Ανοιχτή πόρτα Κοινωνία - Ελλάδα - Οικονομία Πόρτα στην Πολιτική

Ένα κείμενο της Ρίκας Βαγιάννη για την Πολιτική και το Ποτάμι

Spread the love

Η Ρίκα Βαγιάννη ήταν δημοσιογράφος. Πέθανε στις 7 Αυγούστου 2018. 

 

Η Λίνα Π. μου λέει να γράψω, “προ του Συνεδρίου”. Εγώ πάλι, όταν μου λένε τέτοια πράγματα τα κάνω επάνω μου από το φόβο μου, διότι τα συνέδρια είναι σοβαρά πράγματα, τα κόμματα είναι σοβαρά πράγματα και η πολιτική (στα δικά μου τεφτέρια) είναι γεμάτη ανθρώπους παραξηγιάρηδες, τσιτωμένους, φανατικούς και πού να τρέχεις τώρα να μπλέκεις.

Σκέφτομαι όμως ότι έτσι κι αλλιώς ήθελα να γράψω για το Ποτάμι. Για τόσα και τόσα πράγματα γράφω-δουλειά μου είναι άλλωστε αυτή, κι όμως, για το Ποτάμι δεν είχα γράψει ποτέ μισή λέξη, όσο και το πίστεψα από την πρώτη στιγμή, όσο και ας το ακολούθησα, και -εξακολουθώ να το ακολουθώ – με αληθινή εμπιστοσύνη.

Αν δεν υπήρχε το Ποτάμι, η ζωή μου δεν θα είχε αλλάξει πολύ-φαινομενικά τουλάχιστον. Θα ήμουν ένας άνθρωπος κανονικός, καθημερινός, δηλαδή ένας άνθρωπος που η ιδέα “κόμμα” θα του προκαλούσε ναυτία. Θα σηκωνόμουν το πρωί, θα προσπαθούσα να κομαντάρω τα ακούμαντα, θα βλαστημούσα κάθε μέρα, την ώρα, τη στιγμή, τη μαύρη μου τη μοίρα, το κράτος που δε υπάρχει, το απέραντο φρενοκομείο στο οποίο έχουμε βρεθεί, συγκάτοικοι στην τρέλα.

Φυσικά και δεν θα ήμουν η μόνη, απλώς θα αισθανόμουν μόνη, αποκομμένη, γραφική. Σε διάφορες παρηγορητικές στιγμές, θα συναντούσα ανθρώπους με τους οποίους θα αρκούσε μια ματιά, ή δυό κουβέντες, για να καταλάβω ότι ήταν, ή ένιωθαν, το ίδιο “μόνοι”. Δεκάδες εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι μόνοι τους. Πώς τους αναγνώριζα; πώς με αναγνώριζαν; Από μικρά δείγματα: Άνθρωποι που γελούν, διαβάζουν, αστειεύονται, εργάζονται, ταξιδεύουν. Ο οδηγός του ταξί που μου ανακοινώνει με (τάχαμ) σοβαρότατο ύφος “Ρίκα, μας ψεκάζουν” και σκάμε και οι δύο στα γέλια, εν μέσω μποτιλιαρίσματος, καυσαερίου και μιας διαδήλωσης τριάντα ανθρώπων που ωστόσο, καταφέρνει να παραλύσει τη μισή πόλη.

Ο ιδιοκτήτης του μαγειρείου στο νησί που δεν μου ζητάει να του “φέρω την τηλεόραση”, αλλά επιμένει να μου δώσει γραμμένη τη συνταγή του για λευκό στιφάδο. Ο μάστορας στο σπίτι που γράφει την απόδειξη κατευθείαν, όταν τελειώσει η δουλειά, χωρίς την αμήχανη παύση που “χωράει” την έναρξη της διαπραγμάτευσης για μαύρα λεφτά. Ο υπάλληλος στο ΙΚΑ της περιοχής μου, που με βλέπει να ιδροκοπάω, να φωνάζω,να ικετεύω για ένα απλό χαρτί, μπροστά στη σαδίστρια κρετίνα του γκισέ. Ο ίδιος υπάλληλος που περιμένει να κάνει η συνάδελφος διάλειμμα τουαλέτας, για να κινήσει διακριτικά το αμαξίδιό του προς τον εκτυπωτή, να μου εκτυπώσει το παλιόχαρτο και να με στείλει στο καλό, χειρονομώντας το το σήμα του δόκτορος Σπόκ: (“Mακροημερεύετε και Ευημερείτε”). Ο Αμυράς (εντάξει, έχω ένα θέμα με τον Αμυρά, πειράζει;), πριν τα δημαρχιλίκια, πριν τα βουλευτιλίκια, ο οποίος είναι, ας πούμε, ολόιδιος στη συμπεριφορά, στα λόγια, στο ντύσιμο, στις πράξεις, με τον Αμυρά “μετά” από όλα αυτά τα αξιώματα.

