία για να μείνουν προσηλωμένοι στις πεποιθήσεις τους. Καμία αμφισβήτηση, καμία καινούρια σκέψη. Παρ’ όλα τα παθήματα συνεχίζουμε να εμπιστευόμαστε την πεπατημένη, ελπίζοντας ότι θα μας σώζει αενάως. Γι’ αυτό και δεν έχουμε αρχίσει ακόμα να συζητάμε το πώς θα φτάσουμε στο σημείο που δε θα έχουμε την ανάγκη να μας σώζει κανείς.

 

Δεν υπάρχει τρόπος να υπηρετήσεις έναν μάταιο σκοπό. Η αριστερά πάντα ονειρευόταν την  απόλυτα δίκαιη κοινωνία. Μια κοινωνία τόσο καλά ρυμοτομημένη που κανείς απολύτως δε θα είχε τη πιθανότητα να αδικηθεί ή να στερηθεί. Προσπάθησε ο υπαρκτός σοσιαλισμός, αλλά τελικά χωρίς αποτέλεσμα. Στη δυτική Ευρώπη ο δημοκρατικός σοσιαλισμός αναζήτησε μια εναλλακτική λύση. Πώς δηλαδή θα μπορούσαμε να οδηγηθούμε στον σοσιαλισμό, κρατώντας όμως όλα τα προτερήματα και τις διαδικασίες της αστικής δημοκρατίας.  Τελικά στάθηκε αδύνατο να λυθεί ο γρίφος. Δεν βρέθηκε η φόρμουλα πώς μια κοινωνίας θα κατάφερνε να είναι απολύτως κλειστή και ελεγχόμενη και ταυτόχρονα ανοιχτή, διατηρώντας όλες τις ελευθερίες της. Έτσι εγκαταλείφθηκαν οι προσπάθειες. Στη χώρα μας όμως η αριστερά συνεχίζει να είναι προσκολλημένη σ’ αυτό το ανεπίδοτο όνειρο. Μπορεί να το υπερασπίζεται με στερεότυπες γενικολογίες και να εμπνέεται από ηρωικές αναμνήσεις. Αλλά δε το εγκαταλείπει. Σήμερα πολλοί είναι αυτοί που νομίζουν ότι, επειδή η κυβέρνηση της αριστεράς υπέγραψε ένα μνημόνιο, εγκατέλειψε αυτό το όνειρο και προσήλθε – όπως λένε – στη κοίτη του ρεαλισμού. Κάνουν όμως λάθος. Για την κυβέρνηση η συμφωνία με τους δανειστές ήταν ένας απλός τακτικός ελιγμός απέναντι σ’ έναν εκβιασμό. Που της επιτρέπει να παραμείνει στην εξουσία και της δίνει την ευκαιρία να αλλάξει τη χώρα μετατρέποντας τις προσδοκίες και τα όνειρα της Αριστεράς σε πραγματικότητα. Χωρίς να αντιλαμβάνεται ότι οι επιδιώξεις της είναι ανέφικτες και οριστικά ανεφάρμοστες. Το τραγικό όμως είναι ότι προσπαθώντας να υπηρετήσει έναν μάταιο σκοπό, χωρίς να το θέλει, βυθίζει ακόμα περισσότερο τη χώρα.

 

Είμαστε όλοι αντιμνημονιακοί. Έτσι φάνηκε από τις αγορεύσεις στη Βουλή. Και είναι φυσικό να εναντιώνεσαι σε κάτι καταστροφικό, ακόμα κι αν εσύ ο ίδιος ευθύνεσαι γι’ αυτό. Οπότε είτε υπογράφουμε, είτε δεν υπογράφουμε μνημόνια, είμαστε όλοι «αντί». Γι’ αυτό στις μακρόσυρτες συνεδριάσεις ακούγαμε μόνο το πώς οι αντίπαλοι μάς κατέστρεψαν με τα δικά τους μνημόνια. Κι έτσι δε βρέθηκε χρόνος να μιλήσει κανείς για κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο εξόδου. Το μόνο που ψάχνουμε είναι το ποιος φταίει. Λες κι αν βρούμε τον φταίχτη θα τελειώσει και η κρίση που μας μαστίζει. Κι ακούσαμε πολλά για επαχθή μέτρα που έφεραν οι άλλοι και για αντίσταση στο όνομα του λαού που κάναμε μόνο εμείς. Κι όλα αυτά διανθισμένα με επαίνους για τη δημοκρατία και τις ανθρωπιστικές αξίες. Δυστυχώς καμιά δανειακή σύμβαση δεν πρόκειται να μας σώσει, κανένα αναπτυξιακό πακέτο, όσο θα εμμένουμε σε σκιαμαχίες κι όσο θα αποφεύγουμε τη μόνη συζήτηση που έχει νόημα. Πώς θα επεξεργαστούμε ένα απλό, κατανοητό και εφαρμόσιμο επιχειρησιακό σχέδιο εξόδου από τη κρίση. Ένα σχέδιο όμως προς μια σαφή κατεύθυνση, που θα ενώνει τους πολίτες και θα συνεγείρει μεγάλες πλειοψηφίες. Χωρίς ελιτίστικες λύσεις που ποτέ δε μπορούν να εφαρμοστούν και χωρίς ψευδοϊδεολογικές διχαστικές κορώνες. Αλλιώς θα συνεχίσουμε να κατασκευάζουμε μόνοι μας πρόχειρα και ατελέσφορα μνημόνια, ώστε μετά να τα υπηρετούμε με αντιμνημονιακό μένος. Μια παραδοξότητα που μοιάζει σα να κλειδώνουμε τον εαυτό μας στη φυλακή και να πετάμε μόνοι μας το κλειδί απ’ το παράθυρο.

 

Η παραφιλολογία του grexit. Το grexitείναι ο δίδυμος εφιάλτης των μνημονίων. Η αντιπολίτευση ακολουθώντας παλαιοκομματικές πρακτικές, προσπαθεί να φθείρει την κυβέρνηση, κατηγορώντας την ότι σχεδίαζε το grexit. Όμως αυτή είναι μια συζήτηση χωρίς νόημα. Η χώρα μας θα παραμείνει στο ευρώ αν ακολουθήσει τους κανόνες και κάνει τις μεταρρυθμίσεις που θα οδηγήσουν σε ανάπτυξη. Αν όχι θα αποχωρήσει. Τώρα ή αργότερα. Γιατί δεν μπορεί επ’ άπειρον να αντιστέκεται μπας και περισώσει ένα σύστημα που η δομή του έχει χρεοκοπήσει. Το grexitθα αναβιώνει κάθε φορά που η πορεία μας θα βαλτώνει. Και θα αναβάλλεται κάθε φορά που θα κάνουμε κάποιου είδους δειλά βήματα. Όσοι ανησυχούν για το grexit, οφείλουν να καταλάβουν ότι θα απαλειφθεί από την ατζέντα, μόνο όταν βγούμε οριστικά από τη κρίση. Γι’ αυτό κι όλη αυτή η συζήτηση είναι μια ανούσια παραφιλολογία.

 

Τα IOU και ο τρόμος του grexit. Η αποκάλυψη για τα IOUτου Βαρουφάκη προκάλεσε σύγκρυο στη πολιτική αντιπαράθεση. Άνευ λόγου και αιτίας. Τα IOU δεν ήταν παρά ένα είδος αδόκιμης προετοιμασίας στην περίπτωση της ρήξης. Το υποτιθέμενο μεταβατικό στάδιο προς το εθνικό νόμισμα. Τι το παράξενο; Οι κυβερνώντες το είχαν πει χιλιάδες φορές. Οι δικές τους διαπραγματεύσεις θα μπορούσαν να οδηγήσουν και σε αδιέξοδο. Κι αν αυτό συνέβαινε, τότε θα μέναμε χωρίς συμφωνία. Αλλά όταν δεν έχεις συμφωνία, δεν έχεις και δανειακή σύμβαση. Και επειδή χωρίς δανεικά είσαι χρεοκοπημένος, τότε άλλος δρόμος δεν υπάρχει παρά το εθνικό νόμισμα. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η συνομωσιολογία. Κανείς δε μπορεί να πέφτει από τα σύννεφα για κάτι που ήδη γνώριζε ότι θα μπορούσε να συμβεί. Η ίδια τρομολαγνεία και με το σχέδιο του Σόιμπλε, το οποίο εκ προοιμίου φάνηκε αποτρόπαιο, τόσο στους οπαδούς της ρήξης, όσο και στους οπαδούς του ευρώ. Και κανείς δεν αντιλήφθηκε ότι η πρόταση του ήταν μια χειρονομία σεβασμού στη δική μας δημοκρατική αυτοτέλεια. Απλά δήλωσε ότι είναι δικό μας δικαίωμα να επιλέξουμε τι θα κάνουμε. Ότι η Ευρώπη μάς θέλει στο ευρώ, αλλά και δεν μπορεί να μας κρατήσει με ζόρι. Στη περίπτωση λοιπόν που θα επιλέγαμε την έξοδο με τις δικές μας δημοκρατικές διαδικασίες, τότε μας πρότεινε ένα σχέδιο Β οικονομικής υποστήριξης στο μεταβατικό στάδιο. Δηλαδή τα πράγματα είναι τόσο απλά. Από τη μια ο Βαρουφάκης ποτέ δεν έκρυψε το ενδεχόμενο της ρήξης και ο Σόιμπλε διατύπωσε μια εναλλακτική πρόταση στη περίπτωση που εμείς σαν ελεύθερη και δημοκρατική χώρα απορρίπταμε τη δανειακή σύμβαση. Αλλά είπαμε. Πιο πολύ μας νοιάζει να ψάχνουμε για ενόχους και συνομωσίες και λιγότερο να επεξεργαζόμαστε τη μόνη λύση. Ένα εθνικό σχέδιο ανασυγκρότησης.

