Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Η μεγάλη Τεσσαρακοστή των Χριστουγέννων και όσα όλα πρέπει να σκεφτούμε για τον κόσμο που φτιάξαμε, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png

 

Μπαίνοντας στο 40μερο των Χριστουγέννων ας δούμε παρέα μια γνωστή σε όλους μας πτυχή της κορυφαίας χριστιανικής γιορτής. Τα Χριστούγεννα είναι η εποχή που μέσα στο μυαλό μας φέρνει έναν άλλο κόσμο, ανασύρει με έναν μαγικό τρόπο συναισθήματα που βρίσκονται καταχωνιασμένα και περιμένουν αυτή την εποχή να βγουν από την λήθη και να κατακλύσουν και πάλι τη σκέψη μας. Σαν τα χριστουγεννιάτικα λαμπερά στολίδια και παιχνίδια που βγαίνουν από το πατάρι και ανυπομονούν να πάρουν την θέση τους στο δέντρο, απέναντι από το αναμμένο τζάκι, να γίνουν οι πρωταγωνιστές μιας γιορτής που σημαδεύεται από αυτή την έντονη τάση για θαλπωρή, ζεστασιά, ανθρωπιά .

Και πάντα τα Χριστούγεννα είναι μια ευκαιρία να ξανασκεφτούμε τον Ντίκενς, τον άνθρωπο που, σύμφωνα με πολλούς, τους έδωσε την θέση και την μορφή που έχουν στον σύγχρονο δυτικό μας κόσμο. Γιατί, ο Κάρολος Ντίκενς, είτε το γνωρίζουμε ή όχι, είναι εκείνος που με τη δύναμη της πένας και το εύρος της φαντασίας του έφτασε να ανασύρει από την απύθμενη φωλιά του χρόνου το μοναδικό ανθρωπιστικό πνεύμα των Χριστουγέννων σε μια εποχή δύσκολη και δυσοίωνη για την Ευρώπη δίνοντας με τα κείμενά του την ελπίδα και την υπόσχεση για την γέννηση μιας ομορφότερης καλύτερης ζωής.

Η τεράστια απήχηση της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας, η εμβληματική φιγούρα του Εμπενίζερ Σκρουτζ άλλαξαν τον τρόπο βλέπουμε σαν άνθρωποι τον κόσμο ιδιαίτερα την εποχή των Χριστουγέννων. Και όταν την διαβάζουμε, σε οποιαδήποτε εποχή η ουσία της παραμένει αναλοίωτη. Μια νέα κοινωνική θεώρηση, ριζοσπαστική στο πνεύμα που έρχεται να χαστουκίσει ένα κοινωνικό πλαίσιο ξέχειλο από την αδικία, την φτώχεια και την εκμετάλλευση. Μια ριζική αναθεώρηση για την μεταμόρφωση του κόσμου, με εκκίνηση την εσωτερική μας μάχη για να επικρατήσει η χαμένη ανθρωπιά. Η αστικοποίηση και η Βιομηχανική Επανάσταση της εποχής του Ντίκενς είχαν υποβαθμίσει εννοιολογικά την γιορτή των Χριστουγέννων.

