Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Και τώρα αντιμέτωποι με τον τοίχο απέναντί μας;, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Είμαι χαρακτήρας φύσει αισιόδοξος όσο κι αν γύρω μου η ‘μαυρίλα’ είναι φορές που σκιάζει τα πάντα. Ειδικά όταν παρακολουθείς τα πράγματα από κάποια σχετικά μακρινή απόσταση,  τόσο πιο ξεκάθαρα – νομίζω – αποκρυσταλλώνεται και η εικόνα του πραγματικού. Θες το ότι τέσσερις μήνες σχεδόν τώρα μακριά από την πατρίδα, θες το ότι η προσαρμογή σε μια όχι και τόσο για μένα ξένη χώρα δεν μου ‘κόστισε’ τόσο όσο σε κάποιον που θα πήγαινε πρώτη φορά, και τούτο διότι με τις συνεχείς μου – σχετικά – επισκέψεις εγκλιματίστηκα στα νέα δεδομένα, στην νέα μου ζωή η οποία τουλάχιστον όσον αφορά στις σχέσεις μεταξύ πολίτη και εξουσίας,  περισσότερο όμως μεταξύ εκείνων που αφορούν στην καθημερινότητα κι αυτές εστιάζουν μεταξύ των πολιτών, είναι εντελώς διαφορετικές από αυτές που ισχύουν στην Ελλάδα. Για να μη παρεξηγηθώ δίδοντας την εντύπωση στον αναγνώστη ότι …μόλις ανεκάλυψα τον τροχό, τονίζω  ότι η αντιμετώπιση του πολίτη από το κράτος σε καμία περίπτωση δεν αφήνει περιθώρια (σοβαρά) για να το ψέξει, και τούτο διότι το κράτος δεν ‘μηχανεύεται’ τρόπους για να εξαπατήσει τον πολίτη του, εν αντιθέσει δε είναι σκυμμένο σε αυτά που τον αφορούν σχέση έχοντα με την καθημερινότητα, το μέλλον του, τις προοπτικές του και όχι μόνο.

Το ότι οι τέσσερις μήνες παραμονής μου στην Ιταλία θα ήσαν ικανοί να αναστρέψουν ένα ολόκληρο κλίμα – κι αυτό το σημειώνω με πικρία – σε βάρος της Ελλάδας, δεν το είχα ποτέ διανοηθεί. Όμορφος ο Αττικός ουρανός (ζεστός μάλιστα για την εποχή αφού κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο αναζητήσαμε τα κοντομάνικα) αλλά η παιδεία, ο επαγγελματισμός, η ευγένεια, η καθαριότητα στο ταξί, η μαγκιά του οδηγού κι εκείνη η μουσική σε μεσαίες (σχετικά) εντάσεις μέχρι το κέντρο το Σύνταγμα αδιαλείπτως, μας επανέφεραν στην ‘τάξη’ θυμίζοντάς μας ότι ‘… εδώ κύριοι στο Ελλάντα είμαστε ζωντανοί άνθρωποι, μια ζωή την έχουμε και όπως την γουστάρουμε την περπατάμε…’.  Ίσως υπέθεσε (ο ταξιτζής) ότι πήγαινε την οικογένειά του βόλτα ή για μπάνιο κάποια καλοκαιρινή ημέρα σε πολυσύχναστη παραλία, αφού είχαμε εκ προοιμίου συνεννοηθεί με την Μάριον – κατεβαίνοντας από το αεροπλάνο – να ομιλούμε μόνο Ιταλικά,  τσεκάροντας και ‘εισπράττοντας’ εκφράσεις και νοοτροπία …αλά Γκρέκα. Να πω πως το χαρήκαμε και γελάσαμε; Να πω πως ο Έλληνας όπου και να πάει, ό, τι κι αν συμβεί, ο κόσμος να γυρίσει ανάποδα, πάντα θα βγάζει στην επιφάνεια το Μεσογειακό του ταπεραμέντο ρίχνοντας μερικές μούντζες στους πολιτικούς και την άλλη στιγμή ξανά τους ιδίους θα επιλέγει να τον κυβερνήσουν;  Λίγα θα είναι όσα κι αν πω, λίγα ήσαν κι αυτά που ζήσαμε σε μια διαδρομή των είκοσι πέντε χιλιομέτρων και των τριάντα λεπτών, αλλά έχει χάρη το …FIATάκι της Μάριον για το οποίο καταφθάσαμε στην Ελλάδα να το … ‘ταχυδρομήσουμε’ για Μπάρι (αφού σκάλωσαν τα γρανάζια της ενδόξου γραφειοκρατίας και άκρη δεν βρίσκαμε, παρά μόνο όταν η παρουσία μας ήταν δηλωμένη…’, αγοράζοντας επί τη ευκαιρία και καμιά δεκαριά κιλά ψωμί σταρένιο στον ξυλόφουρνο ψημένο γιατί ‘…πού ξέρεις τι μπορεί αύριο να ξημερώσει! να μην έχουμε και ψωμί να φάμε εξ αιτίας αυτού του Πούτιν που τρελάθηκε;…’. Α! και μπισκότα Ελληνικής παραγωγής να αγοράσουμε κατά την επιστροφή μας στην Ιταλία, και σοκολάτες ‘Υγείας’ με πορτοκάλι (τις νέες, που κυκλοφόρησε ο νέος αγοραστής της Σοκολατοποιϊας Παυλίδη, όπως μάθαμε).

