Ανοιχτή πόρτα

Άριστη εφαρμογή. Υψηλή προστασία, του Νίκου Βασιλειάδη

Spread the love

Όταν ήμουν παιδί τα καλοκαίρια έδινα θυσία το σώμα μου στον ήλιο.

Δεν υπάρχει καλοκαίρι που δεν είχα καεί.

Δεν υπάρχει καλοκαίρι που να μη ξεφλούδισα από πάνω μου όλες, μία μία τις μέρες που έμεινα στον ήλιο, τα κύματα που ρίχτηκα επάνω τους κι όλη την άμμο, τις πέτρες της παραλίας.

Οι ώμοι, η πλάτη, η μύτη, τα ζυγωματικά, όλα μου είχαν πάνω τους και ένα κομμάτι από καλοκαίρι που κάθε μέρα που περνούσε έφευγε.

Κι εγώ δεν ήθελα ποτέ τα καλοκαίρια μου να φεύγουν.

Ήθελα να γίνονται ένα με την αρμύρα της θάλασσας και να κάνουν άσπρες φλούδες στο σώμα μου, να σχηματίζουν παράξενες ηπείρους με τα χρώματα του μεσημεριού και να κρύβονται περίτεχνα με την δροσιά της ξάστερης νύχτας, για πάντα.

Τώρα που δεν είμαι πια παιδί σκέφτομαι όλα εκείνα τα δέρματα που έχω αλλάξει, όλες εκείνες τις απώλειες που πέρασαν δίχως έγνοιες, δίχως σκέψεις, δίχως αντηλιακό, δίχως καπέλο, δίχως παπούτσια.

Τα θυμάμαι πάντα με νοσταλγία τα καλοκαίρια εκείνα, κλεισμένος σ’ ένα γραφείο, δίχως ήλιο, δίχως φως, οχυρωμένος με υψηλό δείκτη προστασίας.

Κάθε καλοκαίρι περνούν απ ΄ το μυαλό μου και τα θυμάμαι.

Θυμάμαι τις μέρες που δεν χρειάστηκα ποτέ μου προστασία.

Θεωρώ την προστασία μια έννοια, υποκειμενική.

Άλλοι την θέλουν με υψηλό δείκτη, άλλοι βολεύονται με τα βασικά.

Συνήθως δεν την επιλέγεις.

Έρχεται εκείνη και σε βρίσκει, απλώνεται στο δέρμα σου και αρχίζει να σου κάνει κουμάντο.

Όχι αυτό, θα σε πειράξει, σκεπάσου τα βράδυα θα κρυώσεις, μην ξεχαστείς, δέκα λεπτά μόνο, ποτέ τα μεσημέρια ο ήλιος καίει.

Όσο μεγαλώνουμε τόσο η προστασία μπαίνει και πιο βαθειά στην ζωή μας.

Και μεις περάσαμε για ενδιαφέρον, την έγνοια της και της ανοίξαμε την πόρτα μας διάπλατα.

Όλοι. Οι φίλοι, οι γνωστοί, οι γείτονες.

Είπαμε πως πρέπει να προσέχουμε, να αποφύγουμε τις απώλειες μας και αυτό είναι καλό.

Η προστασία θα φροντίζει πια για όλα, των γνωστών και των αγνώστων.

Να μη μας λείψει τίποτα και ποτέ.

Και την απλώσαμε μόνοι μας στο δέρμα, κλείσαμε τα παράθυρα, κλειδώσαμε την πόρτα δυο και τρεις φορές όταν γυρίσαμε στο σπίτι, της βάλαμε υγρό καθαρισμού, και αφεθήκαμε να νοσταλγούμε και να κομπάζουμε για κείνες τις μέρες που μπορούσαμε τρέχαμε μακρυά της, ξεφεύγοντας από το κίτρινο μπουκάλι στα χέρια της μαμάς.

Τώρα πήραμε το μπουκάλι αγκαλιά.

Γι’ αυτό επιλέξαμε τις προστασίες.

Σαν άλλοθι για τις φορές που νιώθουμε έντονα υποταγή.

