Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Αστέρι και Δέντρο, του Χρήστου Χωμενίδη

Spread the love

Ο Χρήστος Χωμενίδης  είναι Συγγραφέας

 

Ας είχε τουλάχιστον το τακτ να λουφάξει χρονιάρες μέρες!» «Τσίπα το λένε… Κι άμα την είχε, θα ξεκουμπιζόταν μια για πάντα.» «Στοιχειώδης λογική ονομάζεται. Όποιος τη χάνει είναι χαμένος…» αποφάνθηκε ο ξάδελφός του. Και προς επίρρωσιν της βαρύτητας των λόγων του, άναψε -αν και γιατρός- τσιγάρο.

Εκείνοι που έσουρναν στον Λεωνίδα τον αναβαλλόμενο δεν ήταν εχθροί του. Το ακριβώς αντίθετο. Μέχρι πριν δυό εβδομάδες τον λάτρευαν. Γλάστρες ένοιωθαν που ποτίζονταν μαζί με τον σγουρό βασιλικό τους. Ούτε για τα παιδιά τους, ούτε για την ομάδα τους όταν είχε -για μια σεζόν- ανέβει στην Α’ Εθνική ούτε καν για τον Πολιούχο τους όταν τον είχαν στείλει σε μοναστήρι στη Μόσχα και είχε προσκυνήσει το θαυματουργό του λείψανο ο ίδιος ο Πατριάρχης Πασών των Ρωσιών δεν είχαν καμαρώσει έτσι.

Εκείνοι τον είχαν εκλέξει πρώτο βουλευτή του νομού. Πήγανε πόρτα-πόρτα. Όργωσαν γειτονιές, κάμπους και λόγγους. Μέχρι τα έξοδα της εκστρατείας κάλυψαν -ρεφενέ-, να μην υποχρεωθεί ο υποψήφιος τους σε κανέναν επιχειρηματία, ο οποίος ύστερα θα νόμιζε ότι τον έχει τού χεριού του.

Τους είχε εμπνεύσει ο Λεωνίδας. Τους είχε παθιάσει. Συνδύαζε, πράγμα σπάνιο, τις σημαντικότερες πολιτικές αρετές των ημερών μας. Επιστημονική κατάρτιση και λαϊκότητα. Γνώση και τσαγανό. Δεν ήταν φλώρος από τζάκι, από εκείνους που κληρονομούν την έδρα μαζί με το αρχοντικό τού προπάππου τους. Σπασίκλας καθηγητής. Ή -τρισχειρότερα- ρουσφετάκιας, σφογγοκωλάριος τού αρχηγού, διαδρομιστής, φαύλος επί τη εμφανίσει.

«Από πού προσγειώθηκε αυτός;» ρωτούσαν κακεντρεχώς οι πολιτικοί του αντίπαλοι. «Δούλευε χρόνια στην Αμερική, διηύθηνε έπειτα μεγάλη εταιρεία στην Αθήνα.» «Δεν είναι καν μέλος τού κόμματος!» «Δεν το έχει ανάγκη.» «Και που το ξέρουμε ότι στα δύσκολα δεν θα μάς προδώσει;» «Αν διαψευστούν τα ιδανικά του, βεβαίως και θα διαχωρίσει τη θέση του. Κι εμείς μαζί του!»

Το προφίλ τού υπεράνω υπολογισμών και συμφερόντων, του μάγκα εν ολίγοις υποψήφιου, γνώρισε καταπληκτικό σουξέ. Συγκίνησε μέχρι και τις γριές στα χωριά. Μέχρι και τους ορεσίβιους κτηνοτρόφους που παραδοσιακά ψήφιζαν όποιον τους ανέβαζε την τιμή του γάλακτος. Στην κεντρική του ομιλία, ο Λεωνίδας τίγκαρε το γήπεδο του μπάσκετ. Το βράδυ εκείνο και οι πιο επιφυλακτικοί το πίστεψαν πως θα έβγαινε. Πού να το φανταστούν όμως ότι θα κατέρριπτε κάθε ρεκόρ; Πως θα’παιρνε περισσότερους σταυρούς από κάθε άλλον υποψήφιο απ’τη Μεταπολίτευση και δώθε;

