Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η παράσταση των αμετόχων, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Τα Σάββατα αποφεύγω να προσέρχομαι στους ναούς του χρήματος – τα σούπερ μάρκετ – προκειμένου να κάνω τα ψώνια της εβδομάδας . Αποφεύγω την πολυκοσμία και επιλέγω συνήθως τα απογεύματα της Τετάρτης . Έχω που έχω να αντιμετωπίσω τις τιμές φωτιά από την μια μεριά – που ούτως ή άλλως δεν τις γλιτώνω ποτέ – τουλάχιστον τις Τετάρτες έχω να αντιμετωπίσω και λιγότερο κόσμο ( νομίζω ) Το έχω τσεκάρει αυτό .

Νά’ σου λοιπόν, την πιο προηγούμενη Τετάρτη – 19 Δεκεμβρίου – εμπρός στο ταμείο, και την στιγμή που είχα πληρώσει και απομακρυνόμουν με το καρότσι για να τοποθετήσω τα ψώνια στο αυτοκίνητο, ακούω μια αγριοφωνάρα : ‘’ Παράτησε τα κάτω ρε πούστη , θα σου κόψω τα χέρια . . . ‘’ . Γυρνώ και βλέπω έναν πιτσιρικά – γύρω στα 9 με 10 – να έχει χώσει τα χέρια του μέσα στον κάδο ανακύκλωσης που έχουν στην είσοδο τους τα σούπερ μάρκετ και να κρατά στα χέρια του μια χαλασμένη θερμάστρα. Δεν πρόλαβα να πω κάτι και βλέπω μια ομήγυρη από υπευθύνους του καταστήματος, σεκιουριτάδες, διευθυντάδες και το κακό συναπάντημα, από δε το μικρόφωνο να καλούν να κλείσουν αμέσως οι πόρτες και να κληθεί η αστυνομία, επιτιθέμενοι ταυτόχρονα όλοι μαζί στον πιτσιρικά προσπαθώντας να του πάρουν από τα χέρια του τη χαλασμένη θερμάστρα. Παρά το ότι ήταν Τετάρτη, το κατάστημα είχε πολύ κόσμο. Κόσμο – αμέτοχο. Παρατώ τα ψώνια στο καρότσι, και παρά την προτροπή του διπλανού μου “Μην ανακατεύεστε κύριε, κλεφτρόνι είναι”, τα συκώτια μου γύρισαν ανάποδα. Και ανακατεύτηκα στην διαμάχη : “Καλά, για πέταμα δεν τα έχετε αυτά στον κάδο; Γιατί δεν αφήνετε τον μικρό να τα πάρει; “. Ένας μάλιστα με απειλητικό βλέμμα και κινήσεις άγριες απέναντί μου, μου λέει επί λέξει: “Ζητάς και τα ρέστα μου φαίνεται, δεν το βλέπεις τάχα ότι είναι λαθρομετανάστης και κλεφτρόνι; Μας παριστάνεις τον ανήξερο εσύ; ” . Του απαντώ: “Κι αυτό αν συμβαίνει ακόμα, εσύ αγαπητέ μου με τη νοοτροπία που κουβαλάς του διέλυσες την πατρίδα του ‘’ . Μου απαντά : “Κατάλαβα, είσαι κι εσύ ένας από δαύτους που . . . Πάρτον στο σπίτι σου, εάν τόσο τον πονάς “.

Άνθρωποι της διπλανής πόρτας, μάνες με τα παιδιά τους στην ηλικία του πιτσιρικά, νοικοκυραίοι, αξιοπρεπείς , ‘’ καλοί άνθρωποι ‘’, απαθείς και αμέτοχοι . Απλοί θεατές των διαδραματιζόμενων . Μέσα στην εγκεφαλική μου φουρτούνα, ακούω ένα παιδάκι να λέει στη μάνα του : “Κρίμα είναι μαμά, γιατί το κάνουν αυτό στο παιδάκι;”. Ένας μάλιστα από δίπλα – αμέτοχος βέβαια – και ο οποίος διατηρούσε μια καλοπεριποιημένη γενειάδα μέχρι σχεδόν τον αφαλό του, απαντά : “Μια χαρά του φέρθηκαν, γεμίσαμε από “τέτοιους “. Εν τω μεταξύ το ‘’κλεφτρόνι ‘’ ο πιτσιρικάς έφυγε τρέχοντας προς τα έξω με άδεια χέρια, δακρυσμένα μάτια και κοκκινισμένα μάγουλα από τις ‘’ θωπείες ‘’ των ειδικών του καταστήματος και λοιπών που προσέφεραν απλόχερα τα χαστούκια τους . Βγαίνοντας από το κατάστημα το είδα να κάθεται σ’ ένα πεζούλι με κουκουλωμένο το κεφάλι του από ένα σκισμένο μπουφάν . Μιλήσαμε αρκετά . “Σας ευχαριστώ πολύ κύριε για τη θέση που πήρατε, αλλά. . . να σας πω κάτι ; Έλληνας είμαι”.
Πριν από καιρό, ένας άλλος απελπισμένος από τα χρέη και τη ζωή, ανέβηκε σ’ εκείνο το πεντάκυκλο γλυπτό της Ομόνοιας κι απειλούσε να αυτοκτονήσει . Από κάτω ο κόσμος ο αμέτοχος, ο άβουλος και απλός θεατής που αρέσκεται σε τέτοια, του φώναζε : “Άντε, πέσε, πέσε ρε, μου τελειώνει και η μπαταρία του κινητού για να σε τραβήξω σέλφι και βίντεο”. Άλλη σπορά ανθρώπων κι αυτή, που αντί να τον εμψυχώσουν, να καλέσουν τους αρμόδιους και να έχουν το στόμα τους ραμμένο, έκαναν και χάζι κιόλας . Αυτά τα ρυθμικά ουρλιαχτά, αυτές οι προτροπές ( “Πέσε – πέσε”) δεν είναι φωνές βοήθειας και συμπαράστασης, είναι η κοινωνία των αδιαφόρων, των αμετόχων και της αφασίας που καλλιεργήθηκε όλα αυτά τα χρόνια της κρίσης .