Γιατί παλιά τις ξορκίζαμε τις υποταγές.

Δεν τις σηκώναμε καθόλου.

Τρέχαμε ξέγνοιαστοι μακριά τους και τις δείχναμε με το δάκτυλο.

Κοίτα λέγαμε, αυτός σκύβει το κεφάλι, υποχωρεί, κάνει τον βλάκα, δεν μιλά, είναι συμβιβασμένος.

Κοίτα τον , ή γέλα μαζί του, ή κούνα το κεφάλι στο πέρασμά του , ή αδιαφόρησε.

Πάντα διαλέγαμε τα πιο αποκρουστικά τα πιο εξευτελιστικά ρήματα για όσους υποτάχθηκαν για όσους φόραγαν κουστούμι μάλλινο τις υποταγές τους μέσα στο καύσωνα, καταχωνιάζοντας την λέξη ελευθερία .

Λέγαμε πως εμείς δεν θα σκύβαμε ποτέ το κεφάλι και σαν πράξη δύναμης σκάβαμε τρύπες στη άμμο και τις θάβαμε, και βάζαμε πάνω τους λαλάρια και φύκια, και ύστερα περήφανοι βουτάγαμε στα κύματα και φωνάζαμε αντίο και ανοιγόμαστε βαθειά.

Ήταν μια πράξη που ήθελε δύναμη. Μια δύναμη να σκάβεις πιο βαθιά και πιο γρήγορα από την θάλασσα που ερχόταν και πλημμύριζε τον λάκκο ξαφνικά μέσα από την άμμο.

Γιατί το θάψιμο στην βρεγμένη άμμο όπως και η βουτιά απέναντι στο κύμα που έρχεται γενικά θέλει μια δύναμη.

Μια δύναμη να πεις όχι στην υποταγή, στην προστασία που έρχεται και που τίποτα δεν έχει το ξέγνοιαστο στο μέλλον να αντιτείνει.

Η προστασία που όλα τα σκεπάζει και ποτέ δεν δέχεται μια χώρια της πορεία ούτε καν εκείνα τα ξεφλουδισμένα καλοκαίρια με τις ανέμελες απώλειες τους.

Δεν είναι ότι το καλοκαίρι μας άλλαξε.

Αλλάξαμε εμείς. Παραδοθήκαμε στις υποταγές μας και κλειστήκαμε μέσα τους .

Από προστασία, από ντροπή, δεν έχει πια σημασία.

Κι εκεί που κλειστήκαμε, η φωνή μας χάθηκε.

Τα ξεσπάσματά μας, τραγούδι και οι κραυγές μας γίνανε παράκληση, ψίθυρος, ενώθηκαν με ένα παράφωνο νανούρισμα που όσο περνά ο καιρός γίνεται ολοένα και μακρύ πιο τρομακτικό.

Όσο περνούν τα χρόνια τόσο ξεχνάμε τις μέρες που πέρναγαν δίχως την προστασία.

Κοιμόμαστε και ονειρευόμαστε τις φωνές μας όταν η θάλασσα σκέπαζε τα κάστρα που φτιάχναμε και μεις για να τη τιμωρήσουμε κλωτσάγαμε το κύμα κάτω από ήλιους που καίγανε κι μας άλλαζαν το δέρμα.

Χρόνο με το χρόνο, μεγαλώνοντας μείναμε με ένα πιο μαλακό, ποιο εύπλαστο, πιο ευαίσθητο και τρέξαμε έντρομοι να αναζητήσουμε ετεροχρονισμένα αντηλιακό για την προστασία του.

Μερικά καψίματα όμως δεν τα γλιτώνεις, έχεις- δεν έχεις προστασία.

Νίκος Βασιλειάδης

llll.png  

* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.

The article expresses the views of the author

iPorta.gr

SHARE
RELATED POSTS
Μέχρι την επόμενη Γιορτή της Γυναίκας…, της Μαρίας Γεωργαλά
Μια μετάλλαξη που δεν ωφελεί, του Ηλία Καραβόλια
Ο μαλάκας των Χριστουγέννων, της Έλενας Ακρίτα

Leave Your Reply

*
This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.