Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Θα πεις κι ένα τραγούδι, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

Μόνο στη Ρόδο

Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων, «Πηγές Καλλιθέας»

και  Pane di capo στη Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου στο ύψος του ΙΚΑ & Λεωφόρος Κρεμαστής

 

Ο Χρήστος Χωμενίδης είναι συγγραφέας

11049464_10153794481499523_4185608025578033362_n.jpg

 

 

 

 

 

 

Ήταν μια από εκείνες τις απαράμιλλης ομορφιάς καλοκαιρινές νύχτες, που η πανσέληνος φωταγωγεί την πλάση σαν πελώριος προβολέας, που το αεράκι δροσίζει αρπαγμένες απ’τον ήλιο επιδερμίδες, που περπατάς ξυπόλητος και οι πατούσες σου ρουφάνε, λες, τους χυμούς της γης. Ήταν ένα από εκείνα τα αυτοσχέδια τσιμπούσια-πάρτυ-γλέντια που στήνονται κάτω απ’τα δέντρα.

Κάποια Μαρία γιορτάζει, ένα εξοχικό ανοίγει και καταφθάνει κόσμος και ντουνιάς, παρέες μόνιμων παραθεριστών, συγγενείς και φίλοι αλλά και φίλοι φίλων και γνωστοί γνωστών κι άνθρωποι ακόμα που απλώς άκουσαν μουσική και μπήκαν, με την καλή καρδιά τους για πεσκέσι, καλοδεχούμενοι άνευ όρων, ευοίωνοι σαν αγαθά ξωτικά. Δεν θα εκπλησσόσουν κι αν ακόμα αντίκριζες τον τραγοπόδαρο θεό, τον Πάνα, να μπαίνει με τη συνοδεία του στην αυλή και να επελαύνει στα κρασιά και στα κοψίδια πριν σύρει τον χορό.

Στη θράκα εναλλάσσονταν φιλότιμοι ψήστες, για όσο άντεχαν την καυτή ανάσα, το πυρωμένο μαντέμι που πάνω του ροδοκοκκίνιζαν τα κρέατα. Στα ντεκ (ντεκ ο Θεός να τα κάνει – για ένα κινητό μιλάμε συντονισμένο στο youtube, συνδεδεμένο με ηχεία), στα ντεκ έβαζαν μουσική ερασιτέχνες ντι-τζέι. Έκανε πρόγραμμα ο καθείς κατά τα γούστα του μα άμα το κέφι έπεφτε, ευθύς τον αντικαθιστούσε ο επόμενος.

Απ’τις ροκιές περάσαμε στα νησιώτικα, από την ντίσκο στα λάτιν και με παράδοξη γέφυρα την «Καλίνκα» -Ρώσος γαρ ο πατριός τής οικοδέσποινας- στα λαϊκά, βαριά και μη. Στο «Μπαξέ Τσιφλίκι» το γλέντι απογειώθηκε. Στο «Καλύτερα Μαζί σου και Τρελός» ξύπνησαν μνήμες παλαιών ερώτων – τακτοποιημένοι οικογενειάρχες, ιδρωμένες φαλάκρες, τόλμησαν το ζεϊμπέκικο, τα έφηβα παιδιά τους τούς βαρούσαν παλαμάκια, ελλείψει λουλουδιών τούς έραιναν με χαρτοπετσέτες. Στο «Λάμπω» η εορτάζουσα κυριάρχησε στην πίστα και κολλητά χόρεψε με το αγόρι της το “La Isla Bonita” της συνονόματής της Madonna.

«Πόσων χρονών είναι η Μαρία;» ρώτησα τη φίλη μου. «Είκοσι; Εικοσιδύο;» «Πώς γίνεται να διασκεδάζει με κομμάτια που γράφτηκαν προτού καν γεννηθεί; Πώς συμβαίνει σε κάθε γλέντι ανά την επικράτεια, εδώ και πολλά χρόνια, ο κόσμος να διονυσιάζεται με επιτυχίες προπερασμένης εσοδείας; Για νοσταλγία πρόκειται ή για ανομβρία; Ή μήπως το δεύτερο οδηγεί στο πρώτο;»