Εκείνο που αισθανθήκαμε πάντως, εισερχόμενοι με τα φτερά της  Alitalia στην πατρίδα Ελλάδα ήταν το ότι παντού απέπνεε ο αέρας της μαυρίλας, της εγκατάλειψης, της παραίτησης του κράτους από κάθε διεκδίκηση. Παντού μαύρα κι άραχνα, παντού ‘τσακισμένα φτερά’ , σαν να μην είχε νόημα τι κι αν μιλούσες για Ελλάδα, για Παρθενώνες και Ακρόπολη, για το νέο μουσείο Ακρόπολης που στεγάζει θησαυρούς ανεκτίμητης αξίας. Έχεις την αίσθηση ότι όλα έχουν αφεθεί στην τύχη τους, ισορροπώντας πάνω σε τεντωμένο σχοινί, έτοιμο να σπάσει κατακρημνίζοντας τα πάντα. Στο κυλικείο του αεροδρομίου που άνοιξα το κινητό μου, είχαν καταφθάσει τα πρώτα μηνύματα: από φίλους οι οποίοι βρίσκονταν σε οργή και απόγνωση επειδή είχαν απολυθεί από τις δουλειές τους, τα χρέη τους έπνιγαν, το σπίτι τους πωλούσαν για να ξεπληρώσουν. Άλλος, πολύ αγαπητός, κατέστρωνε σχέδια να ξενοικιάσει το δυάρι στο οποίο μέχρι σήμερα έμενε ενοικιάζοντας γκαρσονιέρα και …συρρικνώνοντας τις απαιτήσεις του, έτερος δε να ευρίσκεται στο δίλλημα της επιλογής ή να τα παρατήσει και να φύγει για το χωριό ή να επιλέξει την συγκατοίκηση με τους γονείς του. Μέσα σε αυτά τα άσχημα και μουντά, να κι ένας που αισθάνεται ανεβασμένος ψυχολογικά επειδή κατόρθωσε και βρήκε εργασία μετά από δυόμισι χρόνια ανεργίας και το εορτάζει δεόντως! Είναι ένας από εκείνους οι οποίοι είχαν αντιταχθεί στον νόμο Χατζιδάκη σχετικά με τα ενεργειακά,  αλλά τώρα πού καιρός για κριτική και χάσιμο χρόνου, ‘τώρα προέχουν οι ανάγκες που καίνε…’.

Είναι κρίμα, είναι άδικο, είναι μεγάλος ο μαρασμός να αντικρίζεις γνωστά σου πρόσωπα, φίλους σου αγαπημένους να βουλιάζουν ή να έχουν φθάσει ένα σκαλοπάτι πριν τον βυθό, κι αυτό επειδή έμεναν αμέτοχοι των κοινωνικών τους διεκδικήσεων παραχωρώντας την τύχη τους να την διαφεντεύουν εκείνοι οι οποίοι ευαγγελίζονταν των αλλαγών πιστεύοντάς τους (οι ευκολόπιστοι) τυφλά. Τώρα πλέον αν και σε αυτή τη θέση πολλοί ευρισκόμενοι τείνουν να εγκαταλείπουν το ένα μετά το άλλο τα κάστρα της αντίστασης, της αξιοπρέπειας και του σεβασμού της ζωής, αρνούμαι να δεχτώ ως άνθρωπος ότι όλα τελειώνουν, η ελπίδα πως εγκαταλείπεται παραχωρώντας τα όνειρα και τις αυριανές προσδοκίες στο ένα και μόνο επικυρίαρχο στοιχείο που έχουν ενσπείρει οι ‘αφεντάδες’ αυτού του τόπου: τον φόβο και την πείνα. Την πραγματική όμως πείνα, εάν δεν αντιταχθούν απέναντί της προοπτικές που να αντιπαρέρχονται τα όποια οικονομικά συμφέροντα έχουν ορθωθεί, αδιαφορώντας αλλά ταυτόχρονα απειλώντας μας ταυτοχρόνως.

Τέλος, φρονώ ότι απαραίτητο θα ήταν να αντιληφθούν μερικοί τεχνοκράτες αλλά και μεγαλοσχήμονες που λαμβάνουν τις αποφάσεις χωρίς ο λαός να ερωτηθεί, ότι για τα ποδήλατα, ευτυχώς ακόμα δεν απαιτούνται άδειες ούτε καταβολή τελών κυκλοφορίας. Ακόμα.

Όσον αφορά δε σε (τυχούσες) τεχνητές ελλείψεις ηλιελαίου και λοιπών συναφών εισαγομένων από εμπόλεμες χώρες προϊόντα , η Ελλάδα πάντα θα είναι αυτάρκης προτάσσοντας σε πρώτη φάση το πυρηνέλαιο, εκείνο δηλαδή που παράγεται από την περαιτέρω διάσπαση του κουκουτσιού της ελιάς, διενεργώντας όμως ελέγχους παντού και μη επιτρέποντας στους καιροσκόπους αεριτζήδες να θησαυρίζουν σε βάρος των απλών καταναλωτών: σ’ εσένα δηλαδή και σ’ εμένα, φίλε.

SHARE
RELATED POSTS
Η εξώπορτα, του Μάνου Στεφανίδη
Πόσο μας λείπει ο Μάρλον Μπράντο…, του Γιώργου Αρκουλή
Μια ιστορία από το Ελσίνκι, της Μαρίας Κοζάκου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.