Ο θρίαμβος γιορτάστηκε τρικούβερτα, όχι σε κοσμικό ξενοδοχείο (όπως συνήθιζαν όσοι μεγαλοπιάνονταν) αλλά στην ύπαιθρο, με σούβλες και με όργανα. Ως το ξημέρωμα ο Λεωνίδας ανακατευόταν με το πλήθος, μοίραζε αγκαλιές, έσκυβε -ήταν και δύο μέτρα- για να ακούσει τις ευχές του ενός και τον καημό του αλλουνού. Κάποια στιγμή έσυρε και τον χορό. Δεν ήξερε τα βήματα, σαν την αρκούδα πήγαινε, κανένας δεν τον κακολόγησε για αυτό. Σε άλλο στέκονταν οι φαρμακόγλωσσες. «Γυναίκα δεν έχει;»

«Δεν θα’πρεπε να μάς προβληματίσει που δεν είχε γυναίκα;» ρώτησε -ως μετά Χριστόν προφήτης- ο οικοδεσπότης τον εξάδελφο-γιατρό. «Νταραβεριζόταν, μού’χε πει, με μία χωρισμένη στη Θεσσαλονίκη…» «Εμένα μού είχε πετάξει άλλη σπόντα» παρενέβη ο ιδιοκτήτης του γυμναστηρίου. « “Είμαστε ζώα πολυγαμικά” μού’χε κλείσει το μάτι…» «Ας μην κοροϊδευόμαστε!» ξαναπήρε τον λόγο ο εξάδελφος. «Όλοι πιστεύαμε πως βρισκόταν κρυφά με την αντιδημαρχίνα.» «Ό,τι κάνει ο καθένας στο κρεββάτι του δικός του λογαριασμός…» αποφάνθηκε η πρόεδρος της αναγνωστικής λέσχης. «Αρκεί να κλείνει την πόρτα…»

Μέχρι για υπουργείο ακούστηκε το όνομά του την επαύριο των εκλογών. Καλύτερα που δεν εκλήθη στο Προεδρικό να ορκιστεί. Θα αισθάνονταν τώρα οι οπαδοί του ακόμα πιό ρεζιλεμένοι…

Επίσκεψη, στις 03/12 τ.ε., του Υπουργού Μεταναστευτικής Πολιτικής, του Αρχηγού της Αστυνομίας, εκπροσώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ντόπιων παραγόντων στις -πάλαι ποτέ- εγκαταστάσεις του «Στρατοπέδου Κοσκινά». Τρία χιλιόμετρα έξω από την πόλη. Η κοινή γνώμη βράζει για τις συνθήκες ζωής των προσφύγων – αναφέρονται καθημερινά κρούσματα ασθενειών, αιματηρές συμπλοκές, μέχρι και βιασμοί. Η τοπική κοινωνία είναι στα κάγκελα. Μα έχει διαφορετικό χαβά. Αποκαλεί τους ξένους «λαθρομετανάστες», ζητάει να μεταφερθούν αλλού, παπάδες, ραδιοφωνατζήδες και δημοτικοί σύμβουλοι κρούουν τον κώδωνα του μουσουλμανικού κινδύνου, σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων απαιτούν την προστασία της μαθητιώσας νεολαίας. Ο Λεωνίδας, κι ας το επιτάσσει η θέση του, δεν τοποθετείται. Δέχεται στο γραφείο του αγανακτισμένους πολίτες και τους ακούει σιωπηλός.

Σιωπηλός ακολουθεί το λεφούσι στο «Στρατόπεδο Κοσκινά». Ο συνταγματάρχης που έχει το γενικό πρόσταγμα ενημερώνει. Η εκπρόσωπος των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων λέει τα δικά της. Προσφέρεται καφές και δείγμα συσσιτίου – «χίλιες οκτακόσιες θερμίδες την ημέρα λαμβάνουν οι τρόφιμοι!» υπογραμμίζει ο συνταγματάρχης – ο Λεωνίδας δοκιμάζει το επιδόρπιο, δίπλες ελαφρώς πανιασμένες, «ευγενική προσφορά τού αλευροβιομήχανου κυρίου τάδε», θυμάται τα παιδικά του καλοκαίρια στην κατασκήνωση της ΧΑΝ.

Έπεται αυτοψία, προσωπική επαφή των επισκεπτών με τον πληθυσμό τού στρατοπέδου. Μπαινοβγαίνουν στις σκηνές και στα λυόμενα. Χαϊδεύουν παιδικά κεφάλια. Επιθεωρούν τις τουαλέτες. Ο Λεωνίδας ξεμακραίνει απ’τους υπόλοιπους. Επιστρέφει ζευγαρωμένος.

