Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μικρή ιστορία για την Ημέρα της Γυναίκας, της Μάρως Κακαβέλα

Spread the love

Θα το βρείτε: σε “Πολιτεία”, “Πρωτοπορία” Αθήνας-Θεσσαλονίκης-Πάτρας, “Ιανός” Αθήνας και Θεσσαλονίκης, και σε όλα τα βιβλιοπωλεία της Ελλάδας και του εξωτερικού που θα ζητηθεί σε 2-5 ημέρες. β) ΗΠΑ μέσω του “Εθνικού Κήρυκα”. γ)στις εκδόσεις Φίλντισι on line, με μειλ ή τηλεφωνικά 210 65 40 170 – [email protected]

όλα τα συγγραφικά έσοδα θα διατεθούν σε οικογένειες με παιδικό καρκίνο.

Η Μάρω Κακαβέλα είναι Μηχανολόγος Μηχανικός και ήταν υποψήφια ευρωβουλευτής με το ΠΟΤΑΜΙ.

Σε μια απ’ αυτές τις φιλόδοξες αλλά και συνάμα απέλπιδες προσπάθειες της ν’ αναδιατάξει ντουλάπες και σκέψεις και να τις οργανώσει ανά χρώμα και σκοπό, το ανακάλυψε ζαρωμένο και ξεχασμένο σε μια ανήλιαγη γωνιά, καλά κρυμμένο πίσω από κάτι πλεκτές με βελονάκι κουβέρτες, απομεινάρια μιας κληρονομημένης προίκας που δεν επρόκειτο ποτέ να στρωθούν πάνω σε κρεβάτια.

Στην αρχή νόμισε ότι θα ήταν ένα ακόμη, κάποτε πάλλευκο, μα τώρα πια κιτρινισμένο νυφιάτικο κουβερλί που είχε γλιτώσει από τις τόσες και τόσες μανιακές εκκαθαρίσεις άχρηστων ρούχων κι αναμνήσεων. Όμως αμέσως μόλις το ακούμπησε για να το ανασύρει από την λήθη και να το τραβήξει προς το φως, κατάλαβε από την πρώτη κιόλας αίσθηση που της άφησε η επαφή μαζί του, ότι αυτό ήταν κάτι τελείως διαφορετικό, αφού η χούφτα της γέμισε από το θρόισμα ενός ανέμελου παρελθόντος και μιας μεταξωτής, εύθραυστης και ξεχασμένης νιότης, που τόσο αναπάντεχα αναδυόταν στο σήμερα, τόσο ντελικάτης που τρόμαξε και φοβήθηκε ότι η οποιαδήποτε απότομη κίνησή της θα την έκανε να φυλλορροήσει.

Έτσι με προσοχή, με μια ευλαβικότητα και μια περίσκεψη, που ακόμα κι ο άντρας της θα ορκιζόταν ότι καθόλου μα καθόλου δεν την αντιπροσώπευαν, έσυρε αργά και βασανιστικά από τα έγκατα μιας άλλης εποχής, το αναπάντεχο εύρημα της. Είχε κι αυτό πια καταντήσει ένα κουβάρι από πτυχές και χρόνια κι εποχές και βάρη.

Και της πήρε ώρα πριν καταφέρει να το απλώσει, να το στρώσει, να το ανατάξει έστω και στο ελάχιστο στην πρωτέρα του μορφή, αυτή που περήφανα κατείχε εκείνη την συγκεκριμένη μέρα του Μαΐου του 1997, που το είχε φορέσει για μια και μοναδική φορά. Και με τις παλάμες της ορθάνοιχτες κι ακροπατούσες, πέρναγε και ξαναπέρναγε το μετάξι της φούστας, ίσιωνε την δαντέλα στο ντεκολτέ, χάιδευε και ξαναχάιδευε τα κουμπάκια της πλάτης, τα μικρά βολάν στο τελείωμα των μανικιών, κι έκανε πως δεν έβλεπε τις ανεπαίσθητες αλλά πολύ διακριτές μικρές τρυπούλες και ρωγμές που ποιος ξέρει τι αχόρταγοι σκώροι και τι τρομερές έγνοιες είχαν ανοίξει στο ύφασμα και στην ψυχή της, κι έκανε πως δεν την ένοιαζε κι αυτή η πένθιμη μυρωδιά που ανέδιδε, κάτι ανάμεσα σε βιολέτα και ναφθαλίνη.

Πώς της είχε ξεφύγει τόσα χρόνια;

Πού ήταν το μυαλό και οι αισθήσεις της όλες τις άλλες φορές που πέρασε ξυστά από δίπλα του κι όμως ούτε που υποψιάστηκε την παρουσία του;

Το πήρε και πήγε και στάθηκε μπροστά στον μεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Το κράτησε ψηλά, σφιχτά κολλημένο στο στήθος της και αντικατοπτρίστηκε αγκαλιά μ’ ένα ρούχο που οι πτυχές του κρέμονταν αξιοθρήνητες και υποκίτρινες, και που τα όποια τούλια του είχαν απομείνει -μες στην ζάρα και την τσαλάκα- πέταγαν αδέσποτα δεξιά κι αριστερά, σαν τις μέρες και τις νύχτες της, και που καμιά νοσταλγία δεν της ξύπναγε για κείνον τον άλλο εαυτό της που κάποτε χώραγε να μπει σ’ αυτή την δημιουργία της υψηλής αυταπάτης έτοιμος να διανύσει ανέμελος και γεμάτος ψευδαισθήσεις μια διαδρομή δεκαετιών γεμάτη από φίλους συγγενείς κι αγνώστους, αρχής γενομένης μια κάποια άνοιξη του περασμένου αιώνα.

Άφησε το νυφικό της, δια χειρός Λουκίας παρακαλώ, να πέσει στο πάτωμα, κι άκουσε τελείως δυνατά και καθαρά, έτσι όπως σωριάζονταν πάλι σ’ ένα κουβάρι, τον ήχο που έκαναν τα χρόνια και οι αποστάσεις που τους χώριζαν, εκείνη κι αυτό.

Κι ετούτος εδώ, ο τωρινός της εαυτός έτσι όπως αναδύθηκε και τώρα στεκόταν μπροστά στον καθρέφτη κάθιδρος και κουρασμένος, ανυπόδητος, ατημέλητος, ακόμα ευτυχώς ανυπότακτος αλλά και αποφασισμένος, της άρεσε πιότερο. Της ήταν πιο οικείος.

Και με μια ενστικτώδη κίνηση, απλά παραμέρισε το σωρό από τις μνήμες που είχε σχηματιστεί στο γυαλιστερό της πάτωμα κι επέστρεψε ετοιμοπόλεμη στην μάχη με τις ακατάστατες ντουλάπες της και τις αναπηρίες αυτού του αιώνα που μόλις είχε αρχίσει.

Μάρω Κακαβέλα

8 Μαρτίου, ενός ακόμα μη σωτήριου 2021.

SHARE
RELATED POSTS
Γιατρέ, τι έχω;, του Νίκου Βασιλειάδη
Η γόρδια λύση μιας ατέρμονης στιχομυθίας, του Γιάννη Στουραΐτη
Δεν το περιμένεις, της Αναστασίας Φωκά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.