Από όλες τις μορφές της τέχνης, η τραγουδοποιία είναι η πιο άμεση. Εκείνη που στοχεύει κατευθείαν στην καρδιά. Κάποιοι άνθρωποι διαβάζουν μυθιστορήματα, άλλοι πηγαίνουν στο θέατρο, ένα ειδικό κοινό παρακολουθεί την εικαστική κίνηση. Όλοι ακούν όμως τραγούδια. Επί μυριάδες χρόνια το τραγούδι λειτουργεί θαυματουργά. Μέσα σε τρία -άντε σε πέντε- λεπτά σού αφηγείται τον κόσμο. Κατά τρόπο απολύτως εύληπτο, σού συστήνει τον εαυτό σου και τους γύρω σου. Σού μαθαίνει πώς να κινείσαι, πώς να αγαπάς, πώς να υπερβαίνεις το φθαρτό σαρκίο σου και να γίνεσαι ήρωας, πώς να αντέχεις -ή να μην αντέχεις- τον χωρισμό και τον θάνατο. Αν θες να αντιληφθείς μια κοινωνία, μια εποχή, μελέτα τα τραγούδια της. Κυρίως όσα μπαίνουν σε όλων τα χείλη.

«Στην Ελλάδα, η βιομηχανική επανάσταση συντελέσθηκε στον χώρο της ποίησης» είχε πει ο Ελύτης -νομίζω- εγκωμιάζοντας την «Υψικάμινο», την πρώτη συλλογή του Ανδρέα Εμπειρίκου. Στην Ελλάδα ωστόσο, απ’τις αρχές της ανεξάρτητης ύπαρξής της, τον τόνο δίνουν τα τραγούδια. Κλαρίνα πρώτα και σμυρνέικα σαντουροβιόλια, λόγια και μελωδίες που έρχονταν από τα βάθη του χρόνου, ο ταμπουράς του Μακρυγιάννη, το κολοκοτρωνέικο τσάμικο στο ανάκτορο του Όθωνα, στο οποίο χρωστάμε την έκφραση «σιγά τον πολυέλαιο»… Κι έπειτα -μέσα από κάθε λογής κραδασμούς και επιλόχειες οδύνες, επαναστάσεις, πολέμους, προσφυγιές- η «Τετράς η Θρυλική του Πειραιώς» με προεξάρχοντα έναν εκδοροσφαγέα που λεγόταν Μάρκος Βαμβακάρης. Όταν πρωτοπαίχτηκε η «Φραγκοσυριανή», οι σύγχρονοι Έλληνες των πόλεων, αστοί και προλετάριοι, απέκτησαν ένα κοινό σημείο αναφοράς. Ένα μέτρο που κανείς δεν μπορούσε να αρνηθεί.

Ακολούθησε ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο ιδιοφυέστερος Έλληνας καλλιτέχνης του 20ου αιώνα μαζί με τον Καβάφη που αυτοπροσδιοριζόταν όμως ως «ελληνικός».

Από τη ρίζα του Τσιτσάνη βλάστησε ο Μίκης Θεοδωράκης, ο οποίος χάρισε ήχο πρώτα στην Αριστερά και έπειτα στο Έθνος συνολικά – πώς θα απευθυνόταν η Αριστερά στον κόσμο δίχως τα τραγούδια του Μίκη; με σχοινοτενείς αναλύσεις και με μονότονα συνθήματα; Από τη ρίζα του Τσιτσάνη ξεπετάχτηκε κι ο Μάνος Χατζιδάκις που όρισε την καθ’ημάς ευαισθησία.

Σε αντίστιξη με το λαϊκό, αναπτύχθηκε το ελαφρό τραγούδι κι έδωσε έξοχους καρπούς απ’τον Αττίκ ως τον Σουγιούλ. Υβριδικός ανάμεσα στα δύο ρεύματα ο Μανώλης Χιώτης. Μοναχικός λύκος ο Άκης Πάνου. Ευρηματικοί επίγονοι από τη δεκαετία του 1960 ο Ξαρχάκος και ο Σαββόπουλος, που συνέδεσε τους βαλκανικούς δρόμους με το ροκ, στη μουσική αλλά και στην ποίησή του.