«… Σάλο προκάλεσε το πρωινό περιστατικό στο Κέντρο Ελεγχόμενης Διαμονής Προσφύγων του νομού Κ. Ο βουλευτής Λεωνίδας Π. ερωτεύτηκε κεραυνοβόλα -κατά δήλωσή του- μια νεαρή Αφγανή. Η Γκαζάλα Νουριστάνι, όπως ισχυρίζεται ότι τη λένε, είχε περάσει προ τριμήνου από τα τουρκικά παράλια στη Χίο και από εκεί διοχετεύθηκε μαζί με εκατοντάδες άλλους στην ενδοχώρα. Στις επισημάνσεις των υπευθύνων ότι η γυναίκα στερείται άδειας παραμονής, πως ούτε η ταυτότητα ούτε η κατάσταση της υγείας της είναι ελεγμένες, ο κύριος Π. απείλησε να την παντρευτεί επί τόπου προκειμένου να τη νομιμοποιήσει. Κι αν τον εμπόδιζαν, να παραμείνει στο Κέντρο μαζί της για όσο καιρό χρειαζόταν. Πραγματοποιήθηκε σύσκεψη των αρχών. Τελικά δόθηκε στον βουλευτή η άδεια να πάρει την εκλεκτή της καρδιάς του μαζί του. Υπ’ευθύνη του.»

«Καλέ, αυτή είναι μωρό!» «Έχει κλείσει, ορκίζεται, τα δεκαοχτώ. Μικροδείχνουν αυτές…» «Τρίχες! Γκαζάλα-γαζέλα όμως, όνομα και πράγμα. Σίγουρα θα κατάγεται από τους στρατιώτες του Μεγαλέξανδρου!» «Γιατί; Επειδή έχει πράσινα μάτια; Σαν γύφτισσα είναι! Αν τού άρεσαν τού Λεωνίδα μας οι εξωτικές καλλονές, ας ψώνιζε καμιά Βουλγάρα, καμιά Ρωσίδα! Τουλάχιστον εκείνες έχουν περάσει από το Ηθών…» «Μη γίνεσαι κυνική…» «Δεν έχω τίποτα με το παλικάρι, ο καθείς όπως τη βρίσκει. Αρκεί να παραιτηθεί από βουλευτής!»

Αρχικά έβριζαν τον Λεωνίδα οι «αγανακτισμένοι» ενώ οι «αλληλέγγυοι» τον συμπαθούσαν – και ας ανήκε σε αντίπαλη παράταξη. Με τη συνέντευξη όμως που έδωσε τούς έστρεψε κι εκείνους φανατικά εναντίον του. «Δεν είχα κανένα πολιτικό κίνητρο» τόνισε. «Ούτε θα μπω σε κουβέντα για το προσφυγικό, μεταναστευτικό, όπως θέλετε πείτε το. Εγώ ερωτεύθηκα την Γκαζάλα. Γη θα κινούσα κι ουρανό για να είμαι μαζί της!» «Εκείνη σάς ερωτεύθηκε;» «Ρωτήστε την» υπομειδίασε ο Λεωνίδας.

Τότε πιά βγήκαν τα μεγάλα μαχαίρια. Διαφθορέα τον αποκάλεσαν και παιδεραστή. Ότι εκμεταλλεύθηκε τη θέση του. Πως φέρθηκε σαν μαυραγορίτης τρυφερής σάρκας. «Δεν είναι οι συντοπίτες μας σαν τον κύριο βουλευτή!» ξέσπασε ο επιλαχών στο ψηφοδέλτιο. Μιά αντιπολιτευόμενη εφημερίδα ξεκίνησε έρευνα για το παρελθόν της Γκαζάλα Νουριστάνι. Μια φεμινίστικη οργάνωση προσέφυγε στο Ευρωκοινοβούλιο ζητώντας να επιστραφεί η «απαχθείσα» στις κρατικές αρχές.

Το σπίτι τού Λεωνίδα πολιορκούνταν νυχθημερόν. Γνωστοί-άγνωστοι πετούσαν απειλητικά τρικάκια. Η Γκαζάλα κοιτούσε πίσω από τις κλειστές γρίλιες. Σφιγγόταν πάνω στον άντρα της.

