Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Μάνα λυγαριά μου, μη μου γέρνεις…, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Η κόρη της με τα δυο της παιδιά, την πλαστική τους βαρκούλα, τα σωσίβια, τα ανακλινόμενα καρεκλάκια τους καθώς και τα κουβαδάκια τους έφυγαν νωρίς για τη θάλασσα με το σκεπτικό να βρουν και χώρο προκειμένου να στήσουν την ομπρέλα τους. Η μάννα έμεινε στο σπίτι για να ετοιμάσει το μεσημεριανό φαγητό, να ποτίσει τα βασιλικά της, να δροσίσει το χορτάρι ούτως ώστε στην επιστροφή τους να είναι όλα τακτοποιημένα. Και ξαφνικά ένα μπουρίνι αέρα που φύσηξε κατά την μεριά της παρασέρνοντας ό,τι έβρισκε μπροστά του από τραπεζομάντιλα στρωμένα στο τραπέζι του μπαλκονιού μέχρι και πλαστικές καρέκλες, μεταφέροντας ταυτόχρονα και μια οσμή καμένου τοπίου, την έβαλε σε σκέψεις ότι κάποιο κακό καταφθάνει. Γυρίζοντας προς το βουνό το είδε λαμπαδιασμένο και τίγκα στην κάπνα. Δεν πρόλαβε ν’ αρπάξει το τηλέφωνο για να ειδοποιήσει την κόρη της κι από δίπλα της ένα αυτοκίνητο της Κοινωνικής Πρόνοιας συνοδευόμενο και από δυο αστυνομικούς ήρθε να την παραλάβει για χώρο «ασφαλή». Η φωτιά σε λίγο με τη φόρα που κατέβαινε θα έγλειφε και το δικό της σπιτικό. 

Ένα σπιτικό που το έκτισε με το εφάπαξ του συζύγου της και τις οικονομίες μιας ζωής να το βλέπει τώρα να μετατρέπεται σε στάχτες. Εν τω μεταξύ, η κόρη της με τα παιδιά πνιγμένοι στους καπνούς που έφτασαν ως την θάλασσα, αρχίζουν ν’ ανηφορίζουν αγκομαχώντας προς το πατρικό τους σπίτι. Η μάννα μέσα από το κλειστό παράθυρο της  κλούβας της Κοινωνικής Πρόνοιας – και μετά από παράκληση προς τον οδηγό και τους αστυνομικούς –  ζητεί ν’ αποχαιρετήσει την κόρη με τα εγγόνια της που συνέπεσε εκείνη τη στιγμή να έχουν φθάσει ως τον δημόσιο δρόμο ίσως και για …«τελευταία φορά», όπως τους είπε. 

Τα ρούχα τα μαύρα που ποτέ της δεν έβγαλε από πάνω της εδώ και δέκα πέντε χρόνια, δικάστηκε πλέον μ’ αυτά να πεθάνει. Τώρα ο κόσμος της αρχίζει να μικραίνει, τώρα θα πρέπει να προσαρμοστεί σε μια νέα πραγματικότητα, σε μιαν άλλη καθημερινότητα και έξω από αυτή που ήξερε. Τώρα θα της υποσχεθούν ότι η υπομονή της θα πρέπει να είναι λίγο μεγαλύτερη από την συνήθη που είχε όταν τα εγγόνια της της χαλούσαν τον μεσημεριανό της ύπνο. Τώρα θα της πουν ότι μπορεί ν’ απαιτηθεί λίγο παραπάνω χρόνος μέχρι να περάσουν οι Πολεοδομικές Επιτροπές προκειμένου να καταγράψουν τις ζημιές έως ότου να φθάσουν ως την άπαξ χορήγηση πληγέντων για την αντικατάσταση της οικοσκευής. 

Κι απομακρυνόμενο το πουλμανάκι της Κοινωνικής Πρόνοιας, η κόρη της με σηκωμένα τα χέρια της ψηλά και τα παιδιά της αποσβολωμένα  την αποχαιρετά: «Μάνα, στερνό μας στήριγμα και αποκούμπι μας, μη λυγίζεις! Κράτα τους κλώνους σου ορθούς. Μάνα, να θυμάσαι πάντα ότι ποτέ οι αναμνήσεις δεν καίγονται, η ελπίδα ποτέ δε σβήνει όσο υπάρχει Θεός, πίστη, δύναμη και ‘θέλω’».

Αύγουστος 23 2023, Κάτω Παναγία Ηλείας

SHARE
RELATED POSTS
Η νύχτα μεγαλώνει… , του Θάνου Ασκητή
Περίπατος σε φθινοπωρινή νοσταλγία, του Κωνσταντίνου Μεϊντάνη
Πέντε τρόποι για να λέει κανείς την αλήθεια*, του Άρη Μαραγκόπουλου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.