 

Το δικό μας μνημόνιο. Για ν’ αλλάξει η συζήτηση που λιμνάζει στη χώρα μας, χρειάζεται κάποιος να πάρει τη πρωτοβουλία. Κάποιος που θα βρει τον τρόπο να σταματήσουν επιτέλους οι αερολογίες για δημοκρατία, εθνική ανεξαρτησία, εκβιασμούς, υποτέλειες, μνημόνια και αντιμνημόνια, ευρώ και δραχμές, διαπραγματεύσεις, κόκκινες γραμμές και κεκτημένα δικαιώματα. Κάποιος που θα βρει τον τρόπο να αλλάξουμε όλο αυτό το λεξιλόγιο που χρόνια τώρα μάς έχει οδηγήσει σε παραζάλη. Κάποιος που θα ξεμπερδέψει με τα μεγάλα και περισπούδαστα λόγια και θα στρέψει τη προσοχή μας σε λύσεις που θα μπορούν να πραγματοποιηθούν αμέσως. Αν ρίξουμε μια ματιά στις απόψεις που κυκλοφορούν για το πώς θα αλλάξει η χώρα, θα χαθούμε στη μετάφραση. Ένας πολυσέλιδος κατάλογος με προτάσεις που πιάνουν όλο το φάσμα από τη σοβαρότητα μέχρι και τη  γελοιότητα. Δηλαδή βρήκαμε τη χώρα σε αδυναμία και βαλθήκαμε όλοι να τα αλλάξουμε όλα. Ότι κινείται κι ότι αναπνέει. Κι ο καθένας νιώθει ενοχές αν δε βάλει κι αυτός το λιθαράκι του. Αλλά έτσι δε γίνεται. Το να φτιάχνουμε χαώδης καταλόγους με αλλαγές επί παντός επιστητού δε οδηγεί πουθενά. Όποιος θέλει να τα αλλάξει όλα τώρα, είναι βέβαιο ότι δε θα αλλάξει απολύτως τίποτα. Οι αλλαγές για να είναι αποτελεσματικές χρειάζονται πάνω απ’ όλα ένα επιχειρησιακό σχέδιο. Ένα σχέδιο δηλαδή που από κάπου να ξεκινάει κι όταν τερματίσει να έχει φέρει συγκεκριμένα αποτελέσματα. Αλλά ένα τέτοιο σχέδιο είναι μια πολύ πιο σοβαρή δουλειά. Σχέδιο σημαίνει να ανακαλύψεις τις προτεραιότητες. Να εντοπίσεις ποια θα είναι η ατμομηχανή που, αν τη βάλεις σε κίνηση, θα συμπαρασύρει κι άλλες επιθυμητές αλλαγές χωρίς κόπο. Σχέδιο σημαίνει και κατανομή του χρόνου. Γιατί ο χρόνος έχει μεγάλη σημασία. Χρειάζονται αποτελέσματα που να είναι ορατά αμέσως. Γιατί μόνο τα άμεσα αποτελέσματα μπορούν να συνεγείρουν μεγάλες πλειοψηφίες πολιτών. Τη στιγμή μάλιστα που όλοι ξέρουμε ότι η θεατρική παράσταση των υποσχέσεων έχει προ πολλού τελειώσει. Δυστυχώς ένα δικό μας μνημόνιο, ένα δικό μας σχέδιο ανασυγκρότησης δε μπορεί να σχεδιαστεί σε ένα προχειρογραμμένο κομμάτι χαρτί. Για να πετύχεις το απλό, το κατανοητό και το εφαρμόσιμο χρειάζεται μεγάλη προσπάθεια, προσήλωση και φαντασία. Και το ερώτημα παραμένει. Ποιος θα πάρει την πρωτοβουλία και πότε.

 

Εβδομάδα 6η

Δευτέρα 27 Ιουλίου – Σάββατο 1 Αυγούστου 2015

 

Ένα κουίζ. Αντιγράφω μια δήλωση: «Για να παραμείνουμε στην ευρωζώνη θα απαιτηθούν θυσίες». Και το κουίζ είναι το εξής: Ποιος μπορεί να μαντέψει σε ποια ημερομηνία έγινε αυτή η δήλωση; Η απάντηση είναι απλή. Ο δήλωση αυτή είναι διαχρονική. Έχει ειπωθεί αυτούσια και πολλές φορές από το 2010 μέχρι σήμερα. Η μόνιμη επωδός – «θα απαιτηθούν θυσίες» – περιγράφει την παντελή έλλειψη συναίσθησης για το τι ακριβώς σημαίνει θυσία. Γιατί θυσίες κάνει κάποιος που θέλει να αντιστρέψει μια δυσμενή κατάσταση. Εμείς κάνουμε θυσίες έτσι γενικώς, χωρίς καμιά αληθινή προοπτική, χωρίς κανένα σχέδιο που θα μας οδηγούσε σε συνθήκες που δε θα χρειάζονταν άλλες θυσίες. Κι όταν δεν σχεδιάζεις, παραμένεις μονίμως ανέτοιμος. Και γίνεσαι παιχνίδι στα χέρια των εξελίξεων, τις οποίες δεν ορίζεις, αλλά σε ορίζουν.

 

Λάθη έτσι γενικώς. Ο Σαμαράς είπε σε κάποια στιγμή «ουδείς αναμάρτητος», ο Βενιζέλος είχε ζητήσει συγγνώμη για τα επαχθή μέτρα και ο Τσίπρας, μόλις πριν λίγες μέρες είπε «κάναμε λάθη». Λάθη έτσι γενικώς. Δυστυχώς αυτές τις γενικολογίες οι περισσότεροι τις χαρακτηρίζουν «αυτοκριτική». Μ’ αυτό το είδος της «αυτοκριτικής» όμως ποτέ δε θα μάθουμε τι είναι αυτό ακριβώς που πρέπει να διορθώσουμε.

 

Και τα αποφθέγματα έχουν ανάγκη από κριτική. Κυκλοφορεί ένα απόφθεγμα που αρέσει σε πολλούς να το επαναλαμβάνουν. «Αν δεν υπήρχε το μνημόνιο θα έπρεπε να το εφεύρουμε». Αυτή η φράση περιέχει ένα θεμελιώδες σφάλμα. Υποθέτει ότι όλα τα μνημόνια είναι ίδια. Μόνο που δεν είναι ακριβώς έτσι. Γιατί αν όλα τα μνημόνια είναι ίδια τότε δεν υπάρχει καμιά ελπίδα να βγούμε από τη κρίση. Γιατί τα μνημόνια που βιώσαμε έφεραν μόνο λιτότητα και ύφεση. Οπότε έχουμε κάθε λόγο να αλλάξουμε το απόφθεγμα και να το αναδιατυπώσουμε: «Τα μνημόνια που φτιάξαμε μέχρι σήμερα θα πρέπει να τα καταργήσουμε αμέσως και να εφεύρουμε ένα άλλο μνημόνιο τελείως διαφορετικό, που να μας βγάλει από τη κρίση με βεβαιότητα». Είναι σαφές ότι αμέσως αλλάζει το νόημα. Αλλά προς το παρόν δεν υπάρχει ούτε ο χρόνος, ούτε η τόλμη για τέτοιες συζητήσεις. Προέχουν τα εσωκομματικά προβλήματα, οι συσχετισμοί δυνάμεων, οι συγκρούσεις με τους δανειστές που μας επιβουλεύονται και πάνω απ’ όλα το προσεχές gameofthrone.  Χωρίς να περνάει απ’ το μυαλό μας ότι μπορεί να έρθει ένα αύριο που αυτό ακριβώς το παιχνίδι δε θα έχει καμιά απολύτως σημασία.

 

Η αισιοδοξία ως παγίδα. Η αισιοδοξία όταν έχει πήλινα πόδια δε βοηθάει. Η αισιοδοξία όταν δε βασίζεται στην πραγματικότητα, αλλά μόνο στην ανάγκη μας για μελλοντική ασφάλεια, είναι παγίδα. Αυτή τη στιγμή από πουθενά δε μπορεί να προκύψει αισιοδοξία για το άμεσο μέλλον. Η κυβέρνηση διαπραγματεύεται μια συμφωνία, την οποία ανυπομονεί να υπονομεύσει. Γιατί συνεχίζει να ονειρεύεται ότι είναι εφικτό να απαλλάξει από τον καπιταλισμό ολόκληρη την Ευρώπη. Και πώς να αντλήσεις αισιοδοξία, όταν αυτοί που σε κυβερνούν διαφωνούν τον εαυτό τους και με τις πράξεις τους. Αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις το ίδιο ακριβώς δεν έκαναν; Δεν υπέγραφαν συμφωνίες και μετά έκαναν τα αδύνατα δυνατά για να τις αλλάξουν;  Αλλά και τώρα, οι προηγούμενοι που μας κυβέρνησαν, από τη θέση της αντιπολίτευσης, δεν ακολουθούν τη συνηθισμένη παλαιοκομματική βίβλο; Προσπαθούν να φθείρουν την κυβέρνηση, για να πάρουν τη θέση της όσο γίνεται πιο γρήγορα. Γιατί για τους περισσότερους αντιπολίτευση σημαίνει φθορά των κυβερνώντων κι όχι η επεξεργασία μιας άλλης πρότασης. Πώς λοιπόν να νιώσεις αισιοδοξία όταν ακούς το ΠΑΣΟΚ που χρόνια στηρίχτηκε στην ενισχυμένη αναλογική να κατηγορεί την κυβέρνηση επειδή δεν εφαρμόζει την απλή αναλογική;  Είναι προτιμότερο να ζούμε χωρίς αισιοδοξία, όταν αυτή δε προκύπτει από τις εξελίξεις. Είναι καλύτερα χωρίς αυτόν τον ψυχαναγκασμό. Γιατί για κανέναν δεν είναι καλό να βιώνει συνεχώς ματαιωμένες ελπίδες.