Κι ενώ άρχιζε η φασαρία επιτέλους να κοπάζει, φρέσκιες ειδήσεις αποσπούσαν το ενδιαφέρον του κόσμου, τα εορταστικά ψώνια ξεκίναγαν και οι στολισμοί και οι κουραμπιέδες, έριξε ο ερωτευμένος -με γραπτή ανακοίνωση- λάδι στη φωτιά. «Κατά το έθιμο, ο κύριος Λεωνίδας Π. θα προεξάρχει με τη σύζυγό του στη γιορτή τού χριστουγεννιάτικου δέντρου.»

Από το 1986, που η πρωτεύουσα του νομού είχε αδελφοποιηθεί με το Γιάρβενπαα της Φινλανδίας, χρονολογούνταν το έθιμο. Οι Έλληνες έστελναν καράβι, οι Φινλανδοί έλατο πανώριο, καθώς και μια φάτνη σε φυσικό σχεδόν μέγεθος. Τα έστηναν στην Πλατεία Ηρώων, τα στόλιζαν μικροί-μεγάλοι, η φιλαρμονική παιάνιζε, ο δήμαρχος γύρναγε τον διακόπτη για να ανάψουν τα φωτάκια. Ο πρώτος βουλευτής, σκαρφαλωμένος σε ένα ικρίωμα με γιρλάντες, στερέωνε στην κορυφή τού δέντρου το στραφταλιστό αστέρι. Στις 16 Δεκεμβρίου ανυπερθέτως. Ατραξιόν που προσήλκυε κόσμο απ’όλη τη Μακεδονία κι από την Ήπειρο ακόμα. Κάμερες μέχρι κι από την Αθήνα. Κι ήρθε ο Λεωνίδας να σπιλώσει την υπέρλαμπρη ημέρα.

«Άσ’τον μωρέ να πάει στο διάολο!» «Μα θα τον πάρουν με τις ντομάτες!» «Τόσο το καλύτερο. Μπας και σκιαχτεί και μάς αδειάσει τη γωνιά…» «Θα πάω να τον προειδοποιήσω!» «Σε πρόφτασα, προχθές. Χαμένος κόπος. Γελούσαν με την κατσιβέλα του, λες κι ήμουν εγώ το ούφο!»

«Θα μας χτυπήσουν;» ρωτάει η Γκαζάλα σε αγγλικά καλύτερα από όσο θα περίμενε κανείς – ας όψεται ο Αμερικάνος λοχίας στην Καμπούλ που την κέρναγε, κοριτσάκι, σοκολάτες. Ο Λεωνίδας την καθησυχάζει. Τής περνάει στο λαιμό τα μαργαριτάρια τής μάνας του. Αφότου ήρθε στο σπίτι δεν έχει ξεμυτίσει, ξεχειλίζουν ευτυχώς οι ντουλάπες από τα ρούχα τής μακαρίτισσας αδελφής του. «Γιατί πρέπει να πάμε;» επιμένει εκείνη. «Διότι για τίποτα δεν έχουμε να ντραπούμε και κανέναν να φοβηθούμε.»

Την είδε να βγαίνει από το πλυσταριό του στρατοπέδου, την είδε και η καρδιά του άστραψε και βρόντηξε όπως με μια Μαρία το 1996 σ’ένα πάρτυ στον Πλαταμώνα και με μια Έθελ, ποδηλάτισσα, στη Γουόσινγκτον Σκουέρ το 2009. «Είναι η τρίτη ευκαιρία μου. Σε πόσους δίνονται τρεις ευκαιρίες;» ΄Ετσι και κώλωνε ξανά, τζάμπα θα είχε γεννηθεί.

«Άμα θες, θα βγάλω τη μαντήλα…» κάνει διστακτικά η Γκαζάλα. «Όχι. Δεν τους σκανδαλίζει η θρησκεία σου. Ο έρωτάς μας τούς φρικάρει.»

Δεν είναι βλαξ ο Λεωνίδας. Ξέρει πως η Γκαζάλα έχει τη μισή του ηλικία κι έχει περάσει βάσανα που ο ίδιος ούτε τα φαντάζεται. Ξέρει ότι κάθε άνθρωπος πρώτα να χορτάσει λαχταράει και να ζεστάθει, πως λατρεύει τον ευεργέτη του και ταυτοχρόνως τον μισεί. Ξέρει ότι όλοι εκείνοι που τον καταριούνται τώρα, θα καγχάζουν σε βάρος του εάν -σε ένα ή σε πέντε χρόνια- η Γκαζάλα τον αφήσει. Θα γελάνε ανακουφισμένοι. Θα έχει επιβεβαιωθεί η πεποίθησή τους πως δεν υπάρχει έρωτας που αξίζει να σε βγάλει εκτός εαυτού παρά μόνο συγκεκριμένα συμφέροντα και αφηρημένα, ανηδονικά ιδανικά. Οι ίδιοι άρα καλώς ζουν τόσο συμβατικά.