Η περίπτωση Ζακ – άλλη τεράστια γκάφα της αστυνομίας εδώ – ανεξάρτητα εάν ήταν γκέι , “περιθωριακός” και ο,τι άλλο θέλετε προσάψτε του, ποτέ μη μας διαφεύγει από το νου ότι ήταν πάνω από όλα άνθρωπος . Ένας ταραγμένος, ένας χαμένος στον κόσμο του νέος, αλλά να εγκλωβίζεται και να λιντσάρεται από τους “νοικοκυραίους”, με συμπαθεί η χάρη σας, πάει πολύ. Πάρα πολύ κύριοι . Και τίθεται ξανά και ξανά το ερώτημα : Και η κοινωνία πού είναι ; Ακόμα δεν το κατάλαβες ; Η κοινωνία είναι εκεί έξω ή μέσα στα ζεστά της, απαθής, άβουλη και αμέτοχη, παρά μόνο με το κινητό στο χέρι για να τραβά σέλφις και να καταγράφει σε βίντεο τη δολοφονία ενός “αλλιώτικου” ανθρώπου από “κανονικούς ανθρώπους”.

Θυμάμαι μετά το σαρανταήμερο του πατέρα μου καθαρίσαμε το σπίτι από τα προσωπικά του είδη . Έτσι είθισται στη Μεσσηνία . Τότε η μάννα μου είπε να πετάξω κι εκείνη την ακριβοπληρωμένη φαλτσέτα που κουβαλούσε μαζί του στη ζωστήρα του πίσω για να κλαδεύει όσα φρέσκα πεταγμένα κλαριά στους δρόμους εμπόδιζαν τους περαστικούς να διέλθουν . Την κράτησα, την έχω εδώ . Από τότε έχουν περάσει δέκα πέντε ολόκληρα χρόνια παρά κάτι μήνες . Σε ένα διάλογο που είχα παλιότρα με την μάνα μου, και η οποία με συμβούλεψε να κοιτάξω τη δουλειά μου, το σπίτι μου και να πετάξω αυτό το λεπίδι από πάνω μου, της απάντησα ότι ίσως κάποτε χρειαστεί γιατί βλέπω πολλά κλαριά που εμποδίζουν τους ανθρώπους και είναι επικίνδυνα μάλιστα . “Κι εσένα, τι σε νοιάζει;”, μου απάντησε . Αν δεν νοιάζει εμένα, τον άλλον, τον δίπλα, τον παραδίπλα και πάει λέγοντας , αν δεν με νοιάζει το ένα, αν δεν με νοιάζει το άλλο σε λίγο δεν θα με νοιάζει ούτε εμένα ούτε κανέναν τίποτα. Και τότε θα γίνουμε όλοι απλοί θεατές και άβουλα όντα της ζωής; Αυτό θέλεις να γίνει;

Μπορεί και να φταίει αυτή η φαλτσέτα του πατέρα μου, πιστεύω όμως ότι βασικός και ανομολόγητος σκοπός και στόχος του συστήματος γενικά είναι η διαμόρφωση μιας κοινωνίας αμετόχων και απλών παρατηρητών . Μιας κοινωνίας χωρίς “φαλτσέτα”. Μια κοινωνία που εκπαιδεύεται συστηματικά να παρακολουθεί απλά, να σχολιάζει απλά, να καταγράφει τα δρώμενα απλά και να μαζεύεται από νωρίς στο σπιτάκι της .

Όλα αυτά τα χρόνια της σκοτεινιάς, της αρρώστιας , των χαλεπών καιρών, δεν φοβήθηκα ποτέ τη φτώχεια . Φοβούμαι μόνο, μη τυχόν και δεν με νοιάζουν πια αυτά τα “κλαριά” που γίνονται εμπόδια στην περπατησιά των ανθρώπων .

Ντρέπομαι ειλικρινά που σας ομολόγησα ότι έχω αυτή τη φαλτσέτα. Δεν το μετανιώνω όμως. Την έχω ακόμα στο σπίτι, δεν την φόρεσα στη ζώνη μου. Όταν έρθει η ώρα, θα το κάνω. Πρέπει να το κάνουμε. Έχουμε άλλη επιλογή;

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Xristos Magoutas
«Σκέφτομαι άρα υπάρχω»: ίσως σωστό, αλλά όχι σίγουρα, του Χρήστου Μαγγούτα
Η στάση του σώματος, του Νίκου Σταθόπουλου
Το τατουάζ της ψυχής, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.