 

Η Ευρώπη αλλάζει. Εμείς; Στη χώρα μας υπάρχει μια μεγάλη ομάδα πνευματικών ανθρώπων, που οραματίζονται την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, αλλά με έναν ελιτίστικο και συνήθως αυθαίρετο τρόπο. Είναι οικονομολόγοι, καθηγητές πανεπιστημίου, δημοσιογράφοι, άνθρωποι των γραμμάτων και τεχνών και φυσικά πολιτικοί. Σέβονται την Ευρώπη και το ευρώ, αλλά θεωρούν ότι η ευρωπαϊκή προσπάθεια έχει αποτελματωθεί. Διαπιστώνουν με βεβαιότητα ότι χάθηκαν οι παλιές αξίες και οι περισσότεροι νοσταλγούν τον Αντενάουερ, τον Κολ, τον Μιτεράν, τον Ντελόρ και άλλους εμβληματικούς ηγέτες του παρελθόντος. Και θεωρούν βέβαια  ότι σήμερα αληθινοί ηγέτες δεν υπάρχουν. Επιμένουν – πάντα εκ των υστέρων – ότι η αρχιτεκτονική του ευρώ είναι λανθασμένη. Ότι η ηγεμονία της Γερμανίας και των δορυφόρων της στραγγαλίζουν τις χώρες του νότου. Και γενικά όλα πάνε χάλια. Στη χώρα μας ανθεί ένας παράξενος αντιευρωπαϊσμός ανάμεσα στους ανθρώπους που είναι προσηλωμένοι στην Ευρώπη. Κι ενώ η χώρα απ’ αυτούς περίμενε τη λύση στο μεγάλο πρόβλημα της κρίσης, στο τέλος διαψεύσθηκε. Στο μεταξύ η Ευρώπη, αργά αλλά σταθερά κατανόησε, προσαρμόστηκε και διαχειρίστηκε τη κρίση. Ας θυμηθούμε ποιο ήταν το κύριο επιχείρημα των οπαδών της δραχμής. Η υποτίμηση του νομίσματος, που θα αναζωογονούσε τον ανταγωνισμό και τις εξαγωγές και θα οδηγούσε στην ανάπτυξη. Αυτό ακριβώς η Ευρώπη ήδη το έπραξε. Δεν ξέρω αν το πήραμε χαμπάρι, αλλά το ευρώ υποτιμήθηκε. Και δεν είναι μόνον αυτό. Η Ευρώπη δημιούργησε και μηχανισμούς στήριξης για τις χώρες που θα βρεθούν σε ανάγκη, σε περιόδους κρίσης. Πρώτα τον EFSFκαι πρόσφατα τον ESM. Προσφέροντας χαμηλότοκα δάνεια και προφυλάσσοντας τις χώρες-μέλη από τη σκληρότητα των αγορών. Επεξεργάστηκε αργά αλλά σταθερά ένα πιο οργανωμένο σύστημα ελέγχου των τραπεζών, ώστε να μην είναι εύκολη η χρεοκοπία τους. Αλλά ακόμα και σ’ αυτή τη περίπτωση αποφάσισε ότι ποτέ πια οι φορολογούμενοι δε θα επιβαρυνθούν το κόστος μιας τέτοιας χρεοκοπίας, όπως έγινε στην αρχή της κρίσης. Και φυσικά ξεκίνησε το κυνήγι των φορολογικών παραδείσων, αυξάνοντας τα κρατικά έσοδα. Η «ετοιμόρροπη» Ευρώπη αλλάζει, έστω κι αν δέχεται τα πυρά ουκ ολίγων μεταρρυθμιστών. Φυσικά προβλήματα πάντα θα έχει. Αλλά ξέρει να προσαρμόζεται και να αλλάζει. Εμείς πότε θα πάρουμε την απόφαση ν’ αλλάξουμε;

 

Δυστυχώς δε διαβάζουμε. Από την αρχή της κρίσης του 2008, βρέθηκαν εκατοντάδες πρόθυμοι να εξηγήσουν το φαινόμενο. Έτσι δόθηκε η ευκαιρία σε πολλούς να επαναφέρουν το φάσμα της κατάρρευσης του καπιταλισμού, που ήταν πάντα το όνειρο της αριστερής (με την ευρεία έννοια) διανόησης. Εκδόθηκε ένας μεγάλος αριθμός βιβλίων που φόρτωναν τη κρίση στον καπιταλισμό. Λες και δεν ξέραμε ότι εκεί οφείλονταν η κρίση. Αυτό όμως που σπάνια μελετάμε, είναι πώς αυτό το σύστημα έχει την ικανότητα να προσαρμόζεται και να ανακάμπτει. Αυτό φαίνεται ότι ποτέ δεν απασχόλησε προοδευτικούς διανοούμενους. Έτσι είναι πολλοί οι  συγγραφείς που πρόλαβαν να γίνουν προφήτες της μεγάλης κατάρρευσης του ευρώ. Προανήγγειλαν επίσης ότι οι ΗΠΑ δεν θα μπορέσουν να ανακάμψουν κι ότι γενικά ο καπιταλισμός σαν σύστημα έφτασε στο τέλος του. Φυσικά καμιά απ’ τις προβλέψεις τους δεν επαληθεύτηκαν. Μερικοί απ’ αυτούς όμως, όπως ο Κρούγκμαν, ο Στίγκλιτς και ο Γκαλμπρέηθ, έγιναν δημοφιλείς στη χώρα μας και συνέβαλλαν στη γενική σύγχυση που βιώνουμε. Για παράδειγμα, ο Στίγκλιτς στο βιβλίο του «Ο θρίαμβος της απληστίας» (2010), μας εξηγεί με περισπούδαστο ύφος ότι η κρίση οφείλονταν στην απληστία και τον φονταμενταλισμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Πίσω μάλιστα απ’ τις γραμμές του βιβλίου, μπορούμε να διακρίνουμε ότι ο νομπελίστας συγγραφέας προσβλέπει στην ηθική αποκατάσταση του καπιταλισμού. Γοητευτικά αφηγήματα, αλλά χωρίς κανένα απολύτως ουσιαστικό νόημα. Αν κανείς διαβάσει προσεκτικά τα βιβλία του Βαρουφάκη, «Ο παγκόσμιος μινώταυρος» (2012) και «Η γένεση της μνημονιακής Ελλάδας» (2014) θα καταλάβει αμέσως ότι η επίδειξη γνώσεων δεν εμποδίζει καθόλου στο να εξαχθούν απολύτως λαθεμένα συμπεράσματα. Η συλλογιστική του είναι αυθαίρετη και είναι ανεπιτυχής η  προσπάθεια του να χωρέσει το επιστημονικό του υλικό στις προκατασκευασμένες ιδέες του. Αλλά είναι καλό να διαβάσει κανείς για να κρίνει. Γιατί οι περιστασιακές συμπεριφορές και το lifestyle, πάντα μπερδεύουν. Σοφότερος όμως θα γινόταν κανείς αν διάβαζε το βιβλίο του Σόρος «Η κρίση του παγκόσμιου καπιταλισμού» (1998). Εκείνος όχι μόνο δεν έχει παρωπίδες για το σύστημα που τον έκανε πλούσιο, αλλά ξέρει να αναλύει σε βάθος τις παρεκτροπές του. Και το κυριότερο να προσανατολίζεται σε λύσεις. Αλλά είπαμε οι «καπιταλιστές» είναι χρήσιμοι μόνο για να τους ρίχνουμε στη πυρά. Κι αφού ξεμπερδεύουμε μαζί τους, μπορούμε άνετα μετά να συζητάμε περί ανέμων και υδάτων, απολαμβάνοντας τον καπιταλιστικό μας εσπρέσο.

 

Μάτια ερμητικά κλειστά. Όσο θα αποφεύγουμε να συζητάμε για τη χώρα, τόσο το λάδι της Καλαμάτας θα συνεχίσει να ταξιδεύει χύμα στην Ιταλία. Και θα πληρώνουμε διόδια για δρόμους που ακόμα δεν έχουν γίνει. Και τα δημόσια έργα θα κοστίζουν πέντε φορές επάνω από το πραγματικό κόστος, γιατί οι νόμοι που έχουμε φτιάξει αυτό επιβάλλουν. Και η μεσαία διαφθορά θα καταδυναστεύει κάθε έντιμο επιχειρηματία και κάθε ταλαιπωρημένο πολίτη. Και δε θα συζητήσουμε ποτέ τη διαφορά της ιδιωτικοποίησης με την εκποίηση. Και θα συνεχίζουμε να φτιάχνουμε δημόσιους οργανισμούς σε τομείς που δεν υπάρχει καμιά δραστηριότητα. Και θα συνεχίσουμε να μπερδεύουμε την νομοθετική με την εκτελεστική εξουσία. Και θα συνεχίσουμε να φορτώνουμε με φόρους και εισφορές κάθε επιχειρηματική πρωτοβουλία. Και θα συνεχίσουμε να αυξάνουμε τη γραφειοκρατία με νέες παράλογες συναρμοδιότητες. Και θα συνεχίσουμε αενάως να συνοδεύουμε το υπουργείο εσωτερικών με το προσωνύμιο «και διοικητικής ανασυγκρότησης». Λες και η ανασυγκρότηση θα μένει ημιτελής εις τους αιώνες των αιώνων. Στην απέραντη αυτή αταξία, από κάπου πρέπει κανείς να ξεκινήσει. Κανείς δε μπορεί να τα αλλάξει όλα μονομιάς. Χρειάζεται μέθοδος και προτεραιότητες. Αυτό θα πρέπει να μας απασχολεί νυχθημερόν για να βγούμε τελικά στο ξέφωτο. Αλλά σιγά. Ας μη φωνάζουμε. Η πατρίδα κοιμάται.

