Συνεντεύξεις

«Η γίδα και άλλες ιστορίες της υπαίθρου» με την ματιά του Λεωνίδα Βουρδονικόλα, της Ντόρας Αρκουλή

Spread the love

Η Ντόρα Αρκουλή είναι Ψυχολόγος με ψυχοδυναμική κατεύθυνση, ΜΔΕ στην ‘Προαγωγή Ψυχικής Υγείας και Πρόληψη Ψυχιατρικών Διαταραχών’, από την Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ, καθώς και Υποψήφια διδάκτωρ στο τμήμα Ψυχολογίας στο ΕΚΠΑ. Ασχολείται ακόμη με τη Λογοτεχνία, το Θέατρο.

 

«Η γίδα και άλλες ιστορίες της υπαίθρου»

Η φύση στο ελληνικό ύπαιθρο, με τη ματιά του Λεωνίδα Βουρδονικόλα στο βιβλίο του «Η γίδα και άλλες ιστορίες της υπαίθρου», μοιάζει να έχει τη δική της δικαιοσύνη και να αποπνέει έναν αέρα αξιοπρέπειας, τραχιάς ντομπροσύνης και αλήθειας.

Ο Λεωνίδας Βουρδονικόλας, με νοσταλγική διάθεση, ως άλλος θεματοφύλακας της μνήμης, μάς μεταφέρει με τη συλλογή των διηγημάτων του σε ιστορίες βγαλμένες από μια άλλη εποχή, αυτή της αθωότητας. Στις σελίδες του ξετυλίγεται μια αυτούσια κληρονομιά από  γνήσια γλωσσολογικά και λαογραφικά στοιχεία για ‘γρουνόλιπες’ σε αρβύλες, ‘μαρκάλες’ γονιμότητας, ‘γαλάρια’ με γάλα, ‘δεματσούλες’ για μόνωση, ‘φυρίκια’ και ‘αγκόρτσα’, γκλίτσες χρηστικές, και κάλαντα σε μαντρί υπό τους ήχους της ‘ξεφσάρας’, σαν σε επίκληση στον Πάνα.

Ξεκινώντας με θάνατο και το κουφάρι μιας κόρμπας (ολόμαυρη γίδα)    -εικόνα που θα μπορούσε να έχει εμπνεύσει τον πίνακα των Βοσκών της Αρκαδίας του Νικολά Πουσέν-, ο συγγραφέας μάς οδηγεί, άλλοτε με ένα φορντ μοντέλο του ’50 και άλλοτε με μεθυσμένα γαϊδούρια ή πιστά τσοπανόσκυλα, σε ορεσίβιες κατανυκτικές βραδιές που βρίθουν από φωτιά σε αναχώματα, τραγούδι, νταούλια, φάρσες και τρόμο για ιστορίες με δαιμονισμένα τσακάλια και μαυροφορεμένες σκιές.

Σε ένα χρόνο και τόπο όπου οι ονομαστικές γιορτές ήταν ευκαιρία για ανταμώματα, αυτονόητα φιλέματα και μυρωδιές αυτοσχέδιων λικέρ τριαντάφυλλο, ψητού κρέατος και κρασιού προσωπικής σοδειάς στα ανοιχτά σπίτια. Οι σάλες έσφυζαν από παθιασμένους ανθρώπους που κάτω από τα γαμπριάτικα κοστούμια, τα γυαλιστερά από λούστρο σκαρπίνια και τα λαμπερά από μπριγιαντίνη μαλλιά τους αναδύεται το κέφι για ζωή.

Τα πιο εναλλακτικά στέκια της επαρχίας, με ιδιοκτήτες ταξιδιάρικες ψυχές, με ψαγμένη δισκοθήκη, υπό τους ήχους Μάλαμα, Κανά, Ίγκυ Ποπ και Μετάλικα, μυούσαν τους θαμώνες τους στην πιο έντεχνη, ροκ και μεταλλική εκδοχή της μουσικής, συνοδεία πότε μιας ‘grouse φημισμένης’ on the rocks και πότε μιας ‘πέρδικας ψητής’ στη σούβλα (true story!), τελετουργικό απαραίτητο για τη μετάβαση στην ανερχόμενη νέα εποχή των 90s.

