Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Φίλες και φίλοι,
Ενώ ο Νέλσον Μαντέλα βρίσκεται στη φυλακή, τον Ιούλιο του 1963, σε μια επιδρομή της αστυνομίας, βρέθηκαν έγγραφα του Δόρατος του Έθνους, με αναφορές στο όνομά του. Μια νέα δίκη άρχισε τον Οκτώβριο, κατηγορώντας τον για σαμποτάζ και συνωμοσία βίαιης ανατροπής της κυβέρνησης. Ο Νέλσον και άλλοι πέντε κατηγορούμενοι παραδέχτηκαν τα σαμποτάζ και αρνήθηκαν τις θεωρίες περί συνωμοσίας, χρησιμοποιώντας την δίκη ως μέσον διάδοσης των πολιτικών τους πεποιθήσεων. Ο Νέλσον μιλούσε επί τρεις ώρες, λέγοντας « είμαι έτοιμος να πεθάνω». Παρά το γενονός ότι απαγορευόταν, όλες οι εφημερίδες ανέφεραν τα λόγια του. Η δίκη προκάλεσε διεθνές ενδιαφέρον, κλήσεις για την αθώωσή του ήρθαν από τα Ηνωμένα Έθνη και το Διεθνές Κίνημα Ειρήνης.
Στις 12 Ιουνίου 1964 ο Νέλσον Μαντέλα βρέθηκε ένοχος για όλες τις κατηγορίες. Η κατηγορούσα αρχή πρότεινε την θανατική ποινή, αλλά ο δικαστής τον καταδίκασε σε ισόβια.
Οι έξι κατηγορούμενοι (ο Μαντέλα και οι άλλοι πέντε) μεταφέρθηκαν στις φυλακές του Robben Island και παρέμειναν εκεί τα επόμενα δέκα οκτώ χρόνια. Το κελί του Νέλσον ήταν 2,1 Χ 2,4μ. Ήταν υγρό, τσιμεντένιο και είχε ένα αχυρόστρωμα, ένα σκαμνί κι έναν τενεκεδένιο σκουπιδοτενεκέ. Οι έξι τους έσπαζαν καθημερινά βράχια και τα μετέτρεπαν σε χαλίκια. Έναν χρόνο μετά, τους έστειλαν σε λατομείο ασβέστη. Η χρήση γυαλιών ηλίου απαγορευόταν και η λάμψη του ασβέστη προκάλεσε μόνιμες βλάβες στα μάτια του Νέλσον. Πολλές φορές τον έκλειναν στην απομόνωση, με την κατηγορία ότι έβρισκαν λαθραία αποκόμματα εφημερίδων στα χαρτιά του (οι εφημερίδες απαγορεύονταν).
Παρ’ όλες αυτές τις κακουχίες, είχε το σθένος να ασχολείται τα βράδια με το μεταπτυχιακό του.
Η μητέρα του πέθανε το 1968 και ο πρώτος του γιος το 1969. Δεν τού επέτρεψαν να πάει στις κηδείες τους. Η Γουίνι ήταν φυλακισμένη τον περισσότερο καιρό με χίλιες δύο προφάσεις, επομένως ήταν αδύνατον να τον επισκεφθεί. Ακόμη κι όταν αποφυλακίστηκε το 1977, αναγκάστηκε να μείνει δια της βίας στο Μπράντφορντ, ώστε να μην καταστεί δυνατόν να τον επισκεφθεί.
Οι συνθήκες της φυλακής βελτιώθηκαν μετά το 1967. Τους έδωσαν μακριά παντελόνια (ως τότε φορούσαν κοντά) και η τροφή καλυτέρεψε. Ο Νέλσον έπρεπε να περιμένει ως το 1975 για να καταφέρει να δέχεται επιστολές και επισκέψεις. Τότε ξεκίνησε να γράφει και την αυτοβιογραφία του, την οποία έστειλε λαθραία στο Λονδίνο. Στάθηκε άτυχος και οι δεσμοφύλακες βρήκαν κάποιες σελίδες, με αποτέλεσμα να σταματήσει το μεταπτυχιακό του για τέσσερα ολόκληρα χρόνια. Και τότε, η ακαταπόνητη ψυχή του στράφηκε στην κηπουρική.
Στις 31 Μαρτίου 1982, μαζί με τους Σισούλου, Μλάμπα και Μλαγκένι μεταφέρθηκε στις φυλακές Πόλσμορ στο Κέηπ Τάουν. Τρία χρόνια αργότερα υποβλήθηκε σε επέμβαση προστάτη και όταν επέστρεψε στη φυλακή, τον οδήγησαν σε ένα μοναχικό κελί. Εκείνος, άρχισε τις προσπάθειες για μια συνάντηση μεταξύ κυβέρνησης και Εθνικού Κογκρέσου.
(Γελώ όταν σκέφτομαι τις θυμωμένες αντιδράσεις των Αρχών, κάθε φορά που τον πίεζαν ψυχολογικά κι εκείνος αντιδρούσε σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό).
Τον Αύγουστο του 1988 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με φυματίωση. Μετά τη θεραπεία, τον οδήγησαν στην φυλακή Βίκτορ Βέρστερ κοντά στο Πάαρλ, για τους επόμενους δεκατέσσερις μήνες.
Ύστερα από τρεις αποτυχημένες προσφορές αποφυλάκισης (λόγω διεθνούς πίεσης), ο Νέλσον Μαντέλα αποφυλακίσθηκε την Κυριακή, 11 Φεβρουαρίου 1990, τέσσερις μήνες μετά την αποφυλάκιση των φίλων του, και αφοσιώθηκε στις συνεννοήσεις για το τέλος της λευκής κυβέρνησης μειονότητας. Την επόμενη χρονιά διαδέχτηκε τον καλό του φίλο Όλιβερ Τάμπο εκλεγόμενος Πρόεδρος του Εθνικού Κογκρέσου.
Το 1993 κέρδισε το Νόμπελ Ειρήνης και στα τέλη του Απριλίου 1994 ψήφισε για πρώτη φορά στη ζωή του. Ήταν 76 ετών.
Στις 10 Μαΐου 1994 αναδείχθηκε πρώτος μαύρος εκλεγμένος Πρόεδρος της Νοτίου Αφρικής. Το 1999, κρατώντας την υπόσχεσή του, παραιτήθηκε και συνέχισε να εργάζεται στο Ίδρυμα Νέλσον Μαντέλα.
Πέθανε στο σπίτι του στο Γιοχάννεσμπουργκ στις 5 Δεκεμβρίου 2013.