 

Εβδομάδα 7η

Δευτέρα 3 – Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

Ξοδεύοντας τον χρόνο. Η ραστώνη του Αυγούστου είναι ανίκητη και αδιατάραχτη όπως πάντα. Ο Αύγουστος – που συχνά μας χαρίζει δυο φεγγάρια – έχει επιβάλλει τη σιωπή του απ’ άκρη σ’ άκρη. Όλοι σκεπασμένοι με ήλιο, εισπνέουμε ότι η αύρα μας φέρνει. Στον Αύγουστο ποτέ δεν υπάρχουν νέα. Ο χρόνος σταματάει να ξεκουραστεί. Για να ξυπνήσει από τη θερινή του νάρκη τον Σεπτέμβριο. Όταν το φθινόπωρο θα μας προειδοποιήσει για τον ερχομό του, τότε όλοι θα επιστρέψουμε στα ρολόγια μας, θα πάρουμε μια βαθιά ανάσα και θα αντικρίσουμε τη πραγματικότητα που θα έχει ήδη καταφθάσει αμείλικτη. Ο χρόνος όμως συνεχίζει να υπάρχει ακόμα και τον Αύγουστο, για όσους έχουν εμπλακεί στις διαπραγματεύσεις. Για το τρίτο και τελευταίο μνημόνιο. Είναι η τελευταία δανειακή σύμβαση που μας προσφέρεται. Άρα και το τελευταίο μνημόνιο. Για τρία ακόμα χρόνια. Τώρα αισθανόμαστε ανακούφιση για την επερχόμενη συμφωνία. Και λέμε ότι  ξεπεράσαμε τον κάβο για άλλη μια φορά. Και μέχρι να περάσουν τα τρία χρόνια έχει ο Θεός. Κάτι θα γίνει και θα ξεφύγουμε πάλι. Πάντα έτσι αντιμετωπίζαμε τον χρόνο. Να ξεφύγουμε από τις δυσκολίες που μας βάζει το σήμερα. Με τις αύριο θα ασχοληθούμε όταν έρθει. Το 2010 υπογράψαμε τη πρώτη δανειακή σύμβαση, αλλά δε ρίξαμε ποτέ μια ματιά στο 2015. Το σημερινό παρόν μας ήταν τότε ένα πολύ μακρινό μέλλον για να μας απασχολήσει. Και άρα αδιάφορο. Κάπως έτσι και τώρα συνεχίζονται οι πυρετώδεις διαπραγματεύσεις. Για μια συμφωνία που θα δώσει μια  προσωρινή λύση στο προσωρινό μας παρόν.

Ο μίτος της Αριάδνης. Χαμένοι σ’ ένα λαβύρινθο ψάχνουμε την έξοδο. Το μυαλό μας πολιορκημένο από ασύνδετες και αντιφατικές πληροφορίες, προσπαθεί να συντάξει έναν ειρμό. Να βρει έναν προσανατολισμό μες στο σκοτάδι. Πλήθος οι ερωτήσεις και οι απαντήσεις μπλεγμένες. Ο Αύγουστος πάντα μας προμηθεύει περισσότερη σιωπή και αρκετές δόσεις ηρεμίας. Ας τον εκμεταλλευτούμε αναζητώντας απλές ερωτήσεις και απλές απαντήσεις.

 

Το εθνικό νόμισμα είναι προτιμότερο από το ευρώ;

 

Αν η χώρα ήταν αναπτυγμένη και παραγωγική, το εθνικό νόμισμα θα μπορούσε να είναι μια επιλογή. Στην περίπτωση μας όμως θα ήταν απολύτως καταστροφικό γιατί είμαστε μια χρεοκοπημένη χώρα.

 

Γιατί το σύνολο του πολιτικού μας συστήματος υπέκυψε στα μνημόνια;

 

Σοσιαλιστές, φιλελεύθεροι και αριστεροί υπέκυψαν στα μνημόνια, γιατί η χώρα είχε ανάγκη από δανεικά. Και δανεικά χωρίς συμφωνία δε βρίσκεις πουθενά. Όσο θα έχουμε ανάγκη από δανεικά – και οι αγορές δε θα μας δανείζουν – οποιδήποτε κυβέρνηση θα είναι υποχρεωμένη να υπογράφει μνημόνια. Και ο μόνος τρόπος για να σταματήσουμε να έχουμε ανάγκη από δανεικά είναι να βρούμε τον τρόπο να δημιουργήσουμε καινούριο πλούτο. Δηλαδή να περάσουμε στην ανάπτυξη. Άλλος τρόπος για να αποφύγουμε τα μνημόνια δεν υπάρχει.

 

Γλιτώσαμε οριστικά ή ακόμα κινδυνεύουμε με grexit;

 

Όσο δε βγαίνουμε απ’ τον λαβύρινθο της κρίσης το grexit θα έρχεται πάντα στην επικαιρότητα κάθε φορά που η άτακτη χρεοκοπία θα φαίνεται στον ορίζοντα.  Κανενός είδους πολιτική διαπραγμάτευση δε είναι σε θέση να αποτρέψει το grexit. Ο μόνος λόγος που μέχρι τώρα το αποφύγαμε ήταν η υπογραφή των δανειακών συμβάσεων, δηλαδή τα μνημόνια. Αλλά για να απαλειφθεί οριστικά ο κίνδυνος του grexit, ένας τρόπος υπάρχει. Να πετύχουμε την πολυπόθητη ανάπτυξη. Αλλά είπαμε. Για την ανάπτυξη δεν υπάρχει σχέδιο.

 

Οι θυσίες που κάνουμε γιατί δεν οδηγούν πουθενά;

 

Οι θυσίες δεν οδηγούν πουθενά, ούτε πρόκειται να οδηγήσουν. Όσες κι αν κάνουμε. Ακόμα κι αν φτάσουμε στην έσχατη φτωχοποίηση. Όσο δε βρίσκουμε τον τρόπο να παραχθεί νέος πλούτος, τόσο υποχρεωτικά θα ακολουθούμε την αδιέξοδη καθοδική σπείρα της λιτότητας. Όσο το ΑΕΠ θα συρρικνώνεται τόσο θα χρειάζονται νέα δημοσιονομικά μέτρα. Οι θυσίες για να έχουν αποτέλεσμα πρέπει υποχρεωτικά να συνοδεύονται με ένα άμεσο και εφαρμόσιμο σχέδιο ανάπτυξης.

 

Πού κάνουμε λάθος;

 

Το πρώτο λάθος που κάνουμε είναι ότι δε βρήκαμε τον τρόπο να έρθουμε σε ρήξη με τον κοινωνικό και οικονομικό σχηματισμό του παρελθόντος. Αυτό όμως δεν είναι εύκολο, ούτε επιτυγχάνεται με τις κορώνες και τη ρητορική που χρησιμοποιεί μια πνευματική ελίτ. Κι εδώ συναντάμε το δεύτερο λάθος. Γιατί η οποιαδήποτε ρήξη για να έχει αποτέλεσμα θα πρέπει να συνεγείρει μεγάλες πλειοψηφίες πολιτών. Το να διατυπώνουμε είτε ανεφάρμοστες, είτε διχαστικές λύσεις καθόλου δε μας βοηθάει να κάνουμε το επόμενο βήμα.

 

Το χρέος φταίει για όλα; Γίναμε μια αποθήκη χρέους και μπήκαμε σ’ ένα φαύλο κύκλο;

 

Η συζήτηση για το χρέος το μόνο που κάνει είναι να μας αποπροσανατολίζει από τον στόχο μας. Το χρέος είναι μια φενάκη. Γιατί αν περάσουμε στην ανάπτυξη και αποκαταστήσουμε τη διεθνή αξιοπιστία μας, τότε το χρέος θα χαθεί στα βάθη του χρόνου.

 

Μήπως οι τράπεζες φταίνε; Ως πότε θα πρέπει να τις αναχρηματοδοτούμε; Μήπως αν τις κρατικοποιούσαμε θα ήταν καλύτερα;

 

Τις τράπεζες πάντα τις αντιμετωπίζαμε σαν ένα απωθητικό καπιταλιστικό φετίχ. Οι τράπεζες δε φταίνε. Φταίνε οι αιτίες που τις αδειάζουν από χρήματα. Θα τις αναχρηματοδοτούμε όσο η χώρα θα παραμένει αναξιόπιστη. Η αναξιοπιστία εμποδίζει την εισροή κεφαλαίων και την αύξηση των απλών καταθέσεων. Τέλος με τις κοινωνικές και οικονομικές δομές που υπάρχουν στη χώρα μας, αν κρατικοποιούσαμε τις τράπεζες, πολύ σύντομα δε θα είχαμε καν τραπεζικό σύστημα.

 

Αν υποθέταμε ότι οι παραπάνω απαντήσεις έχουν το δίκιο με το μέρος τους, τότε θα αφήναμε στην άκρη όλες τις παραπλανητικές συζητήσεις, που παραγεμίζουν τη σκέψη και το χρόνο μας. Δε θα ασχολούμασταν με τις πολιτικές ισορροπίες, τις ευρωπαϊκές και τις εγχώριες. Δεν θα ψάχναμε γι αυτούς που θέλουν να μας κάνουν κακό γιατί δε μας χωνεύουν. Και η μόνη μας έγνοια πλέον θα ήταν τι πρέπει να κάνουμε για να αλλάξουμε στη χώρα. Άσχετα από μνημόνια και δανειακές συμβάσεις. Άσχετα από πολιτικές σκοπιμότητες και αραχνιασμένες ιδεολογίες. Ο μίτος της Αριάδνης υπάρχει. Και είναι δίπλα μας. Αλλά σίγουρα αρκετά μακριά από τα δωμάτια όπου τώρα συνεχίζονται οι «πυρετώδεις διαπραγματεύσεις» για το τρίτο μνημόνιο. Ένα μνημόνιο που θα αποβεί το ίδιο άκαρπο, όπως και τα προηγούμενα.

Κάποτε το είπε ο Σόλων. Είναι φανερό πια ότι για την ώρα ο πρωθυπουργός δεν έχει  αντιπάλους. Με εξαιρετικούς τακτικούς ελιγμούς αιφνιδίασε την αντιπολίτευση και ταυτόχρονα εδραιώθηκε στο κόμμα του. Έκανε ένα δημοψήφισμα που μπέρδεψε τους πολίτες και παγίδεψε το σύνολο του πολιτικού κόσμου. Και μετά προχώρησε στο μνημόνιο. Προαναγγέλλοντας σκληρή αντίσταση σε ότι υπογράψει. Τώρα νικητής και κυρίαρχος του παιχνιδιού, προσβλέπει σ’ ένα μέλλον που στα μάτια του είναι ευοίωνο. Μόνο που αυτά τα κατορθώματα φέρουν την υπογραφή του πρόσκαιρου. Γιατί το παρόν ποτέ δε διαρκεί. Και οι νίκες του σήμερα δε μας εξασφαλίζουν από τις ήττες του αύριο. Και πολλοί είναι εκείνοι που ανέβηκαν στη κορυφή αλλά έπεσαν με πάταγο. Κι αυτό είναι πολύ πιθανό να συμβεί όταν έχουμε τη ψευδαίσθηση ότι κρατάμε τη λύση στα χέρια μας, ενώ στη πραγματικότητα κρατάμε ένα «άδειο πουκάμισο». Τώρα δε μένει παρά να δούμε και την επόμενη πράξη της παράστασης.  «Η Αριστερά σήμερα είναι σύνορο όχι μουσείο, περιέργεια όχι νοσταλγία, θάρρος όχι φόβος». Αυτά είπε ένας αριστερός σε μια άλλη χώρα. Τα λόγια του όμως δε φαίνεται να έφτασαν στ’ αυτιά των δικών μας που κυβερνούν.