Επί ώρες θα μπορούσε να μιλάει κανείς για το ελληνικό τραγούδι. Να αραδιάζει στιχουργούς, συνθέτες και ερμηνευτές, να ταξιδεύει από τη Μοσχολιού στον Κηλαηδόνη κι από τον Πλέσσα στον Νταλάρα. Αλλού όμως έγκειται το πρόβλημα. Εδώ και είκοσι χρόνια σαν η πηγή η λαλέουσα να’χει στερέψει.

Δεν ισχυρίζομαι ότι δεν γράφονται στις μέρες μας ενδιαφέροντα τραγούδια, ακόμα και μικρά αριστουργήματα – μια επίσκεψη στην «Ταράτσα» του Φοίβου Δεληβοριά θα διασκεδάσει κάθε τέτοιο φόβο. Μα τα καλά τραγούδια απευθύνονται σε έναν σχετικά περιορισμένο κύκλο. Δεν γίνονται πλέον επιτυχίες. Και οι επιτυχίες δεν είναι πιά διόλου καλά τραγούδια. «Έφτιαξα αμέτρητα σουξέ!» καμάρωνε ο Τσιτσάνης με την τρικαλινή του προφορά. Ένα τραγούδι -εννοούσε- όσο αξιόλογο κι αν είναι, εάν δεν περάσει στο ευρύτατο κοινό, αποτελεί χαμένη ευκαιρία.

Χωρούν αναμφισβήτητα πολλές ερμηνείες του κακού. Από την κοντόφθαλμη πολιτική των δισκογραφικών εταιρειών, που πριν τις υπερβεί η τεχνολογία είχαν μόνες τους υποτιμήσει στο μη περαιτέρω το προϊόν τους. Μέχρι το διαδίκτυο που προσφέρει τόση αφθονία ώστε καταντάει τους ακροατές βουλιμικούς, άρα ανικανοποίητους. Παλιά αγοράζαμε ένα δίσκο -ένα βινίλιο τριαντατριών στροφών- το μήνα. Κυριολεκτικώς το λιώναμε στο πικάπ. Μαθαίναμε απ’έξω κάθε στίχο, κάθε συγχορδία…

Το γεγονός παραμένει. Οι σημερινοί εικοσάρηδες -και οι τριαντάρηδες ακόμα- δεν έχουν τα δικά τους εμβληματικά τραγούδια. Κοτζάμ κρίση πέρασε σαν οδοστρωτήρας πάνω από την κοινωνία μας χωρίς να αφήσει μουσικό ίχνος. Ο «Αγανακτισμένοι» στις πλατείες είχαν το ξεθυμασμένο σάουντρακ των παππούδων τους, αντάρτικα, άντε και τίποτα «Μαλαματένια Λόγια». Κι ας μη μιλήσουμε για τους -εξ’ορισμού πιο ξενέρωτους- μνημονιακούς…

Δεν παραδοξολογώ. Ούτε καν υπερβάλλω ηθελημένα. Το πιστεύω ακράδαντα: Η ανάκαμψη της πατρίδας μας θα αποτυπωθεί πρώτα μουσικά. Τραγουδώντας οι καινούργιες γενιές θα ορίσουν την πραγματικότητα τους, τις λαχτάρες και τους φόβους τους. Όπως χαϊδεύοντας ένα μωρό τού περιγράφεις και τού εξυμνείς το σώμα του, έτσι ακριβώς τραγουδώντας μια κοινωνία τής δίνεις νόημα και σκοπό.

Από την άποψη αυτή, το διαβόητο “Mama?” του Sin Boy, όσο άτεχνο, όσο χυδαίο κι αν ακούγεται, συνιστά ένα ενθαρρυντικό δείγμα. Αποτυπώνει τραχύτατα μα και πιστότατα τον ψυχισμό των παιδιών που γεννήθηκαν στην Ελλάδα από Αλβανούς μετανάστες.-

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.   Δημοσιεύεται και στο capital.gr

The article expresses the views of the author      

iPorta.gr 

SHARE
RELATED POSTS
Για τον Κ.Κ. ποιητής βαθιάς ψυχής, του Αλέξανδρου Μπέμπη
Οι “γλάστρες”‘και ο ΦΠΑ στα νησιά, της Τζίνας Δαβιλά
Σεβασμός στα φανάρια, ακόμη κι’ αν είναι σβηστά, του Γιώργου Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.