«Ỏψείω, εφετικό του ὁρώ = επιθυμώ να δώ».
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Γιώργος Πάτσας και το ζήτημα της όψεως στο αρχαίο δράμα.
“Πρώτες έρχονται οι ενστικτώδεις ανάγκες και μετά η πολυτέλεια του “περιττού». Το μη απαραίτητο ορίζει τον άνθρωπο. Είναι η ψυχή μας, είναι η απόδειξη της πνευματικότητάς μας αυτό. Είναι αυτό που σηκώνει τον άνθρωπο όρθιο στα πόδια του.”
Βασίλης Φωτόπουλος (1934-2007)
«Σκέφτομαι συχνά πως η ιστορία της τέχνης, όπως εξάλλου και η ιστορία εν γένει, είναι ένα αυθαίρετο κατασκεύασμα χρονολογιών, προσώπων, θέσεων και επιλογών, που επ’ ουδενί αντιπροσωπεύει ή αποτιμά σωστά ολόκληρο το φάσμα της ανθρώπινης σκέψης ή δημιουργίας. Η χρησιμότητά της έγκειται μόνο στο ότι λειτουργεί σαν εργαλείο, σαν το μπαστούνι του τυφλού, ας πούμε, που, ενώ δεν δείχνει τον κόσμο, ο τυφλός δεν μπορεί να υπάρξει στον κόσμο δίχως αυτό. Με την ίδια λογική θα μπορούσε να υπάρξει και μια άλλη ιστορία της τέχνης με εντελώς διαφορετικά πρόσωπα ή γεγονότα, που να διεκδικεί το ίδιο αξιωματικό κύρος σε σχέση με την αενάως φεύγουσα κι ασύλληπτη πραγματικότητα. Η ιστορία λοιπόν, εκτός από αυθαίρετη -ή, ακριβώς γι’ αυτό- είναι άδικη. Η «αδικία’’ της όμως, είναι ζωτικής σημασίας, αν θέλουμε να προσεγγίσουμε, έστω, τον κόσμο των μορφών. Εφόσον λοιπόν, ο Θεοτοκόπουλος ή ο Βερμέερ έμειναν άγνωστοι επί αιώνες, γιατί να μην υποθέσουμε ότι υπάρχουν κι άλλες τέτοιες περιπτώσεις, πρόσκαιρα ή και οριστικά χαμένες, η αποκάλυψη των οποίων θα άλλαζε άρδην (;) τα ιστορικά δεδομένα; Η ιστορία βέβαια, δε γράφεται με εικοτολογίες. Πόσο όμως «πραγματική» είναι η πραγματικότητα επί της οποίας ερείδεται; Εξάλλου δεν είναι γεγονός ότι στον αντίποδα μιας προφανούς αλήθειας υπάρχει μια άλλη αλήθεια, προφανέστερη;»
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος ανανέωσε με εμβληματικό τρόπο την ποιητική του μεταπολεμικού θεάτρου μας δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση το αρχαίο δράμα. Ειδικότεροι ομιλητές εμού ανέπτυξαν ήδη τις καινοτομίες που ο Σπύρος Ευαγγελάτος εκόμισε την ελληνική θεατρική σκηνή ήδη από τη δεκαετία του 70. Είναι πάντως πανθομολογούμενο ότι το ΑμφιΘέατρο του υπήρξε η τρίτη μεγάλη σχολή, εντός ή εκτός εισαγωγικών, μετά το Εθνικό και το Θέατρο Τέχνης στην εποχή της Μεταπολίτευσης. Προσωπικά θα σταθώ στην τόσο γόνιμη όσο και πολυετή συνεργασία του με τον Γιώργο Πάτσα, συμπληρώνει όσονουπω τον μισόν αιώνα, οιονεί μαθητή του και συν τω χρόνω βασικό συνεργάτη και συνδιαχειριστή μιας κοινής, ερμηνευτικής ιδέας. Σε αυτόν τον σύγχρονο ανταγωνισμό ανάμεσα στον σκηνοθέτη-θεό και το σκηνογράφο … ημίθεο διαπιστώνει κανείς ότι στην προκειμένη περίπτωση σημειώνεται χρυσή ισοπαλία. Ο Γιώργος Πάτσας αξιοποιεί το πρωτοποριακό όραμα του νεαρού σκηνοθέτη επιμένοντας στη χρήση υλικών με την σφραγίδα του μοντερνισμού. Την αξιοποίηση δηλαδή μιας διεθνούς γλώσσας εικόνων και συμβόλων, υπαινιγμών και ανατροπών κρατώντας μακριά τα φολκλόρ στοιχεία με τα οποία λίγο-πολύ φόρτιζε την αναβίωση του αρχαίου δράματος η προηγούμενη γενιά σκηνογράφων ενώ παράλληλα του εξασφαλίζει εκείνο το υπερβατικό κέλυφος το οποίο είναι απαραίτητο ώστε να εκκολαφθεί ο τραγικός μύθος. Ο ίδιος ο Γιώργος Πάτσας, έμπειρος πια και καταξιωμένος διεθνώς σκηνογράφος με περισσότερα από 40 χρόνια παρουσίας στην διακονία του αρχαίου δράματος τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, δηλώνει πως οι κύριες επιρροές του έρχονται από τον υπερρεαλισμό και την ποιητική των σύγχρονων τεχνοκρατικών υλικών, μεταλλικές κατασκευές, πλεξιγκλάς, νάυλον μεμβράνες κλπ. Προσωπικά πιστεύω ότι η ποιητική του Π. τόσο αδρή, δωρική, δραματική και υπαινικτική συγχρόνως αρδεύεται από την μεγάλη παράδοση του ευρωπαϊκού εξπρεσιονισμού δηλαδή εκείνης της μορφοπλαστικής γλώσσας που αποκρούει τον ρεαλισμό ως χυδαίο επειδή εκμεταλλεύεται το προφανές και η οποία επενδύει και το σύμβολο ως συμβόλαιο ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το κρύπτεσθαι. Στο κρύπτεσθαι αλλά υπάρχειν.
Πώς δημιουργείται η υποβολή; Πώς γειώνεται το θείο; Πώς οπτικοποιείται το τρομερό χωρίς να υποβιβαστεί η καταλυτική του ενέργεια; Πώς συντελείται το θαύμα με χειροποίητα μέσα και χωρίς την συνδρομή της μεταφυσικής; Πώς μεταμορφώνεται το υλικό της απελπισίας σε ποιητικό υλικό συνάπτοντας αόρατους αρμούς με τα πράγματα και την γλώσσα τους; Ο Ευαγγελάτος θέλει να εξαγάγει νόημα από το ελάχιστο και να πλάσει χώρους σχεδόν υπερβατικούς αποκλειστικά με την αντίστιξη φωτός και σκότους. Βλέπετε τα πάντα είναι κατά βάθος μουσική. Ο Πάτσας ξέρει και μπορεί να τα πραγματοποιήσει όλα αυτά. Να οδηγήσει πιο πέρα την αρχική έμπνευση. Ο μαέστρος, ο σολίστας και οι τρόποι να καταστεί η μαγεία χειροποίητη και το θαύμα ψηλαφητό.
Ο Πάτσας έχει δώσει γοητευτικές απαντήσεις στο διαχρονικό ζήτημα της σκηνικής αποκατάστασης του αρχαίου δράματος χωρίς να τυποποιείται σε μια μονοδιάστατη προσέγγιση του προβλήματος. Κάθε καινούρια παράσταση είναι μια νέα ευκαιρία για ένα διαφορετικό προβληματισμό. Και το ταξίδι συνεχίζεται και η εικόνα εμπλέκεται με τον λόγο ερωτικά και το θέατρο επιμένει εκεί που η ζωή καταρρέει και ο στίχος του Καρούζου παραμένει σταθερά επίκαιρος: Να παγιδεύσεις το αόρατο στην ορατότητα.