Διαφωνούμε γι’ αυτά που συμφωνούμε. Τι είναι αυτό που μας εμποδίζει να ενώσουμε τις δυνάμεις μας, όταν όλοι συμφωνούμε σε κάτι; Για παράδειγμα, όλοι συμφωνούμε ότι η γραφειοκρατία είναι εμπόδιο στη λειτουργία της κοινωνίας μας. Όλοι συμφωνούμε ότι η λειτουργία του κράτους έχει πολλά προβλήματα. Όλοι συμφωνούμε ότι το φορολογικό μας σύστημα δεν είναι αυτό που θέλουμε. Όλοι συμφωνούμε ότι η δικαιοσύνη θα πρέπει να αποδίδεται ταχύτερα. Όλοι συμφωνούμε ότι υπάρχει σοβαρό πρόβλημα με τα δημόσια έργα. Όλοι συμφωνούμε ότι η ανάπτυξη είναι αναγκαία. Τι είναι αυτό που εμποδίζει τη συνεννόηση για προβλήματα που όλοι συμφωνούμε ότι υπάρχουν και όλοι θέλουμε εξ ίσου να τα λύσουμε; Ένα είναι το βασικό εμπόδιο. Και λέγεται παιχνίδι της εξουσίας. Όταν την κατέχεις δε θέλεις να τη χάσεις. Κι όταν την χάσεις προσπαθείς να την ξανακερδίσεις. Αυτό το παιχνίδι είναι και η αιτία που στη χώρα μας είναι πάρα πολύ δύσκολο να γίνουν μεγάλες μεταρρυθμίσεις. Γιατί οι μεταρρυθμίσεις απαιτούν κόπο και επίμονη εργασία. Και προσβλέπουν σε ένα πιο μακρινό μέλλον. Ένα μέλλον που ξεπερνάει κατά πολύ τα χρονικά όρια που θέτει το παιχνίδι της εξουσίας. Οι μεταρρυθμίσεις ανήκουν σ’ εκείνο το μέλλον που ποτέ δεν απασχόλησε τους πολιτικούς μας θιάσους. Η έγνοια τους περιορίζεται μόνο στο πολιτικό παρόν. Όμως σ’ αυτόν τον αυτιστικό χρόνο το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι μπαλώματα κι όχι αλλαγές μακράς πνοής. Γι’ αυτό και η χώρα – από τα πολλά μπαλώματα – μοιάζει με κουρελού.

Εβδομάδα 8η

Δευτέρα 10 – Σάββατο 15 Αυγούστου 2015

 Μια ξεχωριστή μέρα για να τη θυμόμαστε. Στα βιβλία της Ιστορίας θα καταγραφεί. Και μετά από πολλά χρόνια θα μνημονεύεται σαν μια ξεχωριστή μέρα στη πολιτική ιστορία της χώρας. Την παραμονή της Παναγίας, οι βουλευτές συγκεντρώθηκαν βιαστικά, επέστρεψαν στη Βουλή και αφιερώθηκαν σε μια ολονύχτια συνεδρίαση για να νομοθετήσουν. Είναι όμως αλήθεια ότι το μνημόνιο της τρίτης δανειακής σύμβασης ήταν μια αρκούντως ισχυρή αφορμή. Αλλά η παράξενη συνεύρεση στη Βουλή των Ελλήνων, παραμονή της Παναγίας, προέκυψε και από μια άλλη αιτία. Που τη συναντάμε συχνά, αλλά πάντα τη παραβλέπουμε. Πρόκειται για τον βαθιά ριζωμένο εθισμό του πολιτικού συστήματος στην αναβλητικότητα. Γιατί το επείγον του σήμερα έχει πάντα τη ρίζα του στην αναβολή του χθες. Κι αυτή η κυβέρνηση ξόδεψε όλους αυτούς τους μήνες χωρίς να προετοιμάζεται για τίποτα. Το ίδιο ακριβώς που έκαναν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις. Με τα δικά τους κατεπείγοντα νομοθετήματα. Κι έτσι φτάσαμε στην κατεπείγουσα αυτή συνεδρίαση, όπου ασθμαίνον κατέφθασε το τρίτο μνημόνιο. Προχειρογραμμένο, με διορθώσεις στο γόνατο. Με γενικολογίες που μένει να εξειδικευτούν. Απ’ αυτά τα ορνιθοσκαλίσματα θα προκύψουν ένα σωρό καινούρια νομοθετήματα, με νέες δημιουργικές ασάφειες, που θα προστεθούν σ’ ένα ανεικονικό και ανερμάτιστο αραβούργημα με την επωνυμία «Ελληνικοί νόμοι». Το τρίτο μνημόνιο είναι εδώ μαζί μας. Καινούρια δανεικά θα μας φέρει, αλλά δε θα ανάψει κανένα φως για να βλέπουμε στο σκοτάδι.

Η δημοκρατία δε φταίει για τη γήρανση του πολιτικού συστήματος. Μέχρι πρόσφατα όταν μιλούσαμε για τη χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος εννοούσαμε τον παλιό δικομματισμό. Μέχρι που ήρθε στο προσκήνιο και η Αριστερά. Για να αποδείξει μέσα σε επτά μήνες ότι κι αυτή τελικά ανήκει στο ίδιο πολιτικό σύστημα. Γιατί αυτό που ονομάζουμε «χρεοκοπία του πολιτικού συστήματος» δεν έχει να κάνει με πρόσωπα,  με τζάκια ή με ηλικίες. Αλλά μόνο με κατεστημένες και παρακμασμένες αντιλήψεις στην άσκηση της πολιτικής. Κι έτσι η προσδοκώμενη ελπίδα, όπως την προανήγγειλε η Αριστερά δεν εμφανίστηκε και αναζητείται. Γιατί αυτό που παρουσίασε ήταν ένα ολόγραμμα της. Κι όσοι την ακολούθησαν ένα ολόγραμμα εμπιστεύτηκαν. Και τελικά πώς να αντλήσεις ελπίδα όταν ακούς τον υπουργό των οικονομικών να λέει: «Η κοινωνία θα κρίνει αν είναι καλή η συμφωνία». Δηλαδή πώς θα μας πείσει όταν ο ίδιος δεν έχει πειστεί; Και πώς να αντλήσεις ελπίδα όταν ο εισηγητής της κυβέρνησης για το νομοσχέδιο του μνημονίου μάς παραπέμπει στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ, που έκανε ο Λένιν με τους Γερμανούς; Η κρίση έβαλε δύσκολα προβλήματα στο πολιτικό σύστημα. Του έδωσε όμως και την ευκαιρία να αλλάξει ρότα. Να ανανεώσει τον τρόπο σκέψης και να αναζητήσει καινούριους δρόμους στη διαχείριση των δυσκολιών. Τα κόμματα όμως επέμειναν στη πεπατημένη. Με αποτέλεσμα η γήρανση να γίνει εμφανής. Όσοι όμως ταυτίζουν αυτή την αδυναμία με την ίδια τη δημοκρατία προφανώς κάνουν λάθος. Γιατί μόνο οι ελευθερίες που παρέχει η δημοκρατία μπορούν να κυοφορήσουν την αλλαγή, όταν δημιουργούνται συνθήκες παρακμής. Γιατί η ζωή έχει αποδείξει ότι ένα διαφορετικό μέλλον μπορεί να αποκαλυφθεί, ακόμα κι όταν στο παρόν δεν φαίνεται κανένα ανάλογο σημάδι. Και χωρίς τη δημοκρατία τέτοιου είδους αόρατες ζυμώσεις δεν θα ήταν ποτέ εφικτές.

 

Είναι εύκολο να κατακρίνεις, αλλά δύσκολο να προτείνεις. Ο Σόιμπλε είναι το επίκαιρο σύμβολο της ανημποριάς μας. Όταν θέλουμε να κατηγορήσουμε κάποιον με τον οποίον διαφωνούμε, τον ταυτίζουμε μαζί του. Λίγο πιο παλιά το ρόλο αυτόν τον έπαιζε η Μέρκελ. Και ακόμα παλαιότερα, οι τωρινοί μας αγαπημένοι, οι Αμερικάνοι. Γιατί άραγε δε μπορούμε να δούμε τη μεγάλη εικόνα; Γιατί όταν ανοίγουμε το στόμα μας έχουμε την απόλυτη βεβαιότητα ότι το δίκιο είναι με το μέρος μας; Γιατί ξοδεύουμε τόσο χρόνο και τόση ενέργεια στο να κατηγορούμε αλλήλους, αντί να ασχολούμαστε με τις προκλήσεις των καιρών; Γιατί φλυαρούμε τόσο πολύ για τη δημοκρατία, όταν διαγράφουμε αυτό που στα θεμέλια της είναι καθαρά γραμμένο:   Ότι και ο άλλος έχει μερίδιο στο δίκιο; Πού έχει κρυφτεί η διαλεκτική, που υποτίθεται ότι θα μας μάθαινε πώς να συνθέτουμε αντίθετες απόψεις; Γιατί έχουμε χάσει κάθε δυνατότητα να κρίνουμε τις ίδιες μας τις πράξεις; Και σοφότεροι να προχωράμε; Όλα αυτά τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα, ακόμα και σ’ αυτές τις δύσκολες ώρες που περνάμε. Κι αντί να χρησιμοποιούμε το παρόν για να διαμορφώσουμε το μέλλον, χρησιμοποιούμε το παρόν για να δικάσουμε το παρελθόν. Αναζητώντας τους ενόχους στο παρελθόν, στρέφουμε τη πλάτη μας στο μέλλον. Και ο χρόνος αμετακίνητους μάς οδηγεί προς το αύριο. Ακίνητοι, καβγατζήδες και μοιραίοι πορευόμαστε. Αλλά το αύριο είναι μπροστά μας και καταφθάνει. Εμείς όμως, με το βλέμμα προς τα πίσω, θα το υποδεχτούμε ανέτοιμοι όπως πάντα.