Ε και;

Φτάνουν πεζοί στην Πλατεία Ηρώων. Παραμερίζει το πλήθος για να περάσουν, όχι από σεβασμό μα όπως θα παραμέριζε εμπρός στους φορείς μιάς μολυσματικής αρρώστιας. «Μην σκύβεις το κεφάλι» κάνει ο Λεωνίδας στην Γκαζάλα. «Κοίταζέ τους στα μάτια. Δες τι όμορφο το δέντρο!» Οι αρχές του τόπου αποφεύγουν να τους χαιρετήσουν – είναι απορροφημένες δήθεν να κρεμάνε μπάλες στα κλαδιά. Απαγορεύουν οι γονείς στα πιτσιρίκια να τους πουν τα κάλαντα –«μάς προσέβαλαν, αυτός και η αντίχριστή του!»- τσαλακώνει ο Λεωνίδας μες στην τσέπη του τα δεκάευρα που θα τους μοίραζε. Η φιλαρμονική βιάζεται να εκτελέσει την «Άγια Νύχτα», να τελειώνουν, να πάνε στις ταβέρνες, να βγάλουν το άχτι τους χλαπακιάζοντας γουρουνόπουλο. Ο δήμαρχος στρέφει τον διακόπτη. Το έλατο φωταγωγείται.

Ένας πρόσκοπος με μπιμπίκια δίνει ανόρεχτα το αστέρι στον Λεωνίδα. Σπρώχνει εκείνος ελαφρά την Γκαζάλα να ανέβει πρώτη στη σκαλωσιά – «καλλονή είναι πάντως!» θαυμάζει ένας γέρος «τί σημασία έχει αυτό, Χαράλαμπε; ξεκούτιανες ντιπ;» τον επιπλήττει η σύζυγός του.

Σκάνε πυροτεχνήματα, η Γκαζάλα προς στιγμήν παγώνει, νομίζει ότι τους πυροβολούν όπως τότε στα σύνορα Ιράν-Τουρκίας. Ναι, αν δεν ήταν καλλονή, θα βούλιαζε ακόμα στις λάσπες τού «Στρατοπέδου Κοσκινά». Κι αν είχε γεννηθεί Ελβετίδα, θα βύθιζε τώρα αφηρημένη τη φρυγανιά του φοντύ στο λιωμένο τυρί, θα την απασχολούσαν τα υπαρξιακά της αδιέξοδα και η κλιματική αλλαγή. Και αν ένας μουρλός τούς ρίξει με την καραμπίνα -με τα σκάγια που κυνηγάει αγριόχοιρους- θα πεθάνει στην αγκαλιά αυτού τού τόσο άγνωστου, τόσο ζεστού άντρα, που θέλει να τη μάθει όχι ρωτώντας μα χαϊδεύοντας την. Χαοτική εξίσωση η ζωή, το’χει χωνέψει η Γκαζάλα από νήπιο. Μόνος θεός η τύχη.

«Εσύ θα βάλεις το αστέρι στην κορυφή» τής λέει ο Λεωνίδας. «Εσύ είσαι το αστέρι μου. Κι εγώ το δέντρο σου.» Φιλιούνται. Το πλήθος τούς κοιτάει σκανδαλισμένο. Από τη φάτνη ακούγεται κλάμα μωρού.-

Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις

PANE DI CAPO – AT RHODES – ΣΤΗ ΡΟΔΟ – ΤΗΛ: 22410-69007

SHARE
RELATED POSTS
Το ξύλινο πάτωμα, της Ματίνας Ράπτη-Μιλήλη
Το ρομάντζο που μου λείπει, της Τζίνας Δαβιλά
ΙΩΑΝΝΗΣ Δ. ΜΠΡΟΥΧΟΣ + 26 – 6 -1986 “Σαν σήμερα, αναχώρησες ήσυχα κι αναπαύεσαι μέσα μου…”, του Δημήτρη Μπρούχου

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.