Βιβλίο

Διαβάζοντας: “Πύλη Εισόδου” της Μάρως Δούκα, του Άγγελου Κουτσούκη

Spread the love

Ο  Άγγελος Κουτσούκης είναι Ραδιοφωνικός Παραγωγός και Δημοσιογράφος.

 

“ΠΥΛΗ ΕΙΣΟΔΟΥ” της ΜΑΡΩΣ ΔΟΥΚΑ από τις εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ

Το Μεγάλο Βραβείο Γραμμάτων για το έτος 2019 απονεμήθηκε φέτος, πρίν από λίγες ημέρες στη Μάρω Δούκα για τη συνολική της προσφορά στα Γράμματα. Και δικαίως. 

“Η Μάρω Δούκα είναι μια από τις πλέον αντιπροσωπευτικές συγγραφικές μορφές της σύγχρονης ελληνικής πεζογραφίας μας. Κάνει την πρώτη της εμφάνιση τη χρονιά που η Χούντα των Συνταγματαρχών αποχωρεί από την πολιτική ζωή της Ελλάδας και μέχρι σήμερα –45 χρόνια μετά– με τα 17 βιβλία της που έχουν κυκλοφορήσει έχει διατηρήσει σταθερά την εκτίμηση κοινού και κριτικών. Με το έργο της –κυρίως, αν και όχι μόνο, μυθιστορήματα– έχει καταγράψει τις διακυμάνσεις της ελληνικής ταυτότητας μέσα στην επικράτεια των ιστορικών συμβάντων, αλλά και εντός της κοινωνικής συμπεριφοράς. Ως μια από τις βασικές εκπροσώπους της γενιάς του ’70, χαρακτηρίζεται για την πολιτική ματιά με την οποία πλησιάζει τα γεγονότα” έγραψε ο Μάνος Κοντολέων, συνοψίζοντας μέσα σε λίγες γραμμές την πορεία μιας συγγραφέως από αυτές που χαρακτήρισαν την εποχή τους.

Από το 1979 και μετά-χρονιά που κυκλοφόρησε η “Αρχαία Σκουριά” -αναγνωρίστηκε σαν η φωνή που περιγράφει μιά γυναίκα που γεννήθηκε κάπου πρός το τέλος του Εμφυλίου, που έζησε μέσα στο αντιδικτατορικό κλίμα. Σαράντα χρόνια αργότερα, στην “Πύλη Εισόδου”, η Μάρω Δούκα περιγράφει μια γυναίκα γύρω στα εβδομήντα που γεννήθηκε και έζησε όλη της τη ζωή στην Αθήνα, και σήμερα πια, περιγράφει τη ζωή της μέσα από την απλή καθημερινότητα μιας γυναίκας αυτής της ηλικίας που ζει στο Παγκράτι μόνη, αφού οι τρεις κόρες της ζουν πια, ή προσπαθούν να ζήσουν, την δική τους ζωή.

“Ποιος πρόσεξε ποιόν; Ποιος νοιάστηκε ποιόν; Να φτάσω, επιτέλους, στο σπίτι. Να κατουρήσω, που κοντεύει να σπάσει η κύστη μου, κι ύστερα μπροστά στον καθρέφτη να κλάψω με την ησυχία μου. Λάθος μου να πιστεύω ότι θα τη γλιτώσω τη φουρτούνα, αν πάρω τους δρόμους, χαζολογώντας, πέρα από τη γειτονιά. Καλύτερα να κλαις, να αφήνεις και κάνα ουρλιαχτό, να αδειάζεις μέσα σου,,πως είναι με τα καιρικά φαινόμενα; Αν δεν βρέξει, ο ουρανός δεν καθαρίζει”, μονολογεί κάποια στιγμή η κεντρική ηρωίδα.

Η κυρία Αφεντούλα, η κεντρική ηρωίδα, είναι κοντά στα εβδομήντα και τώρα πια προσπαθεί να ζήσει την καθημερινότητά της. Μία καθημερινότητα που γεμίζει κάνοντας τον απολογισμό της ζωής που έζησε. Είναι η γυναίκα της διπλανής πόρτας, με έναν γάμο μάλλον καλό, τη σχέση με τις κόρες της μάλλον καλές, τη σχέση με την φίλη της την Αίθρα μάλλον ανταγωνιστική, αλλά χωρίς αυτή δεν μπορεί να αναγνωρίσει τη ζωή της, αφού η Αίθρα είναι κομμάτι της. Όλα ισορροπούν σε αυτό το μάλλον, που πάνω του μοιάζει να έχει χτιστεί η ζωή της. Και βέβαια, τη σχέση της με το διαδίκτυο την βιώνει σαν μια αντανάκλαση της ζωής που δεν έζησε. Η “Πύλη Εισόδου” του τίτλου, εξ άλλου, αυτό είναι. Το facebook. Πώς βιώνει, λοιπόν, μιά γυναίκα της ηλικίας της την εποχή μας;