Το άνθος του κακού. Πόσοι πρωθυπουργοί, πόσοι υπουργοί και βουλευτές, δεν έχουν μετά παρρησίας δηλώσει ότι το κράτος μας έχει ανάγκη αναδιάρθρωσης; Η απάντηση είναι πάλι απλή. Όλοι. Όλοι χωρίς καμιά εξαίρεση. Και είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν ευαρεστήθηκε να επεξεργαστεί κατά προτεραιότητα ένα σχέδιο και να το θέσει σε δημόσια συζήτηση. Γιατί η ζωή σ’ αυτόν τον τόπο έχει σαν όριο τη περιορισμένη θητεία ενός υπουργού ή μιας κυβέρνησης. Η δουλειά όμως δεν γίνεται έτσι. Δεν γίνεται ο κάθε υπουργός να πετάει έναν καινούριο νόμο και να έρχεται ο επόμενος για να τον τροποποιήσει ή και να τον καταργήσει, για να βάλει κι αυτός τη δική του σφραγίδα, με τον δικό του νόμο. Το κράτος είναι ένας μηχανισμός που υπάρχει για να εξυπηρετεί τους πολίτες μιας χώρας. Δεν είναι δυνατόν ακόμα να αποδεχόμαστε ότι αυτός ο μηχανισμός μπορεί ακόμα να είναι το πεδίο των πολιτικών, ιδεολογικών και προσωπικών αντεκδικήσεων. Δεν είναι δυνατόν ακόμα να μην έχουμε αποφασίσει ότι η πολιτική εξουσία είναι ο εκτελεστικός πυλώνας της δημοκρατίας και δε μπορεί να ταυτίζεται με το κράτος. Μέχρι αυτές οι απλές διαπιστώσεις να συνομολογηθούν απ’ όλους, το κράτος θα παραμένει το άνθος του κακού. Όλοι θα μιλούν για την ανάγκη επανίδρυσης του κι όλοι μετά θα γυρίζουν τη πλάτη στα δικά τους λόγια. Στο μεταξύ θα συνεχίσουμε να το πασπατεύουμε, να το ζυμώνουμε και να το ξαναπλάθουμε. Θα το τροφοδοτούμε με γερές δόσεις νομοθετημάτων και διατάξεων, ώστε να παραμένει ένα τερατούργημα και να εμποδίζει αυτή τη χώρα να προοδεύσει. Και φυσικά πάντα θα υπάρχουν κι εκείνοι που θα κατηγορούν και θα απεχθάνονται τους δημόσιους υπαλλήλους, έχοντας τη τραγική ψευδαίσθηση ότι αυτοί είναι οι υπαίτιοι για τις στρεβλώσεις. Πιστεύοντας ότι μόνο οι απολύσεις θα σώσουν τη κατάσταση. Και δε μπορούν να δουν ότι η δυσανεξία του δικού μας κράτους δεν οφείλεται στους ανθρώπους που το υπηρετούν, αλλά στην  ανερμάτιστη δομή του. Αυτή η περίπλοκη και ανακόλουθη δομή  είναι που εμποδίζει και τους εργαζόμενους στο δημόσιο να είναι παραγωγικοί και δημιουργικοί. Τους καταδικάζει είτε στην απραξία, είτε στην υπερεργασία. Αλλά το κράτος τελικά δε μπορεί να το αλλάξει καμιά κυβέρνηση από μόνη της και κανένα εμπνευσμένο νομοσχέδιο. Γι’ αυτό το εγχείρημα είναι απαραίτητη η επιμελής δουλειά διακομματικών ομάδων εργασίας. Γιατί οι μεγάλες αλλαγές, που έχουν μακροχρόνιο ορίζοντα, έχουν ανάγκη από μεγάλες συναινέσεις, για να έχουν νόημα. Κάποιος όμως πρέπει να πάρει την πρωτοβουλία. Αλλά ποιος;

 

Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Μια χώρα που αποστρέφεται την καινοτομία δεν έχει μέλλον. Μια χώρα δεν έχει μέλλον όταν βραβεύει τα παιδιά της για μια καινοτόμα εφεύρεση και μετά τα αφήνει στη τυραννία άπειρων νόμων και κανονισμών και διατάξεων και εγκυκλίων και παραπομπών και συναρμόδιων υπηρεσιών. Πώς να γίνουν αναπτυξιακές ιδιωτικοποιήσεις σ’ ένα περιβάλλον παρασιτικού καπιταλισμού; Και από την άλλη, πώς να εμπιστευτείς δημόσιες επενδύσεις, όταν για τα δημόσια έργα απαιτούνται σαράντα κύματα εγκρίσεων, δηλαδή σαράντα υποψηφιότητες διαφθοράς; Τα θαλασσοδάνεια δεν θα υπήρχαν, χωρίς αυτό το δύσμορφο κράτος. Ένα κράτος που δε θα μπορούσε να λειτουργήσει, ακόμα κι αν στην εξουσία βρεθεί κυβέρνηση αγγέλων.  Ένας άλλος κόσμος όμως είναι εφικτός. Κι αυτός δε θα βρεθεί ούτε στις εργαλειοθήκες του ΟΟΣΑ, ούτε στις αναμνήσεις των κολχόζ. Ούτε φυσικά στις προχειρολογίες των μνημονίων που μας ταλανίζουν πέντε χρόνια ήδη. Ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός. Αν αποφασίσουμε να σκεφτούμε διαφορετικά απ’ ότι έχουμε συνηθίσει.

Εβδομάδα 9η

Δευτέρα 17 – Σάββατο 22 Αυγούστου 2015

Μια νέα εποχή μες στην ομίχλη. Δεν είναι ούτε η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η αβεβαιότητα, ενόψει των εκλογών που έρχονται, στο επίκεντρο των εξελίξεων. Αυτά τα γεγονότα βρίσκονται στη βιτρίνα. Αυτά βλέπουμε και είναι φυσικό γι’ αυτά  να συζητάμε. Όπως πάντα όμως, πίσω απ’ την επικαιρότητα κρύβεται η αθέατη ουσία. Γιατί στην πραγματικότητα αυτό που έχει σημασία είναι ότι ένας κύκλος έκλεισε οριστικά. Και βρισκόμαστε στην εκκίνηση μιας νέας περιόδου. Η τελευταία πράξη παίχτηκε όταν κι αυτή η κυβέρνηση διάλεξε το μικρότερο κακό. Δηλαδή το δρόμο του μνημονίου, απορρίπτοντας την άτακτη χρεοκοπία. Η επιλογή αυτή δεν σήμαινε την ενηλικίωση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως πολλοί υπέθεσαν. Ούτε ήταν μια αναμενόμενη κωλοτούμπα όπως άλλοι διαπίστωναν. Ήταν ο τρόμος μπροστά στην ανεξέλεγκτη κατάσταση που θα προέκυπτε, μετά την ολοκλήρωση της παράτασης του δεύτερου μνημονίου. Δεν υπάρχει κανείς πολιτικός σ’ αυτόν τον τόπο, που θα είχε τη δύναμη να σηκώσει το βάρος μιας τέτοιας απότομης και κατακλυσμιαίας καταστροφής. Κανείς απολύτως. Ούτε και οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές του εθνικού νομίσματος. Κι αυτοί ακόμα θα τρόμαζαν μπροστά στο χάσμα που θα αντίκριζαν. Έτσι ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε το τρίτο και τελευταίο αντιμνημονιακό κόμμα που υπέγραψε μνημόνιο. Και μ’ αυτόν τον τρόπο ο κύκλος έκλεισε μια για πάντα. Γιατί τώρα πια τα κόμματα που συνεχίζουν να εμμένουν εκ του ασφαλούς σε αντιμνημονιακές διακηρύξεις δεν είναι σε θέση να συγκροτήσουν μια ισχυρή πολιτική δύναμη, ικανή να κερδίσει την εξουσία. Παρ’ όλα αυτά όμως καμιά εναλλακτική διαδρομή δεν έχει ακόμα χαραχθεί στο χάρτη. Κι έτσι ακόμα δε ξέρουμε πού πάμε. Η νέα εποχή που εκκίνησε είναι τυλιγμένη μες στην ομίχλη.

 

Παροράματα της πολιτικής ανάλυσης. Έξη χρόνια πέρασαν από τότε που η κρίση μάς κτύπησε την πόρτα. Έξη χρόνια πέρασαν και η λέξη μνημόνιο έγινε εφιάλτης. Και σκέπασε με την ισχύ της κάθε άλλη πιθανή εξήγηση των γεγονότων. Το βιβλίο αυτής της περιόδου είναι γεμάτο παροράματα. Ας κάνουμε μια ψύχραιμη προσπάθεια να καταγράψουμε τις διορθώσεις.

 

—Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι ένας οργανισμός όπου συμμετέχει η συντριπτική πλειοψηφία των κρατών που υπάρχουν σήμερα. Η χώρα μας είναι ιδρυτικό μέλος. Σκοπός του Οργανισμού είναι να παρέχει δάνεια με χαμηλά επιτόκια σε χώρες που αδυνατούν να εκδώσουν ομόλογα και να δανειστούν από τις αγορές. Η κακοδιαχείριση είναι σίγουρα η βασική αιτία που μια χώρα μπορεί να φτάσει σε δυσμενή θέση. Αν αυτό συνδυαστεί με μια παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, η οποία προκαλεί περιορισμό της ρευστότητας, τότε τα αποτελέσματα της κακοδιαχείρισης θα εμφανιστούν με ακόμα πιο δραματικό τρόπο. Όπως συνέβη στην περίπτωση μας. Για να προχωρήσει το ΔΝΤ στον χαμηλότοκο (και όχι τοκογλυφικό) δανεισμό, θα πρέπει η ενδιαφερόμενη χώρα να συμφωνήσει να εξαλείψει τις αιτίες της κακοδιαχείρισης. Η συμφωνία αυτή λέγεται μνημόνιο.