Οι άνθρωποι των πόλεων πνιγμένοι σε μια αδιάκοπη, καθημερινή εργασία, συνωστισμένοι στα βρόμικά τους αστικά διαμερίσματα, οι εργάτες της βικτωριανής εποχής σίγουρα δεν είχαν τις δυνάμεις αλλά ούτε και τα μέσα για να «απολαύσουν» γιορτές όπως τα Χριστούγεννα . Όσο και αν προσπαθούσαν ορισμένοι να ανασύρουν στην συλλογική μνήμη των λαών το πνεύμα της ελπίδας των Χριστουγέννων, όπως ο ποιητής Ουόλτερ Σκοτ, ο συγγραφέας του θρυλικού «Ιβανόη» και της «Κυράς της Λίμνης», που περιέγραφε στο ποίημά του “Marmion” μια σκηνή από ένα χριστουγεννιάτικο γεύμα, οι συνθήκες ζωής των εργατών της Βικτωριανής εποχής ήταν τέτοιες που οι φωνές αυτές σβήνονταν κάτω από την ανέχεια και την μιζέρια που έκρυβαν οι μαυρισμένοι τούβλινοι τοίχοι των σπιτιών των εργατικών συνοικιών του Λονδίνου και των άλλων αγγλικών μεγαλουπόλεων. Την ίδια εποχή που οι ρομαντικοί μιλούσαν για φεγγαρόφωτα και μεγάλες άδολες αγάπες, ζωγράφιζαν σεληνόφωτες βραδιές, ήταν πολύ λίγοι αυτοί που έστρεψαν το βλέμμα σε αυτό που ονομάζουμε “κοινωνικό ρεαλισμό”, στο παρόν και στις πραγματικές συνθήκες ζωής των φτωχών και ταπεινών ανθρώπων και αποτύπωσαν στην γλώσσα εικόνες από τις καθημερινές στιγμές της εργατικής τάξης καταγγέλλοντας τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους. Έτσι έκανε και την εμφάνισή του ο Κάρολος Ντίκενς, με τα “Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα” ή την “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” όπως την γνωρίζουν οι περισσότεροι, μεταμορφώνοντας κυριολεκτικά την γιορτή των Χριστουγέννων.

Τα «Χριστουγεννιάτικα Κάλαντα» (“A Christmas Carol”) γράφτηκαν το 1843 και ο σπαγγοραμένος τοκογλύφος Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο ταπεινός δειλός αλλά καλοκάγαθος υπάλληλος Μπομπ Κράτσιτ και ο μικρούλης, άρρωστος Τιμ, έχουν υπερβεί τα όρια της λογοτεχνικής φαντασίας και έχουν πλέον γίνει κομμάτια του εαυτού μας, της συνειδησιακής μας ύπαρξης. Τα Τρία Φαντάσματα των Χριστουγέννων, το αγαθό Φάντασμα του Παρελθόντος, το επιβλητικό Φάντασμα του Παρόντος και το τρομακτικό Φάντασμα του Μέλλοντος έχουν χαραχτεί στα όνειρά μας, μας επισκέπτονται συχνά κάθε φορά που αναρωτιόμαστε για το μέλλον, το δικό μας ή των παιδιών μας. Λίγο πολύ έχουμε νοιώσει όλοι αυτή την ανατριχιαστική φωνή να τρυπάει τα σωθικά μας σαν την φωνή του πεθαμένου Τζέικομπ Μάρλεϊ – του τσιγκούνη πρώην συναδέλφου του Σκρουτζ, πάνω στον οποίο κρέμονται τα βάρη από κλειδαριές και χρηματοκιβώτια, μετά από κάθε τηλέφωνο της εισπρακτικής εταιρίας που επιμένει ασύδοτα να ζητά το μερτικό της από την λίβρα σώματος μας. Οι “Σάιλοκ” της εποχής μας.

H πρώτη φορά, η πρώτη μου επαφή με την ιστορία του Ντίκενς ήταν η ταινία Scrooge μια βρετανικής παραγωγής ταινία του 1951 σε σκηνοθεσία και παραγωγή από τον Μπράιαν Ντέσμοντ Χαρστ και σενάριο από τον Νόελ Λάνγκλεϋ. Επρόκειτο για την κινηματογραφική διασκευή της Χριστουγεννιάτικης ιστορίας του Ντίκενς και στον βασικό ρόλο του μίζερου τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, που λέει πως τα Χριστούγεννα είναι απάτη δέσποζε η μορφή του Αλαστέαρ Σιμ υποδυόμενος τον θρυλικό τσιγκούνη και τον πιο γνωστό αντικοινωνικό, στριμμένο και μισάνθρωπο ήρωα της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Η ταινία που είχε προβάλλει η τότε ΕΡΤ3 πριν τα Χριστούγεννα, είχε χαραχτεί στη μνήμη μου και με είχε εντυπωσιάσει για τους σκοτεινούς της τόνους .