Υπάρχει λοιπόν η επίσημη Ιστορία, καρφιτσωμένη στο δέρμα του χρόνου. Με τα συνταρακτικά γεγονότα, τους κρίσιμους σταθμούς, τους δαφνοστεφανωμένους ήρωες ή τους αποδιοπομπαίους τράγους της. υπάρχουν όμως και μυριάδες μικρές ιστορίες, οι ατομικές περιπτώσεις που εμπλέκονται στον ιστό της μεγάλης. Σαν έντομα τυφλωμένα απ’ το σκληρό φως που μεθούν με το θάνατό τους. Πρόκειται για τους ανώνυμους εκείνους που άλλοτε επιβιώνουν κι άλλοτε συντρίβονται στη χοάνη του μηδέν. υπάρχει, επίσης, η καταγεγραμμένη Ιστορία αλλά υπάρχει και η άγραφη. Όπως υπάρχουν οι ιστορίες των καθημερινών ανθρώπων που κάποτε κάποτε αφήνουν τα ίχνη τους στο χρόνο, γίνονται ντοκουμέντα για τους μελετητές του μέλλοντος ή αφορμή δημιουργίας για τους καλλιτέχνες του σήμερα. Είναι τότε που οι ιστορίες αποκτούν σχήμα καθιστάμενες εικόνες και που οι εικόνες αφηγούνται ιστορίες. Τότε όλες αυτές οι εικόνες και τα σπαράγματα των εικόνων γίνονται ο ιδανικός σκηνικός χώρος για να εκκολάψει το δράμα τα αυγά του. Η εικόνα πρώτα. Και έπειτα ο λόγος. Και έπειτα η μέθεξη. Δηλαδή ο Πάτσας με τον Ευαγγελάτο.
Υπάρχει επίσης ο Χρόνος και η βουβή διαρκής ροή η οποία παρασύρει υπόκωφα και ισοπεδώνει τα πάντα. Απ’ τον «Οζυμανδία» του Shelley ως τον Bill Gates. Που κατατρώγει τις ζωές των ανθρώπων και απαξιώνει τα έργα τους, τα έργα του έρωτα ή του ιδρώτα. υπάρχει, τέλος, μια ανειρήνευτη μάχη ανάμεσα στη σιωπή που θέλει ντετερμινιστικά να επικαλύψει τα πάντα και τις διάφορες φωνές που επιδιώκουν ν’ ακουστούν. Που από ποικίλες κατευθύνσεις αντιστέκονται. Αυτές τις φωνές τις ονομάζουμε αλλιώς «πολιτισμό». Ο πολιτισμός εν γένει εκφράζει συλλογικότητες, ενώ η τέχνη αντανακλά ατομικές αγωνίες οι οποίες όμως φιλοδοξούν να εκφράσουν το σύνολο. Η Τέχνη. Μια δύναμη που βούλεται να εξανθρωπίσει την Ιστορία, εξανθρωπίζοντας το Χρόνο, τον πανδαμάτορα… Τιτάνιος, ανώφελος αγώνας. Το θέατρο συνιστά την απόλυτη επίγνωση αυτής της φθοράς. Εξ ου και η γοητεία του.
Η Κική Δημουλά το λέει αλλιώς:
Φταίνε κυρίως τα φρεάτια
μπούκωσε η παλαιότητα του κόσμου
δεν τραβάνε οι σχισμές. (Τα εύρετρα, Ίκαρος, Αθήνα 2010)
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος περιέγραψε πρόσφατα εξ αφορμής της παράστασης «Αμύντας» πως διαμορφώνεται ex nihilo η ένταση του σκηνογραφικού χώρου. «Θα σου πω κάτι: Όταν έκανα την πρώτη μου σκηνοθεσία την έκανα στο σαλονάκι του σπιτιού μου που, όταν παραμερίζαμε τα έπιπλα, ήταν δυο επί δυο μέτρα. Ήταν ο “Φορτουνάτος”. Μετά, όταν πήγαμε στο θέατρο Βεργή, ένιωσα ότι διαλύθηκε το Σύμπαν. Ό,τι ωραίο είχα βρει στο σαλονάκι χανόταν στη σκηνή του θεάτρου. Αναζητώντας λύσεις μπαίνω μια μέρα στο δωμάτιο των γονιών μου και καθώς πέφτω στο κρεβάτι λέω του πατέρα μου: “Δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά, δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά”. Και τότε ο πατέρας μου, ένας μειλίχιος και εξαιρετικά ευγενής άνθρωπος (σ.σ.: ο μουσικός Αντίοχος Ευαγγελάτος), με αρπάζει από τους ώμους, με τραντάζει και μου φωνάζει το εξής παράλογο: “Αν δεν κάνεις εσύ γι’ αυτή τη δουλειά, τότε ποιος κάνει;”. Αυτός ο παραλογισμός ήταν βάλσαμο. Με συνοδεύει σε όλη μου τη ζωή»[1].
