Μία συνηθισμένα ημέρα όπως οι άλλες, μία συνηθισμένη νύχτα όπως όλες οι άλλες. Τίποτα καινούργιο, τίποτα που να αλλάζει τη μονοτονία. Ξαφνικά, η πόρτα χτυπάει. Τρέχει να την ανοίξει με μία ανάσα κομμένη και βιαστική, με μία καρδιά που χτυπούσε σα τρελή.
Ήταν εκείνη. Ναι, εκείνη! Τα ξανθά της μαλλιά, το άσπρο της πρόσωπο και δόντια, το σώμα της που απέρρεε τόση δύναμη και ομορφιά. Με ένα χαμόγελο και ένα πρόσωπο που πλημμύριζε από αγάπη και στοργή.
-Δε γίνεται, δε μπορεί να είναι αλήθεια! Επιτέλους ήρθες, τόσους μήνες σε περίμενα! Αγάπη μου, επιτέλους είσαι δίπλα μου!
-Αλήθεια, πίστεψες ότι θα με ζητούσες να έρθω κοντά σου και θα αρνιόμουν; Πίστεψες ποτέ πως δε θα εμφανιζόμουν και θα σε άφηνα έρημο να με αναζητάς;
-Όχι ποτέ δεν πίστεψα κάτι τέτοιο. Αγάπη είναι να μη σταματάς να πιστεύεις, ακόμα και αν οι ενδείξεις σου δείχνουν επιφανειακά το αντίθετο.
Την αγκάλιασε τόσο δυνατά, με μία αγκαλιά που δε θα επέτρεπε πια σε τίποτα να την κρατήσει μακριά του.
Τα χείλη του ακούμπησαν τα μάγουλά της, αυτά που ήταν κοκκινισμένα από τη ντροπή. Ήταν πια ευτυχισμένος, ήταν δίπλα του ο άγγελός του, η αγάπη του.
Ώσπου, τα μάτια άνοιξα. Άνοιξαν και προσπάθησαν να διακρίνουν το πού βρίσκονται. Βρισκόταν στο ίδιο το δωμάτιό του, κάτω από τα σκεπάσματα και μόνος.
Όνειρο ήταν, η λαχτάρα του που μόνο εκεί μπορούσε να είναι αλήθεια. Τουλάχιστον εκεί μπορούσε να τη βλέπει, μόνο εκεί.. σαν ένα όνειρο που χάνεται μεμιάς…
H Μαρία Σκαμπαρδώνη είναι Δημοσιογράφος και Αναγνώστρια της iΠόρτας