Το ταξίδι στο χρόνο απ’ τη μία (καλύτερη ιστορία ταξιδιού στον χρόνο που έχει γραφτεί ποτέ), οι ομιχλώδεις σκοτεινοί δρόμοι του Λονδίνου, που αργότερα είχα την ευκαιρία να απολαύσω αρκετές φορές στις βραδινές μου βόλτες στην αγγλική πρωτεύουσα, είχαν απορροφήσει τη φαντασία μου όσο καμία άλλη χριστουγεννιάτικη ιστορία. Με το πέρασμα των χρόνων η μικρή αυτή ιστορία κάθε Χριστούγεννα ήταν αυτή που άσκησε πάνω μου την μεγαλύτερη ίσως και καθοριστικότερη επίδραση σε αυτό που ονομάζουμε Χριστούγεννα σαν μια ιστορία τρομακτική και συγχρόνως μαγική, αλλά στο τέλος, λυτρωτική και συγκινητική όσο ελάχιστες. Μα όταν διαβάζεις Ντίκενς πρέπει να γνωρίζεις πως τίποτα δεν είναι τυχαίο και τίποτε δεν γράφθηκε χωρίς μια γενναία δόση αλήθειας – όπως και σε κάθε δημιουργό όταν χτίζει μια ιστορία. Η σκληρή και άκαμπτη φιγούρα του Σκρουτζ συμβολίζει τους άδικους θεσμούς της βικτωριανής οικονομίας όπου δεν εξασφαλίζονται ούτε τα στοιχειώδη δικαιώματα για τους εργαζομένους, που χωρίζει τους ανθρώπους σε κατηγορίες, σε ανώτερους και κατώτερους λόγω της κοινωνικής τους θέσης, που φτάνει να θεωρεί μια μερίδα ανθρώπων ως «παραπανίσιο πληθυσμό», “Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο Παραπανίσιος Πληθυσμός; Πού βρίσκεται;

Βρίσκεται στον δρόμο, άστεγος και πεινασμένος ή ..πόσο μα πόσο προφητικά ξαπλωμένος σε ένα κρεββάτι μιας ΜΕΘ χτυπημένος από τον αόρατο φονικό ιό της εποχής; Θα αποφασίσεις εσύ ποιοι άνθρωποι θα ζήσουν και ποιοι θα πεθάνουν; ….. Ας πεθάνουν λοιπόν! Καλύτερα, καθώς έτσι θα μειωθεί ο παραπανίσιος πληθυσμός”… λέει με περιφρόνηση ο Εμπενίζερ Σκρουτζ, αναφερόμενος στους φτωχούς και άπορους, στο ξεκίνημα του διηγήματος. Και εν συνεχεία πετάει την ξακουστή φράση του, την οποία είναι σωστό να αποδώσουμε στην αυθεντική της γλώσσα: “Bah! Humbug!” Το «Χωρίς οικογένεια» του Έκτορος Μαλό, ο πολύπαθος «Όλιβερ Τουίστ» και πόσες άλλες ιστορίες απεικονίζουν με την ίδια σαφήνεια την δυστυχία του 19ου αιώνα, ένας αιώνας μαύρος για την ιστορία της ανθρωπότητας με κοινωνίες τεράστιων αντιθέσεων. Πάμπλουτοι και υπερβολικά φτωχοί. Σνομπισμός, υψηλή κοινωνία και πλούσιοι επιχειρηματίες. Πουριτανισμός και ψευτοηθική! Η μόνη διέξοδος, στην σκληρή απάνθρωπη δουλειά, στο κρύο, την πείνα, την ανεργία, την απουσία της κοινωνικής πρόνοιας, την έξαρση κάθε είδους ασθενειών, το πρόωρο θάνατο των νέων ανθρώπων ήταν η φαντασία. Παραμύθια. Παραμύθια που οι κακοί δεν είναι δράκοι ή μάγισσες, αλλά οι εκπρόσωποι της πλουτοκρατίας της εποχής αμοραλιστές όλο σκληρότητα, γεμάτοι ματαιοδοξία ή εγωιστική αδιαφορία που θεωρούν τον πλουτισμό ως τη μόνη αρετή.

