Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Επαρχιακή ανασφάλεια, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

 

Αυτή η επαρχία δεν βρίσκει ησυχία ποτέ, ούτε Άνοιξες, ούτε Καλοκαίρια, ούτε Χειμώνες μα πιο πολύ τώρα το  Φθινόπωρο όπου ο τρύγος των αμπελιών, η συλλογή του κρασιού ή η χύμα πώληση των σταφυλιών για κάτι ψιλά (0,40 λεπτά το κιλό κατά μέσο όρο είναι η φετινή τιμή με τάσεις φθίνουσες, οπότε, τέρμα και οι επιδοτήσεις από το 2021 με αποτέλεσμα να στρέφονται οι αγρότες στο ξερίζωμά τους  έναντι κάποιων ευρώ ανά στρέμμα που επιδοτεί η ΕΟΚ) και καπάκι από πάνω η συλλογή του ελαιοκάρπου(εδώ οι αγρότες αφίενται στις εκάστοτε διαθέσεις και ορέξεις των μεσαζόντων όσον αφορά στην διαμορφωθείσα τιμή του ελαιολάδου, λοιπών προϊόντων και όλα τα άλλα περί καθορισμού της τιμής αυτών εκ μέρους των Βρυξελλών είναι απλές… αριθμητικές, εδώ επικρατεί ο νόμος του μεγαλέμπορα και των αετονύχηδων), είναι από τις πιο ζόρικες.

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50, Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ), Λεωφόρος Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ), Λεωφόρος Κρεμαστής & «Πηγές Καλλιθέας»

Οι αλλοδαποί που χρησιμοποιούνταν αντί ενός ευτελούς μεροκάματου – ανασφάλιστοι, άνθρωποι εξόριστοι από το φως, προοριζόμενοι για τα αζήτητα, χωρίς καμία μέριμνα και δικαιοσύνη από πλευράς Πολιτείας (οι φράουλες της Αμαλιάδας με τα παραπήγματα μεταναστών ως κατοικίες και τις συνέπειες, δεν είναι μακρινή υπόθεση προκειμένου να εξάγει κάποιος συμπεράσματα) – δεν άργησαν πολύ και μέσα σε δυο τρεις εβδομάδες να γίνουν παραμάζωμα της αστυνομίας και εστάλησαν εκεί από όπου προήλθαν. Παρέμειναν μόνο οι ελάχιστοι «νόμιμοι και με χαρτιά» όπου είναι υποχρεωμένοι να τα κουβαλούν μαζί τους ακόμη και στην περίπτωση που βρίσκονται με το κοφίνι σταφυλιών στον ώμο ή επάνω στην ελιά σκαρφαλωμένοι και να τα επιδεικνύουν σε κάθε αρχή που διενεργεί γιουρούσια, προκειμένου να αποδεικνύουν τη νομιμότητά τους. Αποτέλεσμα, να μείνουν μόνο οι κατ’ ουσίαν ντόπιοι επωμιζόμενοι όλο το φόρτο εργασιών με ό, τι αυτό συνεπάγεται.

Κι εκεί που είχαν χρόνια να εμφανιστούν ντόπιοι ξυπνώντας από τα χαράματα για τις δουλειές, τώρα εύκολα τους συναντάς πρωί-πρωί να έχουν πιάσει τις γωνίες της πλατείας αναζητώντας από τον γείτονα ή άλλους από άλλα χωριά προκειμένου να συμπράξουν για τον τρύγο, το μάζεμα των ελιών, ελαιοτριβεία, ακόμη και την κοπή καυσόξυλων για τον άγριο χειμώνα που καταφθάνει – και χρειάζονται ουκ ολίγα – αναγκαζόμενοι να παραχωρούν και μεσιακό το βιός τους.

Αντικρίζοντάς τους κάποιος όπου δεν έχει γνώση των κανόνων εργασίας που διέπουν την αγροτιά, εύκολα θα μπορούσε να υποθέσει ότι είναι εκεί και περιμένουν ή το υπεραστικό  για την Καλαμάτα να κάνουν τη βόλτα τους και να ψυχαγωγηθούν ή το εκδρομικό για την Μεγαλόπολη προκειμένου να επισκεφθούν το ναό της αγίας Θεοδώρας ή τους καλοκαιρινούς μήνες για τις παραλίες προοριζόμενοι, εκτός πια κι αφουγκραστείς τη νεκρική σιγή που απλώνεται ανάμεσα στους συγκεντρωμένους ηχώντας με πολύ κρότο και παρατηρήσεις ταυτόχρονα τους τόνους κούρασης που ακουμπούν πάνω στους ώμους τους, οπότε αντιλαμβάνεσαι ότι μόλις τελειώσουν κι αυτές οι εποχιακές εργασίες το μυαλό τους βασανίζεται από σκέψεις σχετικά με τα βερεσέδια που πρέπει να πληρώσουν στον χασάπη, στον μανάβη, στον φούρναρη, στο φαρμακείο, στον ιδιώτη ιατρό γιατί τα νοσοκομεία υποβαθμίζονται καθημερινώς επί τούτοις, στα φροντιστήρια των παιδιών που έμειναν πίσω (πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης επιβαρυνόμενοι και με την μεταφορά τους στα σχολεία διότι τα περισσότερα έκλεισαν), τα μεγάλα σπουδάζουν στην Αθήνα ή στην Πάτρα ή αλλού με υπέρογκα έξοδα από τις τσέπες των γονιών τους.

Τις προάλλες έπεσα ξανά πάνω τους αλλά αυτή τη φορά προς το σούρουπο με τα καθαρά τους ρούχα όπου είχαν βγει στην πλατεία για ένα καφέ στα γρήγορα ή ένα σουβλάκι ή μια πίτσα για τέσσερα άτομα συν ένα εγγόνι οι περισσότεροι ή έστω να κάνουν μια βόλτα, να συναναστραφούν με κόσμο προκειμένου να μοιραστούν τις πίκρες τους, όπου μια ανάγκη ένοιωσα να πάω να τους φιλήσω το χέρι φέρνοντας στο μυαλό μου τη μάνα μου ή τον πατέρα μου όπου ετελεύτησαν τον βίον τους στα μεροκάματα, αλλά έσκυψα το κεφάλι κι έφυγα βιαστικά για κάποιο ουζερί…

Υγ: Όλα όσα αιωρούνται περί πλουσίων αγροτών όπου «βάζουν την τσάπα στο πορτμπαγκάζ της Μερτσέντες και πορεύονται ως αγάδες» ουδόλως ευσταθούν και ουδέποτε υπήρξαν. Η δεκάχρονη κρίση επηρέασε άμεσα και την επαρχία – ουδείς γνωρίζει την επαναφορά της σε αξιοπρεπή επίπεδα διαβίωσης και πότε – δίδοντας έτσι ένα βαρύ χτύπημα στον πρωτογενή τομέα και μάλιστα με αντίκτυπο των τιμών στα μεγάλα σούπερ μάρκετ της Αθήνας όπου η πλειονότητα την πληρώνει αντιστοίχως βαριά στα προϊόντα και προς όφελος των πολυεθνικών.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Το βλέμμα της Φωφώς, του Γιάννη Στουραΐτη
I am sharing ‘Συναισθήματα που πιάνουν πάτο’ with you, της Δέσποινας Γρηγοριάδη
Στα 57… , του Νίκου Βασιλειάδη

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.