Η Αθήνα μου. Η πόλη που γεννήθηκα. Η πρωτεύουσα με τα πολλά πρόσωπα, όμορφα μα και άσχημα, έγινε ο προορισμός μας για λίγες ημέρες μες τον Ιούνιο. Αυτή την φορά θέλαμε να προσθέσουμε κάτι διαφορετικό στις «τουριστικές» μας βόλτες. Ναι, σίγουρα θα βλέπαμε φίλους και γνωστούς ( όσους προλάβαμε, προλάβαμε …. ), συγγενείς και αγαπημένα μας πρόσωπα, όμως προτεραιότητά μας ήταν και η καρδιά της πόλης μας, η Ακρόπολη. Το σύμβολο του αρχαίου «χρυσού» μας πολιτισμού, το μεγαλειώδες έργο από μάρμαρο, η περηφάνια του Αθηναίου, αλλά και του κάθε Έλληνα.
Το αγαπημένο «αττικό» μετρό ήταν το μεταφορικό μέσο της επιλογής μας… Πραγματικά έχει πολύ ενδιαφέρον να παρατηρείς τα πρόσωπα μια πόλης πως κινούνται με τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Άλλοι ερχόμενοι από τις δουλειές τους, φοιτητές με τα βιβλία στο χέρι, τουρίστες, μοντέλα που έτρεχαν στο επόμενο κάστινγκ, έντονοι ρυθμοί, έντονη πόλη, πολύς κόσμος.
Καθώς αποβιβαστήκαμε στην στάση Ακρόπολη, θαυμάζοντας την τεράστια ασπρόμαυρη φωτογραφία της Μελίνας ( Μερκούρη ) μπροστά στο ιερό κτίσμα, ξέραμε ακριβώς που βρισκόμασταν. Περπατώντας την Διονυσίου Αεροπαγίτου με το βλέμμα μας ψηλά να χαζεύουμε τον προορισμό μας, η καρδιά χτυπούσε πιο δυνατά. Κατευθυνόμενοι στην είσοδο για να κόψουμε εισιτήρια , μαζί με κάμποσους Κινέζους, Γερμανούς και Αμερικανούς τουρίστες, αφού μας απεύθυναν τον λόγο ευγενικά στα αγγλικά, πληρώσαμε και έτσι αρχίσαμε την ανάβασή μας προς τον ιερό βράχο.
Ο καιρός ήταν αρκετά καλός μαζί μας, αφού δεν είχε πολύ ήλιο και ζέστη, παρά μόνο αρκετά σύννεφα και μπόλικο αεράκι, τόσο, όσο να μας «δροσίζει» και να μας διευκολύνει. Πραγματικά δεν νομίζω να υπάρχει χειρότερο από το να βαδίζεις προς την Ακρόπολη καλοκαίρι, με 40 βαθμούς Κελσίου υπό σκιά… είχαμε πραγματικά την τύχη με το μέρος μας! Η μητέρα μου, που μας συνόδευσε, είχε ενθουσιαστεί τόσο πολύ, αφού είχαν περάσει κάμποσα χρονάκια από την τελευταία φορά που έκανε αυτή την βόλτα. Και εγώ βέβαια, είχα να ανέβω στον βράχο γύρω στα 10 χρόνια… ο Μάρκους πάλι, ποτέ… και εμείς ήμασταν τώρα οι «ξεναγοί» του.
Αφού περάσαμε τον ναό της Υγείας, κόρης του Ασκληπιού και χαζέψαμε τις προετοιμασίες στο Ηρώδειο για την παράσταση Don Giovanni, αντικρίσαμε τα μεγαλειώδη Προπύλαια. Πόσο εντυπωσιακή ήταν αυτή η εικόνα, πόσο συγκινητικό να γνωρίζεις πως οι αρχαίοι ημών πρόγονοι μεγαλούργησαν χτίζοντας όλα αυτά τα «θαύματα» της αρχιτεκτονικής, που στέκονται ακόμη, μέχρι και σήμερα, καμαρωτά καμαρωτά, να σου θυμίζουν την καταγωγή σου.