Ανελέητες παρτίδες τάβλι, ερωτικά σκιρτήματα και περιπτύξεις συντροφεύουν το ταξίδι φερέλπιδων νεαρών φοιτητών στην Αθηναϊκή ακαδημαϊκή στάση από τη βουκολική διαδρομή, συμπληρώνοντας το έργο με συμπληγάδες ιστορίες ενηλικίωσης.

Τα παραπάνω και άλλα σχολιάζει ο συγγραφέας του έργου σε μια συνομιλία από καρδιάς.

Λεωνίδα, ως αναγνώστρια ομολογώ ότι αισθάνθηκα το κείμενο ως παρακαταθήκη και φόρο τιμής στη βιωμένη και επενδυμένη με συναίσθημα φύση της υπαίθρου. Πώς εμπνεύστηκες τη Γίδα; Τι σημαίνουν για σένα όλες αυτές οι ιστορίες;

Η διαρκής και επαναλαμβανόμενη εξιστόρηση ευτράπελων γεγονότων της παρέας από το αεικίνητο ζιζάνιο Γιώργο, τον πατέρα μου, γέννησε την ιδέα, και έπειτα τη βούληση, να αποδοθούν κάποια στιγμή οι ιστορίες αυτές και γραπτώς. Να καταγραφεί και να διασωθεί λογοτεχνικά η πραγμάτωσή τους.

Η πλειονότητα των ευθυμογραφημάτων της «Γίδας» δεν είναι απλά αξιοσημείωτες ιστορίες ανθρώπων καταγόμενων από τον γενέθλιο τόπο μου, την Αταλάντη. Είναι μνήμες της αειθαλούς υπαίθρου.

Στις διηγήσεις σου χρησιμοποιείς τεχνηέντως μια ντοπιολαλιά, έναν μεστό ιδιωματικό λόγο, δημιουργώντας πολύ απτές και γλαφυρές εικόνες, σώζοντας κατά κάποιο τρόπο τα ήθη και έθιμα μιας εποχής που έχει περάσει ανεπιστρεπτί; Η γλώσσα είναι μνήμη;

Επιθυμία μου ήταν να μεταδώσω καταστάσεις αλλοτινών εποχών παραμένοντας πιστός, όσο ήταν δυνατό, στο πνεύμα της εποχής. Και η χρήση τοπικών ιδιωμάτων της γλώσσας ήταν ένας από τους τρόπους να φέρω το χθες πιο κοντά στο σήμερα. 

Ο τόπος των Λοκρών, κουβαλά πλήθος εθίμων και παραδόσεων του μακρινού παρελθόντος, που διασώζονται μέχρι σήμερα σε πείσμα των καιρών. Από τα τοπικά πανηγύρια των χωριών, με κορωνίδα την επταήμερη εμποροπανήγυρη της Αταλάντης, μέχρι το βαθιά παραδοσιακό (και σχεδόν βουκολικό) «Τόγκαλι», τα τοπικά κάλαντα των Φώτων, από τα λίγα που απαγγέλλονται νύχτα και όχι πρωί, από παρέες ενήλικων και όχι από παιδιά. Αν το πάρουμε ως παράδειγμα, ανατρέχοντας στους στίχους του, είναι αναπόφευκτο το ταξίδι στο παρελθόν. Στην ίδια την μνήμη.