Στο Λονδίνο, τότε, υπήρχαν χιλιάδες άστεγοι άνθρωποι, που δεν είχαν που να κοιμηθούν και που ζούσαν από τη ζητιανιά. Τα παιδιά των φτωχών ήταν υποχρεωμένα να δουλεύουν από μικρά για να μην πεθάνουν αυτά και οι οικογένειές τους από την πείνα. Αλλά όσο σκληρά κι αν εργάζονταν κέρδιζαν πολύ λίγα. Οι βιομήχανοι ή οι κτηματίες της εποχής μεταχειριζόντουσαν τους εργάτες τους σχεδόν όπως οι φεουδάρχες συγγενείς στον Μεσαίωνα, θεωρώντας τους ενοχλητικούς σαν τρωκτικά που όμως έπρεπε να δουλεύουν για το καλό της Αγγλίας, ακόμη και τα παιδιά, γιατί χωρίς αυτά η χώρα θα καταστρεφόταν καθώς ο μεγάλος εμπορικός συναγωνισμός με το εξωτερικό, επέβαλλε να κρατηθούν τα ημερομίσθια σε χαμηλό επίπεδο. Η «Χριστουγεννιάτικη ιστορία » δεν γράφτηκε για να σώσει τα Χριστούγεννα ή να αναβιώσει τις ξεχασμένες παραδόσεις, όπως ίσως να επιθυμούσαν οι συντηρητικοί της εποχής. Και σίγουρα ο Ντίκενς δεν έγραψε την ιστορία του για να διηγηθεί απλά μια συγκινητική ιστορία της εσωτερικής μεταμόρφωσης ενός ανθρώπου που ενδεχομένως παραστράτησε. Η “Χριστουγεννιάτικη ιστορία” ήταν μια γροθιά του συγγραφέα στην σκληρή κοινωνική πραγματικότητα της εποχής του. Ένα μέσο να μιλήσει για την κοινωνική αδικία, για μια κοινωνία παραδομένη στο χρήμα, την αδιαφορία και την εκμετάλλευση.

Αυτό είναι η Χριστουγεννιάτικη ιστορία, οι άτυχοι, ή οι φτωχοί που πεθαίνουν στους δρόμους, εκεί που ο πόνος είναι ο κανόνας, όπου το «Κοριτσάκι με τα σπίρτα», ξυπόλητη, αφού έχασε τις παντούφλες της, φορεί μια κόκκινη κουρελιασμένη φούστα και ένα μαύρο πλεκτό σάλι πεθαίνει από το κρύο στους δρόμους, όπου ο άνθρωπος ζει αμόρφωτος και απελπισμένος, όπου η γυναίκα πουλάει το κορμί της για μια μπουκιά ψωμί, όπου το παιδί υποφέρει από αγραμματοσύνη κι από έλλειψη παιδείας, οι εκατοντάδες ζητιάνοι που κατακλύζουν το μετρό, υψώνοντας ικεσίες για ελεημοσύνη, οι άποροι, φτωχοί, απελπισμένοι, άστεγοι συνάνθρωποί μας η φτώχεια, η ανέχεια, η απελπισία και τώρα αυτή η σκληρή φρικτή απομόνωση με τον φόβο του αόρατου θανάτου που μας παραμονεύει σε κάθε μας βήμα, σε κάθε μας επαφή.

Η “χριστουγεννιάτικη ιστορία” του Ντίκενς είναι καταδικασμένη να παραμένει στο χρόνο, σαν μια ριζοσπαστική διήγηση, ικανή να αποδώσει την ανθρώπινη μεταστροφή, από την κατάσταση της αναλγησίας και της σήψης σε κάτι ομορφότερο, πιο ανθρώπινο πιο δίκαιο και φυσικά στο ένα και μοναδικό που χάρισε η γέννηση του Χριστού στον κόσμο, την Αγάπη. Γιατί η αγάπη των ανθρώπων ήταν εκείνο που ο Σκρουτζ διαπίστωνε πως έχανε και άλλαξε. Γιατί η αγάπη και το να νοιάζεσαι για τον άλλον δίπλα σου είναι το ζητούμενο και στην δική μας εποχή, την χτυπημένη από μια ακατανόητη αρρώστια που δεν χτυπά μόνο τα πνευμόνια μας, αλλά κυρίως την ανθρωπιά μας.

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

 

SHARE
RELATED POSTS
Ο κος Σανιδόπουλος και η Πολιτική Οικονομία, του Άρη Μαραγκόπουλου
Πολυτεχνείο 1973-Μιά μαρτυρία, του Δρ Πάνου Καπώνη
Το πείραμα του φίλου μου, του Βαγγέλη, του Γιάννη Στουραΐτη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.