—Η ιδιοκτησία του μνημονίου ανήκει πάντα στη χώρα που ζητάει το δάνειο. Αυτό είναι υποχρεωτικό. Και απολύτως δημοκρατικό. Η χώρα που χρεοκόπησε να επιλέγει με ποιο τρόπο θα βγει από την κρίση. Και έξοδος από την κρίση σημαίνει επανάκτηση της διεθνούς αξιοπιστίας. Μόνον τότε η χώρα αποκτάει πάλι τη δυνατότητα να εκδίδει ομόλογα και να δανείζεται από τις αγορές με προσιτά επιτόκια. Η δική μας επιλογή για το πώς θα βγούμε από την κρίση ήταν τα τρία μνημόνια. Και τα τρία ήταν έμπνευση και ιδιοκτησία των κυβερνήσεων που τα υπέγραψαν. Οπότε και οι ρητορείες όπως ότι «η αποφασιστικότητα της κυβέρνησης απέτρεψε τους δανειστές να επιβάλουν τη βούληση τους» ανήκουν προφανώς στα συνήθη πολιτικά ψέματα.

—Οι σκληρές διαπραγματεύσεις, που διαφήμισαν όλες οι κυβερνήσεις της κρίσης, δεν είναι τίποτα άλλο παρά η σκληρή προσπάθεια να μη διορθωθούν οι αιτίες της κακοδιαχείρισης. Δηλαδή επί έξη χρόνια προσπαθούμε με κάθε τρόπο να μην αλλάξουμε τίποτα. Το αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας ήταν αυτό που ξέρουμε. Βαθιά ύφεση και εκτεταμένη ανεργία. Ναι είναι  αλήθεια ότι τα μνημόνια μάς οδήγησαν σ’ αυτό το χάλι. Αλλά τα μνημόνια που εμείς επινοήσαμε. Και τα οποία θα μπορούσαν να ήταν τελείως διαφορετικά. Και με πολύ πιο ευνοϊκά αποτελέσματα. Μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε ότι το ΔΝΤ και η ΕΕ διαφωνούν ριζικά και με τα τρία μνημόνια που επιλέξαμε. Κι όμως διαφωνούν. Γι’ αυτό δεν μας εμπιστεύονται. Γι’ αυτό και δεν πιστεύουν ότι είμαστε σε θέση να δημιουργήσουμε προϋποθέσεις ανάπτυξης και να βγούμε επιτέλους από τη κρίση.

—Η χώρα μας είναι καταχρεωμένη. Μας είναι όμως δύσκολο να καταλάβουμε ότι δεν είναι αυτό το πρόβλημα. Υπάρχουν χώρες πολύ πιο χρεωμένες απ’ τη δική μας. Το δικό μας πρόβλημα είναι ότι το χρέος μας είναι δυσανάλογο με τον περιορισμένο πλούτο που παράγουμε. Καμιά συζήτηση για το χρέος δεν έχει νόημα, αν δεν βρούμε τον τρόπο να αυξήσουμε δραστικά τον παραγόμενο πλούτο. Αλλά η ανάπτυξη μπορεί να έγινε μια πολύφερνη νύφη, αλλά ο γάμος μονίμως αναβάλλεται για το μέλλον. Τώρα μας απασχολούν τα μνημόνια και το χρέος. Μηρυκάζουμε δηλαδή το αδιέξοδο μας. Και ζούμε με την ψευδαίσθηση ότι αν προχωρήσουμε και σ’ άλλες περικοπές και σ’ άλλους φόρους για να πάρουμε κι άλλα δανεικά θα σωθούμε. Στην ίδια ψευδαίσθηση ανήκει και η προσδοκία απομείωσης του χρέους.

—Οι περισσότεροι θεωρούν ότι τα δάνεια που μας δίνουν οι ευρωπαίοι εταίροι μας είναι καταστροφικά. Ότι μας φορτώνουν με χρέη για να μας κρατούν εξαρτημένους. Ότι τα δάνεια τους είναι η αιτία της λιτότητας. Κι έτσι αντιμετωπίζουμε το Eurogroupκαι ειδικότερα τους βόρειους εταίρους σαν εχθρούς, χωρίς ίχνος αλληλεγγύης. Υπάρχει όμως μια απλή απάντηση που ακυρώνει αμέσως αυτόν τον ισχυρισμό. Αλληλεγγύη είναι το επιτόκιο κι όχι το δάνειο. Γιατί μας προσφέρουν ένα χαριστικό επιτόκιο που είναι αδύνατο να το βρούμε αλλού όσο κι αν ψάξουμε.

 

Αν είχαμε ξεμπερδέψει από όλες αυτές τις παρανοήσεις, θα ασχολούμασταν από την αρχή με τα πραγματικά προβλήματα της χώρας. Αν δεν είχαμε χαθεί στον κυκεώνα αδιέξοδων συζητήσεων για τα μνημόνια, για το χρέος, για τους κακούς δανειστές, τον κακό καπιταλισμό και για όλα τα συναφή, τότε θα είχαμε τον καιρό να χαράξουμε πορεία. Αν δεν ξοδεύαμε το χρόνο μας να καταδικάζουμε αλλήλους ως ενόχους, θα μπορούσε κάποιος διάλογος να ξεκινήσει.

 

Κανένας μόνος του δεν μπορεί να μας οδηγήσει στο τέλος της κρίσης. Καμιά κυβέρνηση δεν μπορεί να μας οδηγήσει έξω από το τούνελ. Αλλά ούτε οι Ευρωπαίοι, ούτε τα δάνεια ή το κούρεμα τους, ούτε κάποιο πολιτικό κόμμα από μόνο του. Η χώρα μας πάσχει από δομικές στρεβλώσεις. Οι οποίες στη συνείδηση μας έχουν δυστυχώς υποβαθμιστεί σε κακώς κείμενα, έτσι γενικά. Και πιστεύουμε ότι μια πρόθυμη κυβέρνηση θα μπορούσε με τα κατάλληλα νομοσχέδια να τα διορθώσει. Κι όμως η νομοθετική εργασία οποιασδήποτε κυβέρνησης (γιατί στη χώρα μας οι κυβερνήσεις νομοθετούν κι όχι η Βουλή) το πιθανότερο είναι να χειροτερέψει την κατάσταση. Όπως εξ άλλου συνέβη όλα αυτά τα χρόνια. Γιατί στα χρόνια των μνημονίων η νομοθετική υπερπαραγωγή αντί να μειώσει τη γραφειοκρατία, τη γιγάντωσε.  Κι έκανε το κράτος ακόμα πιο δυσλειτουργικό. Είναι καιρός επιτέλους να αποφασίσουμε ότι δεν είναι δουλειά της εκτελεστικής εξουσίας να ασχολείται με νομοθετικές επιδιορθώσεις. Ας αποσυρθεί στα θεσμικά της καθήκοντα. Που είναι η διαχείριση της καθημερινότητας. Και τα κόμματα που είναι να κυβερνήσουν ας κυβερνήσουν. Η χώρα όμως μπορεί να αλλάξει μόνο από διακομματικές ομάδες εργασίας. Όπου θα εκπροσωπούνται όλα τα κόμματα που αποδέχονται την Ευρώπη και τους κανόνες της. Και ίσως έτσι σχεδιάσουμε το δικό μας εσωτερικό μνημόνιο. Ή προς το πιο εύηχο, το εθνικό σχέδιο για την έξοδο από τη κρίση. Όλα αυτά τα χρόνια είναι πολλοί εκείνοι που μιλούν για εθνική συνεννόηση. Μόνο που εκεί τελειώνει και η συζήτηση. Και είναι απορίας άξιο πώς κόμματα με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, δεν πήραν τη πρωτοβουλία να συνεργαστούν έξω από τη κεντρική πολιτική σκηνή. Και να επεξεργαστούν ένα σχέδιο μεταμόρφωσης της χώρας μας που θα στηρίζεται στην απλή λογική και σε όλα που ήδη συμφωνούν. Γιατί κανείς δε μπορεί από μόνος του να μας βγάλει έξω από την κρίση, χωρίς να ακούσει και τους άλλους.

 

Εβδομάδα 10η

Δευτέρα 24 – Σάββατο 29 Αυγούστου 2015

Κάθε τέλος είναι μια καινούρια αρχή. Ο Τζων Ρηντ ήταν ένας αμερικανός δημοσιογράφος, που είχε την τύχη να ζήσει από κοντά τα μεγάλα γεγονότα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Σε εκείνες τις εμπειρίες αφιέρωσε το φημισμένο βιβλίο του «Οι 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο». Μια παράφραση αυτού του τίτλου είναι και η σειρά που ολοκληρώνεται σήμερα. Φυσικά τα γεγονότα εκείνης της εποχής ήταν μακράν πιο σημαντικά από όλα όσα συνέβησαν στη μικρή μας πατρίδα αυτό το καλοκαίρι. Παρ’ όλα αυτά μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι αυτές οι 10 εβδομάδες – αν δεν συγκλόνισαν τη χώρα – σίγουρα άλλαξαν ριζικά το σκηνικό που είχαμε συνηθίσει. Από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος μέχρι σήμερα οι εξελίξεις ήταν πυκνές και καθοριστικές. Και κούμπωσαν – κατά περίεργη σύμπτωση – στις 10 εβδομάδες που συμβολικά αυτή η ενότητα είχε προτάξει. Η 10η εβδομάδα έκλεισε με έναν σαφή επίλογο. Τη προκήρυξη των εκλογών. Δεν έχει νόημα να επαναλάβουμε τα γεγονότα. Η εβδομάδα-κλειδί όμως ήταν εκείνη που ακολούθησε το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου. Ήταν τότε που αποφασίστηκε από την κυβέρνηση να πει «ναι» στη συμφωνία. Γιατί τότε βρεθήκαμε για πρώτη φορά και με τον πλέον επίσημο τρόπο στο μεγάλο σταυροδρόμι. Τώρα πια αυτή η περίοδος τελείωσε. Και κάθε τέλος συνδέεται με μια καινούρια αρχή. Που μένει να δούμε πού θα μας βγάλει.

