Δήμητρα Παπαναστασοπούλου
Φίλες και φίλοι,
Την 5η Σεπτεμβρίου 1821 πεντακόσιοι Έλληνες, βλέποντας την απραξία των πολιορκημένων Τούρκων, πλησίασαν στην πλευρά όπου βρισκόταν η Ακρόπολη της πόλης, κι έπιασαν θέσεις στα ερείπια κάποιων ήδη πυρπολημένων σπιτιών. Άντεξαν δύο ώρες κάτω από τα σφοδρά τουρκικά πυρά, όταν ξάφνου από μια άλλη πύλη ξεχύθηκε ένα σώμα ιππικού. Οι Έλληνες κινήθηκαν προς τα πίσω με αταξία, με πολλούς νεκρούς και τραυματίες. Ωστόσο, δεν αποθαρρύνθηκαν, αλλά πλησίαζαν όλο και περισσότερο, κυκλώνοντας σταδιακά τη μισή περίμετρο της Τριπολιτσάς, και φθάνοντας τόσο κοντά, ώστε οι Τούρκοι άρχισαν να τους βρίζουν και να σαρκάζουν. Μόλις οι Τούρκοι έβλεπαν ένα φέσι πυροβολούσαν, και το ίδιο έκαναν και οι Έλληνες όταν παρουσιαζόταν ένα σαρίκι. Οι εξαπατήσεις έδιναν κι έπαιρναν, όπως και οι κοροϊδίες που ακολουθούσαν.
Ο Raybaud σημειώνει ότι οι Έλληνες πολεμούσαν χωρίς να πληρώνονται, χωρίς να έχουν χειρουργούς, χωρίς φάρμακα: «Είδα έναν νεαρό Έλληνα λαβωμένον στο κεφάλι. Το βόλι μπήκε από τον κρόταφο και βγήκε από το μάτι. Ένας κουρελιάρης εμπειρικός γιατρός, χωρίς εργαλεία, χωρίς γνώσεις, ξερίζωσε με ένα ψαλίδι τον βολβό του ματιού που κρατιόταν ακόμη στην κόγχη, και πέρασε μέσα στη φριχτή πληγή ένα είδος γάζας. Ο τραυματίας από θαύμα δεν ανέβασε πυρετό και η πληγή έκλεισε σιγά-σιγά. Παρουσίασε, όμως, πρόβλημα, με το άλλο μάτι, κι έμεινε σχεδόν τυφλός».
Ο Ι. Φιλήμων γράφει: «Ελλείποντος οιουδήποτε νοσοκομείου στρατιωτικού, οι τραυματίαι και ασθενείς παρεπέμποντο εις τας οικίας αυτών ή εις την πλησιεστέραν πόλιν ή μονήν ή χωρίον, άλλως οι στρατιώται ενοσοκόμουν τούτους, τυγχάνονας αλλοδαπούς μάλιστα, όπου και όπως ηδύναντο. Γραία δε τις, ή κουρεύς ή μοναχός ή εμπειρικός επισκέπτοντο αυτούς, πολλάκις στερούμενοι και αυτών των προχειροτέρων οργάνων και μέσων, οίον μήλης ή φλεβοτόμου, αλοιφής ή κηρωτής, τιλτού και των τοιούτων… Τα βότανα ήταν το καθιερωμένο φάρμακο για την επούλωση των κάθε λογής πληγών».
Κάθε βράδυ οι στρατιώτες χόρευαν υπό τους ήχους ζουρνά και νταουλιού ή συγκεντρωμένοι γύρω από έναν τραγουδιστή που συνόδευε το τραγούδι του μ’ ένα «ασιατικό μαντολίνο», άκουγαν κάποιον θούριο του Θεσσαλού Ρήγα και τις περισσότερες φορές ένα επίκαιρο πατριωτικό τραγούδι. Την ημέρα δεν υπήρχαν ούτε φρουροί ούτε προχωρημένα φυλάκια. Κάθε στρατιώτης μπορούσε να πλησιάσει τα τείχη, αρκεί να το επέτρεπαν οι Τούρκοι.