“Ευλογημένη η τελεβίζιον, έλεγε ο τυραννόσαυρος στα τελευταία του και τον κοροϊδεύαμε. Ευλογημένη, επαναλαμβάνω. Σαν προσευχή. Τώρα που έμεινα πραγματικά ολομόναχη. Μόνη παρηγοριά μου οι ταινίες, οι σειρές, οι εκπομπές. Να χορεύουν και να τραγουδούν τόσα παιδιά, τόσα ταλέντα, τόσα κορμιά, τόσες φωνές, πραγματικά χαίρομαι. Μόλις νυχτώσει, καληνυχτίζω τις κόρες, φιλάκια και αστειάκια με τα εγγονάκια μου, τραβώ τον σύρτη. Στέκομαι πλάι στο παράθυρο, παρακολουθώ το φως που λιγοστεύει, τα χρώματα στον ουρανό, τα πουλιά, ακούω τις κόρνες, τα γαβγίσματα. Χαζεύω έπειτα για λίγο κι εγώ στο φέισμπουκ, περαστική και λαθραία, ρίχνω τις ματιές μου στο εξώφυλλο διαφόρων επωνύμων, βλέπω και τις δημόσιες αναρτήσεις τους. Κοίτα πώς πορεύονται, πώς ζουν όλοι τούτοι οι σπουδαίοι, με τι απασχολούνται. Πόσο έρημοι είναι κι αυτοί, πόσο αξιολύπητοι, πόσο νάρκισσοι. Τρόπος του λέγειν. Μια χαρά είναι, άλλοι με τα γατόσκυλά τους, άλλοι με τα βιβλία. Τις ταινίες, τις ζωγραφιές, τις μουσικές, τις φωτογραφίες τους. Άλλοι με τις απόψεις τους, την τρέλα τους, τα παράπονα, τις ξινίλες . Ας είναι καλά οι άνθρωποι να αγαπιούνται, να συζητούν μεταξύ τους, να ανταλλάσσουν φιλοφρονήσεις. Να αλληλοδιαφημίζονται.

Πώς ήταν παλιά οι πλατείες, τα καφενεία, τα νυχτέρια, οι δημογεροντίες κάτω από τον πλάτανο;

Κι έπειτα στην μπερζέρα μου με το τηλεκοντρόλ στο χέρι”.

Η Μάρω Δούκα μέσα σε λίγες γραμμές περιγράφει με ακρίβεια χειρουργική την εποχή μας. Κάπως έτσι δεν ζούν οι περισσότεροι ενήλικες στις μέρες μας; Μπροστά σε μια μόνιμα ανοιχτή τηλεόραση, ρίχνοντας λαθραίες ματιές στις ζωές των άλλων; Δίπλα σε ένα τηλέφωνο που περιμένουμε να χτυπήσει; Μετατοπίζοντας τις δικές μας ανασφάλειες και φοβίες στις ζωές των κοντινών μας ανθρώπων; Για μιά ακόμα φορά η συγγραφέας καταφέρνει να αποτυπώσει το σήμερα, χωρίς ίχνος νοσταλγίας “των παλιών καλών ημερών”, αφού ουσιαστικά τέτοιες ημέρες δεν υπήρξαν. Σε κάθε εποχή αλλάζει μόνο ο τρόπος. Η ουσία παραμένει η ίδια.

Ένα σημαντικό μυθιστόρημα, λοιπόν, ένας απολογισμός της εποχής.

Χαρακτηριστικό αυτό που έγραψε η Κυριακή Μπειόγλου για την “Πύλη Εισόδου”.

“Νομίζω πως ο μονόλογος της ηρωίδας είναι ο κεντρικός μεγάλος μονόλογος που κάνει κάθε σύγχρονος άνθρωπος που έχει αφήσει πίσω του την ταραχώδη ζωή της νεότητας και αρχίζει να ωριμάζει παρατηρώντας για αρκετή ώρα τα πράγματα και όσα υπάρχουν γύρω του. Αυτό το: «Απ´ τη ζωή στο όνειρο, στον ύπνο, στον θάνατο, και πάλι στη ζωή. Όρθια ακόμη, εκνευρισμένη, χωρίς κανένα λόγο. Από ώρα το ηθικό μου απότομα έχει πέσει πάλι. Πώς γίνεται και ανεβαίνει, σαν τον καιρό, απ´ τον χειμώνα στο καλοκαίρι, μέσα σ´ ένα μισάωρο τα πάνω κάτω». Μοιάζει με κατάθλιψη, την κατάθλιψη μιας σύγχρονης κοινωνίας που μας έχει οδηγήσει σε μια μεγάλη μοναξιά, σε μια διαρκή εσωστρέφεια.

Αποκλείεται να αφήσετε την «Πύλη εισόδου» από τα χέρια σας. Θα διαβάσετε την σπουδαιότερη κατά τη γνώμη μου λογοτεχνία που έχει αυτή η χώρα. Η Μάρω Δούκα κατέγραψε μοναδικά την εποχή του φέισμπουκ και των εικονικών του καταστάσεων που μπορεί να φαίνονται σε πρώτη ανάγνωση επιδερμικές αλλά στο βάθος βάθος κρύβουν την αληθινή μας ταυτότητα• αν ξέρει κανείς πώς να «διαβάσει» τις αναρτήσεις μας”

Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.  

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Γιώργος Αρκουλής
Περιμένοντας τα κάλαντα, του Γιώργου Αρκουλή
Ένα σπάνιο έργο για την παγκόσμια διπλωματία, του Ηλία Καραβόλια 
Μάνος Κοντολέων: 40 χρόνια… Έψαχνα πάντα τις Κλασικές Ιστορίες και μια πρόσκληση

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.