 

Το τελικό νόημα της υποτιθέμενης ρήξης. Η πιο σημαντική διαπίστωση αυτών των δέκα εβδομάδων είναι ακριβώς η ανυπαρξία ενός σχεδίου Β. Όχι γιατί επιδείχθηκε ανικανότητα στην επεξεργασία του. Απλά γιατί είναι αδύνατο να υπάρξει. Το σχέδιο Β στις φαντασιακές μας αναζητήσεις ήταν πάντα το εθνικό νόμισμα. Πλανιόταν σαν η μοναδική αντίσταση στις μνημονιακές υποχρεώσεις. Έμοιαζε σα μια ηρωική έξοδος από όλα αυτά που νομίζαμε ότι μας καταδυνάστευαν. Κι όπως ήταν φυσικό μια αριστερή κυβέρνηση ήταν έτοιμη να συγκρουστεί. Όταν όμως έφτασε η ακροτελεύτια στιγμή, το τελευταίο δευτερόλεπτο, οπότε και η απόφαση θα έπρεπε οριστικά να παρθεί, τότε έγινε κατανοητό ότι δεν υπάρχει η θεωρία του εθνικού νομίσματος. Ότι η συνέχεια του έργου θα ήταν η άτακτη χρεοκοπία. Κι ότι όσα εθνικά νομίσματα κι αν τυπώναμε, σε όποιες ποσότητες και με όποια επίσπευση, τελικά θα κατείχαμε ένα νόμισμα απολύτως αναξιόπιστο στις διεθνείς συναλλαγές. Και φυσικά η άτακτη χρεοκοπία δε θα προσκόμιζε κανενός είδους εθνική ανεξαρτησία. Αντίθετα θα οδηγούσε στην απόλυτη εξάρτηση και στη βαθιά ταπείνωση. Κι όλα αυτά θα συνέβαιναν, απλά γιατί οι εποχές άλλαξαν. Γιατί τώρα πλέον η κινητικότητα του χρήματος ξεπερνάει κατά πολύ τον στατικό τρόπο που σκεφτόμαστε. Όταν οι μπολσεβίκοι, στις 10 μέρες που συγκλόνισαν τον κόσμο, κατέλαβαν την κεντρική τράπεζα στην Πετρούπολη, κατάσχεσαν τον χρυσό που ήταν εκεί φυλαγμένος. Αν όμως κάποιος σήμερα καταλάβει την Τράπεζα της Ελλάδος, θα απομείνει μόνο με τα ντουβάρια. Το χρήμα πλέον κινείται συνεχώς και με πολλές μορφές σε ένα παγκόσμιο παιχνίδι επικίνδυνης ισορροπίας. Το δίλημμα λοιπόν ευρώ ή δραχμή ή σε άλλη μετάφραση μνημόνιο ή ρήξη, είναι ανύπαρκτο. Γιατί, όπως συμβαίνει και με όλα τα διλήμματα, είναι μια δική μας κατασκευή, που έχει αγκυλώσει την σκέψη μας. Γιατί η απάντηση πάντα βρίσκεται πέρα και μακριά από τα όποια διλήμματα. Σε έναν άλλο δρόμο, που μας καλεί πρώτα να τον διακρίνουμε και μετά να τον ακολουθήσουμε.

 

Μια ευτράπελη και τραγική ιστορία. Αυτές οι 10 εβδομάδες μας βοήθησαν να καταλάβουμε το έλλειμμα αξιοπιστίας, που είχε το δίπολο μνημόνιο – αντιμνημόνιο. Τελικά οι δύο αυτές αντίθετες και φαινομενικά συγκρουόμενες έννοιες αποδείχθηκε πως ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όποιος ήταν αντιμνημονιακός, τελικά ήταν και μνημονιακός. Αρκούσε μόνο να κυβερνήσει. Κι έτσι στην ταυτότητα μιας αντιμνημονιακής κυβέρνησης ήταν τελικά αποτυπωμένη υποχρεωτικά και η μνημονιακή της ιδιότητα. Ότι κι αν πιστεύαμε, ότι κι αν λέγαμε, η ίδια η ζωή μάς έκανε να αντιληφθούμε ότι δεν μπορείς να αντιπαλέψεις το μνημόνιο με το αντίθετο του. Και είναι αστείο, τραγικό και εντυπωσιακό μαζί, πώς οι πιο αλλοπρόσαλλες πολιτικές δυνάμεις, που επί πέντε χρόνια δήλωναν αντίπαλοι, στο τέλος συναντήθηκαν όλες στο βωμό των μνημονίων. Όλοι βίωσαν τις ίδιες εμπειρίες. Οι σοσιαλιστές πρώτα, οι φιλελεύθεροι μετά και τώρα η αριστερά, που ήταν και η τελευταία εφεδρεία αυτού του συστήματος. Όλοι ακολούθησαν το ίδιο σενάριο. Αντιστάθηκαν «χάριν του λαού». Στη συνέχεια υποτάχθηκαν  «χάριν του λαού». Και στο τέλος διασπάστηκαν. Όσο όμως δε θα συζητάμε για τη τρίτη λύση θα συνεχίζουμε να κρατάμε στο χέρι μας ένα νόμισμα που η μια του όψη γράφει «μνημόνιο» και η άλλη «ρήξη». Και η μόνη διέξοδος απ’ αυτή τη σχιζοφρένεια είναι να πετάξουμε αυτό το καταραμένο κέρμα κατ’ ευθείαν στα σκουπίδια. Αφού ούτε το μνημόνιο μας ωφελεί, ούτε η ρήξη.

 

Η γιορτή της δημοκρατίας. Όλοι θέλουμε να πιστεύουμε ότι οι εκλογές είναι η γιορτή της δημοκρατίας. Είναι μια κοινολογία που πρόσχαρα την αποδεχόμαστε χωρίς να την κρίνουμε. Και δεν περνάει απ’ το μυαλό μας ότι γιορτή της δημοκρατίας είναι όλα όσα συμβαίνουν ανάμεσα σε δύο εκλογές. Η ψήφος είναι οι ρόδες, αλλά όχι η απόσταση που κάθε φορά καλείται να διανύσει η δημοκρατία. Τον επόμενο μήνα έχουμε πάλι εκλογές και την ψευδαίσθηση ότι πάλι θα γιορτάσουμε. Η λαϊκή θέληση είναι και πάλι έτοιμη να αποφανθεί, αφού η κυβέρνηση έχασε τη δεδηλωμένη. Είναι  όμως ανησυχητικό να πορευόμαστε με την ίδια ρητορική, ενώ οι εποχές έχουν αλλάξει. Ήδη βλέπουμε παντού να κυκλοφορεί η ίδια γνωστή πραμάτεια. Οι αντιμνημονιακοί ως συνήθως θα προαναγγέλλουν με ηρωισμό κατεδαφίσεις. Και οι μνημονιακοί – που τώρα είναι περισσότεροι – θα στριμώχνονται για το ποιος θα αλαφρύνει το μνημόνιο και ποιος θα το υλοποιήσει καλύτερα προς όφελος πάντα του λαού. Ο καθένας θα επικαλείται τη δική του αυθεντία, χωρίς όμως στην ουσία να λέει τίποτα. Μόνο γενικολογίες και υπερήφανα λόγια. Και μετά θα ακολουθήσει η γνωστή ρουτίνα. Πολλές κόκκινες γραμμές, που κανείς δεν ξέρει ποιες ακριβώς είναι και κανείς φυσικά δεν πρόκειται να τις τηρήσει. Το πιθανότερο είναι να σχηματιστεί  κάποιου είδους συγκυβέρνηση. Που θα βασίζεται σε μια αόριστη και γενικόλογη συμφωνία της μιας σελίδας. Μετά θα μοιραστούν τα υπουργεία, τα οποία και θα λειτουργήσουν όπως πάντα σαν βιλαέτια. Όπου ο κάθε υπουργός θα ονειρεύεται να βάλει τη δική του σφραγίδα γιατί τα βρήκε όλα λάθος. Θα διοριστούν φίλοι και γνωστοί σε θέσεις διοίκησης, γιατί οι προηγούμενοι δεν είναι δικοί μας. Κι έτσι θα ξημερώνουν και θα βραδιάζουν οι μέρες και οι μήνες. Αναμένοντας την επόμενη γιορτή της δημοκρατίας.

 

Πρόλογος αντί επιλόγου. Πολλοί πιστεύουν ότι εφ’ όσον εξασφαλίσαμε ένα νέο τριετή δανεισμό, η ιστορία θα επαναληφθεί όπως και στα προηγούμενα μνημόνια. Και δε θα έχουμε κανένα λόγο να ανησυχούμε. Θα υποστούμε τις γνωστές χρονοβόρες αξιολογήσεις και το χρήμα θα έρχεται, έστω και με καθυστέρηση. Όμως όχι. Η μνημονιακή ρουτίνα δεν είναι αυτό που μας περιμένει. Αμέσως μετά τις εκλογές θα ξεκινήσει να γράφεται ο πρόλογος του νέου βιβλίου της Ιστορίας μας. Που όσοι νομίζουν ότι θα είναι αντιγραφή του παλιού θα συναντήσουν πολλές εκπλήξεις. Γιατί το θέμα δεν είναι ποιος θα κόψει πρώτος το νήμα στις εκλογές. Ούτε τι κυβέρνηση θα σχηματιστεί. Το μεγάλο θέμα είναι αν θα βρεθεί ο τρόπος για να γίνει η μεγάλη υπέρβαση. Να ανατρέψουμε δηλαδή τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τη κρίση. Και να διατυπώσουμε επιτέλους ένα ρεαλιστικό, αλλά πάνω απ’ όλα καινοτόμο σχέδιο ανασυγκρότησης. Προσπερνώντας τις όποιες φιλελεύθερες ή σοσιαλδημοκρατικές ή αριστερές εμμονές. Έξω απ’ τα κουτάκια των συνηθισμένων πολιτικών αντιπαραθέσεων. Αυτή είναι η μοναδική πρόκληση των καιρών. Γιατί αν νομίζουμε ότι ακόμα έχουμε τη δυνατότητα για businessasusual, τότε  σύντομα θα ψάχνουμε πάλι για δικαιολογίες. Για εχθρούς που θα φταίνε και για τις δικές μας ολιγωρίες και απερισκεψίες, που σίγουρα θα είναι ευθύνη των άλλων.

SHARE
RELATED POSTS
«BALTAKOS GATE», του Γιάννη Καραχισαρίδη
Το Ευρωκοινοβούλιο κρίνει την Τρόϊκα, του Γιάννη Καραχισαρίδη
Ανεπίκαιρα αποκλειστικά από τον Γιάννη Καραχισαρίδη (άρθρο 1ο): Η σύγχυση μπροστά στη νέα εποχή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.