Κατά τη διάρκεια των ζεστών μεσημεριανών ωρών, κατά τις οποίες σταματούσαν οι εχθροπραξίες, παρουσιαζόταν το εξής παράξενο: ισάριθμοι Έλληνες και Τούρκοι πλησίαζαν, έδιναν τον λόγο τους ότι δεν έχουν κακό σκοπό, κάθονταν σε δυο αντικριστές γραμμές και άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις, καπνίζοντας τα τσιμπούκια τους. Μάταια οι αρχηγοί έδιναν εντολή να σταματήσουν αυτές οι συναντήσεις, αντίθετα πολλαπλασιάζονταν. Μάλιστα, στήνονταν σκανδαλώδεις αγοραπωλησίες, που μπορούσαν να παρατείνουν την άμυνα των πολιορκημένων. Κι αυτό το τελευταίο, το ξεκίνησαν οι Μανιάτες, γράφει ο Φωτάκος: «Και, καθώς λατρεύουν το χρήμα περισσότερο από όσο μισούν τους Τούρκους, έφθασαν στο σημείο να εγκαταστήσουν υπαίθρια παζάρια υπό την προστασία των τουρκικών κανονιών».
Η είδηση ότι οι Τούρκοι ετοίμαζαν εισβολή στον Μωριά ανησύχησε το στρατηγείο των πολιορκητών και ο Υψηλάντης αποφάσισε να γίνει έφοδος. Τα μέσα ήταν πενιχρά, αλλά η μανία για εκδίκηση μεγάλη.
Ο Raybaud ανέλαβε να προκαλέσει ένα ρείγμα στο τείχος. Ανέβασε τα βαρύτερα κανόνια σ’ ένα ύψωμα όπου βρίσκονταν οχτακόσιοι άνδρες του Γιατράκου κι άρχισε τις βολές. Σύντομα, όμως, λόγω έλλειψης βλημάτων, αναγκάστηκε να σταματήσει.
Κάποιος πρότεινε ν’ ανατινάξουν νύχτα τις τρεις πύλες του κάστρου και να βάλουν συγχρόνως φωτιά, μιας και η φύλαξή τους ήταν υποτονική. Αλλά ο Κολοκοτρώνης δεν ήθελε να καταλάβουν την Τριπολιτσά μετά από έφοδο…
Ξαφνικά, στις 8 Σεπτεμβρίου, φάνηκε οθωμανικός στόλος στον Μωριά. Αδυνατώντας να αποβιβαστεί στην Καλαμάτα, επειδή ο συνταγματάρχης Baleste κινητοποίησε δυνάμεις στις ακτές, ο στόλος κατευθύνθηκε προς την Πάτρα. Στο στρατόπεδο της Τριπολιτσάς εκδηλώθηκε ανησυχία, καθώς επιβαλλόταν να προωθηθούν κάποιοι στην Πάτρα, αλλά κανείς δεν ήταν διατεθειμένος να φύγει.
Έτσι, ο κλήρος έπεσε στον Υψηλάντη. Τού είπαν ότι ήταν απαραίτητο να πάει στην Πάτρα, να ανεβάσει το ηθικό του κόσμου και να ξαναρχίσει την πολιορκία της πόλης, κι εκείνος πείσθηκε κι αποφάσισε να ξεκινήσει στις 13 Σεπτεμβρίου.
Στο μεταξύ, η κατάσταση των πολιορκημένων είχε φθάσει στο απροχώρητο. Γυναίκες, παιδιά, γέροι, όλοι εξουθενωμένοι από την πείνα, έβγαιναν από το κάστρο και παραδίνονταν στους Έλληνες. Όλα έδειχναν ότι το τέλος πλησίαζε. Ένα από τα προμηνύματα ήταν η ξαφνική κάθοδος των Μανιατών στον κάμπο. Εγκατέλειψαν τις θέσεις τους ψηλά στην πλαγιά κι εγκαταστάθηκαν στην πρώτη γραμμή, σχεδόν κάτω από τα τείχη, έτοιμοι να βρεθούν πρώτοι μέσα σην πόλη, μόλις δινόταν το σύνθημα της σφαγής και της λεηλασίας. Ένα γεγονός που προκάλεσε την οργή των υπολοίπων Ελλήνων.
Ο Υψηλάντης έφυγε για την Πάτρα, ακολουθούμενος από όλους τους ξένους. Μόνον ο Raybaud έμεινε, ως υπεύθυνος για τους βομβαρδισμούς, και ο λόχος του Gordon που αρνήθηκε ν’ ακολουθήσει τον Υψηλάντη. Η αρχιστρατηγία πέρασε στα χέρια του Πέτρου Μαυρομιχάλη και ως τοποτηρητής ορίστηκε ο Αναγνωστόπουλος.