Σε μια εποχή ατομικιστικής διάθεσης και απαράμιλλης διπλωματίας (ή έλλειψης ευθύτητας) ελέω συμφέροντος όπως η σημερινή, με συγκινεί ότι οι άνθρωποι που περιγράφεις μοιάζουν πολύ γνήσιοι, αυθεντικοί. Μέσα από τις ιστορίες που διηγείσαι φαίνεται να υπερασπίζονται την αλήθεια όχι μόνο ως μέτρο δικαίου αλλά και ως άρρητη προϋπόθεση των ισχυρών δεσμών τους. Πώς το σχολιάζεις; Υπάρχει κάπου στις μέρες αυτού του τύπου η κουλτούρα;

Ντομπροσύνη. Αυτό χαρακτήριζε τους ανθρώπους μιας αλλοτινής εποχής και αυτή ισχυροποιούσε τους δεσμούς μεταξύ τους. Πολύ δύσκολη υπόθεση σήμερα, σε ένα περιβάλλον που αναζητούμε και μοιράζουμε τα λάικς και τις ηλεκτρονικές καρδούλες, με βάση πολλές φορές το προσωπικό όφελος. Η ευθύτητα τείνει μειούμενη και μάλλον θα πρέπει να την αναζητήσουμε ξανά βαθιά μέσα μας. Ίσως οι ανθρώπινες σχέσεις γίνουν έτσι, λιγότερο δύσκολες.

Τα βιώματα στη φύση κάνουν τους ανθρώπους διαφορετικούς; Και με ποιον τρόπο κατά τη γνώμη σου;

Ξεχάσαμε να ονειρευόμαστε στον ανοικτό ουρανό. Ζούμε την επέλαση της οθόνης. Αποκόβουμε, μέρα τη μέρα, την επαφή μας με το φυσικό περιβάλλον και γινόμαστε λιγότερο άνθρωποι. Μήπως τα ερεθίσματα  της φύσης είναι αυτά που θα ζωντανέψουν ξανά τις ψυχές μας; Μήπως μέσα στην ίδια τη φύση βρίσκονται οι πραγματικές ρίζες μας; Ή ίσως ακόμη και ο ίδιος μας ο εαυτός;

Πώς και σε ποια ηλικία αποφάσισες να ακολουθήσεις το δρόμο της συγγραφής;

Γράφω από ανάγκη για έκφραση και δημιουργία. Είχα την συνήθεια, από την εφηβική μου κιόλας ηλικία, να καταχωρίζω κατά καιρούς αναμνήσεις, συμβάντα και σκέψεις σε ημερολόγια και σημειωματάρια. Χρειάσθηκε ωστόσο να συμπληρώσω πολλά από δαύτα για να ξεκινήσω να σκαρώνω ιστορίες σε λευκές σελίδες. Αφορμή στάθηκε η έμπνευση της «Γίδας». Και η συγγραφή της ήταν αυτή που με οδήγησε έπειτα στη Σχολή Θεατρικής Γραφής του Θεάτρου Πορεία και στην δημιουργία τεσσάρων θεατρικών έργων. Φρέσκος ακόμη στο δρόμο· στην αφετηρία σχεδόν της ανηφοριάς. Μάλλον όμως με ψυχοθεραπεύει το γράψιμο.

Τι θα έλεγες στα νέα ή και τα μεγαλύτερα παιδιά που ασχολούνται με τη συγγραφή;

Νωρίς ακόμη για να προτρέψω. Αν κάτι πάντως γύρευα, αυτό θα ήταν η κατάθεση της βαθιάς αλήθειας τους στο χαρτί. Και η διαρκής ανάγνωση οιουδήποτε είδους λογοτεχνίας.

Ως συγγραφέας λογοτεχνίας και θεατρικών έργων, τι επιθυμείς; Τι σε ιντριγκάρει και τι ονειρεύεσαι; 

Να αγγίξω τις χορδές έστω και μιας ψυχής, έστω κι ενός αναγνώστη. Να μιλήσω στο μέσα του. Επιθυμία, πρόκληση και όνειρο μαζί.

Καλοτάξιδο!

SHARE
RELATED POSTS
Σταύρος Θεοδωράκης: “Έχουμε ανάγκη από μια επαναστατική κυβέρνηση ρεαλιστών”
Δημήτρης Στεφανάκης: “Θα ήθελα να είμαι δεινός πιανίστας”
“Ασκήσεις για γερά γόνατα”δοκιμάζει το θεατρικό κοινό της Λισαβόνας, της Ντόρας Αρκουλή

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.