Προσωπικά βρίσκω απόλυτα ενδεικτική για την εν γένει ποιητική του συνήθως ολιγόλογου και διακριτικού Γιώργου Πάτσα την εξής δήλωσή του: «…Η άδεια σκηνή μπορεί να γεμίσει με όλα ή με τίποτα. Είναι ένα αίνιγμα που ζητάει κάθε φορά απάντηση…». Και συνεχίζει: «…Δύο είναι τα πράγματα που με ενδιαφέρουν: η αφαίρεση και το στοιχείο του υπερρεαλισμού – όπου μπορεί να υπάρξει βέβαια, γιατί είναι έργα που δεν τους ταιριάζει καθόλου κάτι τέτοιο. Δεν ξέρω αν αυτά είναι γενικά χαρακτηριστικά της δουλειάς μου που τα διακρίνει άλλος, αλλά αυτά μου αρέσουν και τα επιδιώκω όπου και όσο μπορώ…».
Η Ελένη Βαροπούλου, πιο συγκεκριμένα, έχει μιλήσει για την περιπέτεια τον ρωμαλέων υφασμάτων στις σκηνογραφικές λύσεις του Γιώργου Πάτσα. Εγώ θα συμπλήρωνα πως επίσης πρόκειται και για την περιπέτεια τον ρωμαλέων σωμάτων. Ακόμα περισσότερο των ρωμαλέων ψυχών που ντύνονται τα αρμόδια υφάσματα. Βρίσκω απόλυτα επιτυχημένη, τέλος, την άποψη του Γιώργου Πεφάνη όταν υπογραμμίζει πως με τον Γιώργο Πάτσα και με το Σπύρο Ευαγγελάτο το θέατρο γίνεται για μια ακόμη φορά συνεκδοχή κόσμου… Οι σκηνογραφικές προτάσεις του Γιώργου Πάτσα συγκροτούνται κατά βάση όχι από πραγματικά αντικείμενα αλλά από τις μεταφορές τους. Από αυτό που ονομάζει ο Ντ. Γουίνικοτ “μεταβατικά” αντικείμενα και “μεταβατικότητα”. Όπως ακριβώς μεταβατική είναι και η δραστηριότητα του παιχνιδιού των παιδιών αλλά και η λειτουργία της τέχνης των ενηλίκων. Προσκολλώμεθα σε ένα εξωτερικό στοιχείο, ένα οπτικό δόλωμα, μία φενάκη του ορατού ώστε να εισχωρήσουμε σε ένα ευρύτερο, μεγαλειώδη όσο και τρομακτικό κόσμο. Στο ανοίκειο που αιφνιδίως καθίσταται οικείο. Τον κόσμο του Μύθου στον οποίο εγκλωβίζεται η τραγική μοίρα εγκλωβίζοντας τον τραγικό ήρωα. Εκεί που και ο τελευταίος των ανθρώπων μετέχει υποχρεωτικά στη μοίρα του κόσμου. Βέβαια εδώ το παιχνίδι παίζεται στα ψέματα. Όσοι το συνειδητοποιούν, είναι οι καλοί αγωγοί- θεατές, οι άλλοι είναι εκείνοι που εξαντλούν την πραγματικότητα στο ορατό. Οι μύθοι και ιδίως ο μύθος στο αρχαίο δράμα είναι οδηγοί για τον κόσμο και όχι απεικονίσεις του κόσμου( η έκφραση ανήκει στον