Ανοιχτή πόρτα Πόρτα σε ιστορίες/χρονογραφήματα/διηγήματα

Ένα και μοναδικό ταξίδι στη ζωή της έκανε, του Δημήτρη Κατσούλα

Spread the love

Δημήτρης Κατσούλας

Δημήτρης Κατσούλας

Πριν το Πάσχα σίγουρα, και κάπου προς το μέσον του Μάρτη όταν πια ο ήλιος άρχιζε να ανεβαίνει, έβγαζε από τα σακουλάκια της τους σπόρους που είχε κρατήσει από προηγούμενη σοδειά κι άρχιζε να τους φυτεύει. Σε καμιά σαρανταριά  μέρες περίπου έπαιρνε τα ξινάρια της, τις αξίνες και τις τσάπες της από την αποθήκη, και όλα αυτά τα σύνεργα τα έβαζε σε κάτι τενεκέδες με νερό για να φουσκώσουν τα στειλιάρια τους μετά από αρκετούς μήνες ανάπαυσης και αχρησίας.

Τον Μάη άρχιζε τα πρώτα θειαφίσματα στην σταφίδα, ζαλωμένη μ’ εκείνη την αντλία ψεκασμού που πήρε προίκα από τον κουνιάδο της. «Το χρησιμότερο δώρο στον γάμο μου, από τον αδερφό του άντρα μου το πήρα», έλεγε πάντα και υπερηφανευόταν.

Καλοκαίρι καιρός, κι αυτή χωμένη μέσα στις ντοματιές, τις αγγουριές, τις   μελιτζανιές, και τις κολοκυθιές της που έφταναν μέχρι και τα δυο μέτρα ύψος – και πολλές φορές μάλιστα είχε και καυγάδες με τον διπλανό γείτονα γιατί τυλίγονταν στα δικά του ζαρζαβατικά – μα καθόλου δεν την ένοιαζε η ζέστη με ‘κείνη την καπελαδούρα που φορούσε, περιποιόταν τα πάντα. Ολόκληρες ώρες την θυμάμαι να σκάβει με την αξίνα και να βγάζει την πατάτα, προκειμένου να είναι η πρώτη του χωριού που θα την πουλούσε είτε σε παραγγελίες είτε στη διπλανή αγορά του Αριστομένους κάθε Παρασκευή που είχε παζάρι. Μια φτωχή οικογένεια έπρεπε να θρέψει.

Από αρχές Σεπτέμβρη πήγαινε μεροκάματα στα αμπέλια, και μετά συνέχεια άλλες δουλειές στα ελαιοτριβεία μέχρι και Δεκέμβρη μήνα. Γενάρη και Φλεβάρη ήσαν οι μόνοι μήνες που την έβλεπα να είναι καθημερινά στο σπίτι για να καθαρίζει, να μαγειρεύει και να πλένει. Από νωρίς το πρωί άναβε το τζάκι και καθόταν ώρες ατέλειωτες μπροστά του μιλώντας με τη φωτιά και μερικές φορές να τσακώνεται με τις σπίθες που πετάγονταν πάνω στην φλοκάτη.

Μικρός τότε, δεν καταλάβαινα γιατί το έκανε αυτό, σήμερα όμως θέλω να πιστεύω πως το ξέρω: Η δική μου μάνα δεν έπλεκε εργόχειρα και κεντητά όπως οι άλλες μανάδες του χωριού για να στολίσουν τα σπίτια τους, βαρκούλες όμως ταξιδιάρικες  από τα τεραστίων διαστάσεων μπλοκ ζωγραφικής μου – και καμιά φορά από λάθος και από τα βιβλία μου – μικρές και μεγάλες έφτιαχνε. Τις αράδιαζε πάνω στο περβάζι του παραθυριού,  και την επόμενη μέρα τις μάζευε όλες για προσάναμμα στο τζάκι.

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Ο ΠΑΣ έχει παράπονα!, του Γιώργου Αρκουλή
“Αδιαφορώ, Πιστεύω, Επιθυμώ, Περιφρονώ” του Μάνου Χατζιδάκι
“Να κοιμάσαι και να ξυπνάς σε στεγνό μαξιλάρι”…, της Τζίνας Δαβιλά

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.