Αν δεν υπήρχε το Ποτάμι όλοι αυτοί, και πολύ περισσότεροι άνθρωποι, θα ήταν απλώς, μικρά φωτάκια στη διαδρομή της μέρας μου- σαν πλοία που συναντιόνται και χάνονται στην ανοιχτή θάλασσα του παραλογισμού μας. Αν δεν υπήρχε ο Σταύρος, να απευθύνει ένα απλό, “ελάτε αν θέλετε, εδώ είμαστε κι άλλοι”, ο καθένας από μας θα συνέχιζε, αξιοπρεπώς, μόνος ανάμεσα σε χιλιάδες μόνους. Αποκομμένους. Γραφικούς.

Αν δε υπήρχε το Ποτάμι- και η μαγιά των ανθρώπων που συνάντησα πριν και μέσα από αυτό, η ελληνική πολιτική θα εξακολουθούσε, όχι μόνο να μη με αφορά, αλλά να με προσβάλλει με την ύπαρξή της και μόνο. Θα είχα σταματήσει ακόμα και να ψηφίζω, μια στάση κοινωνική δηλαδή, την οποία θεωρώ ανθρώπινη κατάντια. Η αποκοπή από το κοινωνικό σύνολο δεν είναι μαγκιά, είναι τραγική προσωπική ήττα, συνιστά παράδοση άνευ όρων στον εχθρό. Κι όμως, αν δεν υπήρχε το Ποτάμι, θα είχα παραδοθεί στον εχθρό της πολιτικής αδιαφορίας. Θα είχα προτίμησε τον κοινωνικό αποκλεισμό, την κυριολεκτική ιδιωτεία, από την ταύτιση με οποιοδήποτε ασφυκτικό κομματικό σύστημα. Τόσο πολύ είχα αρρωστήσει με όσα έβλεπα γύρω.

Η όλη φάση γύρω μου έμοιαζε με έναν από αυτούς εφιάλτες, όπου αισθάνεσαι ότι σε σκοτώνουν, σε κυνηγούν,ή κάτι τέτοιο, και θέλεις να ουρλιάξεις, αλλά ανακαλύπτεις ότι δεν σου βγαίνει φωνή. Φρίκη.
Είναι το χειρότερο πράγμα να μην μπορείς, τη στιγμή που πρέπει, να βρεις τη φωνή σου, Το χειρότερο.

Μόνη μου δεν μπορώ να κάνω πολλά λοιπόν. Δεν ξέρω συνταγή να σώσω την Ελλάδα (μόνο αυτή με το στιφάδο έχω- και είναι καλή). Δεν ξέρω, να ξαντεριάζω τον αντίπαλο, ή να ντουντουκολογώ στρατιωτικά (η μάλλον, ποιον κοροϊδεύω; Μια χαρά ξέρω από και από λάσπες και από ντουντούκες- παιδί της μεταπολίτευσης είμαι, δε γεννήθηκα στις Βερσαλλίες).

Απλώς, δεν τις θέλω πια, αυτό είναι: Θέλω άλλα.

Το Ποτάμι μου επιτρέπει να ενσωματώσω την πολιτική παιδεία που τόσο σκληρά κερδήθηκε από τη γενιά μου, με τα σαφή ακούσματα του μέλλοντός, μας. Μου βάζει την πιο δύσκολη, και πιο όμορφη πολιτική άσκηση: Πώς να να παραμένω ο εαυτός μου, και ταυτοχρόνως να συνεισφέρω ενεργά, στην ανθρώπινη κοινότητα.

Δεν μπορώ να γνωρίζω πώς θα εξελιχθεί η συνέχεια. Πάντως, μέσα στο Ποτάμι το σίγουρο είναι ότι βρήκα μια κοινή γλώσσα. Πήγα σε πόλεις, χωριά, γειτονιές, παρέες,,συνάντησα και συνεργάστηκα με ανθρώπους που δεν ήταν, αλλά ένιωθαν,αποκομμένοι, ξένοι, γραφικοί, μόνοι.

Αν δεν υπήρχε το Ποτάμι, ίσως και εκείνοι, και εγώ, να συνεχίζαμε να διασταυρωνόμαστε βουβοί, σαν πλοία μέσα στη νύχτα. Ίσως να είχαμε χάσει οριστικά τη φωνή μας. Το ζήτημα είναι ότι τη βρήκαμε.
Και δεν έχω, δεν έχουμε, καμμιά διάθεση να την αφήσουμε να σωπάσει.

* Η Ρίκα Ζ. Βαγιάννη ήταν Πρέσβειρα Απόδημου Ελληνισμού του Ποταμιού.


Το κείμενο δημοσιεύθηκε στις 26 Φεβρουαρίου του 2016

 

SHARE
RELATED POSTS
Δημήτρης Κατσούλας
Διέξοδος η γραφή, του Δημήτρη Κατσούλα
Απλώς, Ζουράρις, του Νότη Μαυρουδή
Μανώλης Δημελλάς
100 χρόνια ζωής για το καρπάθικο σχολείο Πειραιά, του Μανώλη Δημελλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.