Ρόμπερτ Σήγκαλ). Ο μύθος και το αίμα και η εικόνα του αίματος. Γι’ αυτό οι εικόνες, όταν είναι ζωντανές, στάζουν αίμα. Το αίμα φτιάχτηκε για να δημιουργεί ιστορία. Οι ιστορίες με τη σειρά τους γεννάνε τα πρόσωπα και τα πρόσωπα επιστρέφουν στο αίμα για να πάρουν δύναμη. Όσο όμως περισσότερο φωτίζονται, τόσο πιο εύκολα πεθαίνουν. Είναι νόμος. Ο νόμος του σκοταδιού. Το σκοτάδι είναι γεμάτο πλάσματα. Όσο πιο πυκνό, τόσο πιο πολύ ξεχειλίζει η αόρατη ζωή μέσα του. Και αυτό είναι νόμος. Αρκεί να διαθέτει κανείς το βλέμμα για να δεί. Οψείω σημαίνει όχι μπορώ αλλά θέλω να δω.
Η τέχνη του θεάτρου, ως εικόνα, ως λόγος και ως υπόκριση είχε ανέκαθεν την δυνατότητα να αποκρυσταλλώνει το πολύτιμο και να διαστέλλει το υποκειμενικό λειτουργώντας σαν επώδυνη όσο και λυτρωτική αμυχή στο δέρμα του χρόνου. Μπορεί, με άλλα λόγια, να δημιουργεί με αφορμή τον πάροντα κόσμο έναν άλλο κόσμο υπερβαίνοντας την προφάνεια των πραγμάτων. Σήμερα, στην εποχή των χυδαίων, δηλαδή των χωρίς σάρκα και χωρίς νόημα, εικόνων, οι εικόνες του θεάτρου υπερασπίζονται ακόμη τη μεταφυσική της εικονοποιίας, τον ζωτικό μύθο της ανα-παράστασης.
Βιβλιογραφία:
Γιώργος Πάτσας, Ο Ήχος του Άδειου Χώρου, Σκηνογραφίες 1965-2005, εκδ. Ergo, 2006
Τμήμα Θεατρικών Σπουδών, ΕΚΠΑ, ΥΠ.ΠΟ, Έλληνες Σκηνογράφοι-Ενδυματολόγοι και Αρχαίο Δράμα, επιμέλεια Ελένη Φεσσά-Εμμανουήλ, Αθήνα, 1999
Παύλος Λέφας, Αρχιτεκτονική, Μια Ιστορική Θεώρηση, εκδ. Πλέθρον, 2013
John Storey, Πολιτισμική Θεωρία και Λαϊκή Κουλτούρα, Εισαγωγή, εκδ. Πλέθρον, 2015
Μάνος Στεφανίδης, Ζωγραφικός Χώρος – Θεατρικότητα, Αθήνα Πολιτιστική Πρωτεύουσα, εκδ. ΥΠ.ΠΟ, 1985
Μάνος Στεφανίδης, Ο Χρόνος. Οι Άνθρωποι. Οι Ιστορίες τους. εκδ. Μουσείο Μπενάκη, 2009
Μάνος Στεφανίδης, Μια Ιστορία της Ζωγραφικής, εκδ. Καστανιώτη, πέμπτη έκδοση συμπληρωμένη,
2007, σελ. 262
Εισήγηση Μάνου Στεφανίδη στο Θεατρολογικό Συνέδριο προς τιμήν του Σπύρου Ευαγγελάτου, σκηνοθέτη, ακαδημαϊκού. Τετάρτη 9/3/2016, 17:30, Προπύλαια του ΕΚΠΑ
* Ο Μάνος Στεφανίδης είναι Ιστορικός Τέχνης
και Αναπληρωτής Καθηγητής στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του ΕΚΠΑ