Ποῦ σοι, Ταβιθά, Πέτρος; εἰ γὰρ ἦν πάλιν,
Ἤγειρεν ἂν σε καὶ θανοῦσαν ὡς πάλαι.
«Αὐτὴ ἦν πλήρης ἀγαθῶν ἔργων καὶ ἐλεημοσυνῶν, ὧν ἐποίει». Έτσι πλέκει το εγκώμιο της Αγίας Ταβιθά ο ευαγγελιστής Λουκάς. Η λέξη Ταβιθά είναι συριακή και ερμηνεύεται Δορκάς (ζαρκάδι). Το όνομα αυτό έφερε ή ευσεβέστατη αυτή και φιλάνθρωπη χριστιανή, που κατοικούσε στην Ιόππη.
Από τίς Πράξεις των Αποστόλων (θ’ 36-40) πληροφορούμαστε ότι η Δορκάς, ήταν εξειδικευμένη υφάντρια πού κατασκεύαζε χιτώνες και ιμάτια, τα όποια πωλούσε και από τα έσοδα συντηρούσε φτωχούς, χήρες και ορφανά. Όταν ο απόστολος Πέτρος, στα πλαίσια της διάδοσης του Ευαγγελίου, έφτασε στη Λύδδα της Παλαιστίνης, συνέβη ν’ ασθενήσει η Δορκάς και να πεθάνει. Και ενώ είχαν ετοιμαστεί όλα για την κηδεία της, έγινε γνωστό ότι ο Πέτρος ήταν στη Λύδδα. Τότε δύο απεσταλμένοι, παρακάλεσαν τον Πέτρο να έλθει στην Ιόππη. Όταν έφτασε, τον ανέβασαν στο υπερώο, όπου ήταν νεκρή η Δορκάς. Συγκινημένος ο Πέτρος, χωρίς να πει τίποτα, έβγαλε όλους έξω, γονάτισε και προσευχήθηκε θερμά. Έπειτα είπε: «Ταβιθᾶ ἀνάστηθι». Και πράγματι η νεκρή αναστήθηκε! Αυτό χαροποίησε αφάνταστα τους παρευρισκόμενους, και το γεγονός διαδόθηκε σ’ όλη την Ιόππη με αποτέλεσμα να πιστέψουν πολλοί στον Χριστό.
Από τότε η Ταβιθά έζησε αρκετά χρόνια, γεμάτα αγαθά έργα και ελεημοσύνες. Ο θάνατος τη βρήκε σε βαθιά γεράματα. Και έτσι η φιλάγαθη αυτή γυναίκα, έφυγε ειρηνικά και με αγαλλίαση διότι την αξίωσε ο Θεός να περάσει τη ζωή της ωφέλιμα γεμάτη πνευματικούς καρπούς.