Συγκινηθήκαμε, δεν το κρύβω. Κοντοσταθήκαμε με την μητέρα μου και αφήσαμε τα μάρμαρα να μας «μιλήσουν». Ένας από τους «φρουρούς» εκεί, αφού με είδε να τελειώνει το νερό που κουβαλούσα μαζί μου, ευγενικά ( και αυτός ) απευθυνόμενος σε μένα σε άπταιστα αγγλικά, μου είπε που να βρω νερό για να γεμίσω το μπουκαλάκι μου.
Τα επόμενα βήματά μας, μας οδήγησαν στο μνημείο… στην Ακρόπολη. Ο Μάρκους σάστισε σκεπτόμενος πως «στο καλό» κατάφεραν να χτίσουν αυτόν τον μαρμάρινο ναό… πως κουβάλησαν όλο αυτό το φορτίο και πόσο έξυπνα χτισμένο είναι.
Η θέα, μοναδική ! Να βλέπεις «πιάτο» όλη την Αθήνα μέχρι και την θάλασσα, τον Πειραιά και τα καράβια που φεύγουν και έρχονται από τα πανέμορφα νησιά μας. Όλα μοιάζουν κοντά, σε καλούν να τα «αγγίξεις» και να καταστρώσεις σχέδια με το μυαλό σου, που βρίσκεται τι, που θες να πας. Σκέφτομαι, πως όλοι οι σπουδαίοι Αθηναίοι καθόντουσαν στον βράχο και κατάστρωναν τα σχέδιά τους για το μέλλον, μια λέξη τόσο σχετική όπως και ο χρόνος.
Οι Καρυάτιδες ήταν και αυτές εκεί, στηρίζοντας το Ερέχθειο, κοσμώντας τον χώρο με γυναικεία αρχαία ελληνική περήφανη ομορφιά. Πόσο υπέροχο το συναίσθημα να σε περιστοιχίζουν τα μνημεία της ελληνικής Ιστορίας. Δεν ήθελα να τελειώσει η μέρα. Ήθελα να τα αποτυπώσω όσο πιο καλά μπορώ στην μνήμη μου, την φωτογραφική και μη.
Αφού ολοκληρώσαμε τον περίπατό μας στον βράχο, οδηγηθήκαμε στα στενά της γραφικής Πλάκας. Σαν να μην έφτανε αυτό ακούσαμε κάποιον κάπου να παίζει μουσική και ακολουθήσαμε την μελωδία. Αφού πλησιάσαμε την μουσική αντικρίσαμε μια εικόνα που είχε βγει από βιβλίο παραμυθιού. Ένας ξανθός κύριος με καουμπόικες μπότες και ποδήλατο «παρκαρισμένο» δίπλα του, καθισμένος σε ένα πεζούλι κάτω από μια ελιά, έπαιζε φλογέρα και μαζί του, ξαπλωμένες. ήρεμες, νωχελικές, γύρω του 10 γάτες… σαν να ήταν υπνωτισμένες από τον ήχο, του έκαναν παρέα κάτω από την Ακρόπολη, στην Οδό Θεωρίας…
Τα σοκάκια της Πλάκας πρόδιδαν μυστικά από άλλες εποχές. Κουδούνια με ξένα ονόματα στις παλιές καλοδιατηρημένες πόρτες των νεοκλασικών σπιτιών. Καφέ στα σκαλάκια και τουριστικά μαγαζιά. Γκραβούρες με θέμα την Ακρόπολη και το Θησείο ανάμεσα σε μαγνητάκια και μπλουζάκια I love Greece.
Κάπου στο τέλος του δρόμου το μνημείο «Αέρηδες», ο Πύργος του Αιόλου. Εκεί δίπλα και η αρχαία Αγορά με τόσα καφέ, Ουζερί και ταβερνάκια που κάπου έχουν εκμοντερνιστεί και άλλα έχουν μείνει ίδια.
Ένιωσα ευγνώμων για αυτή την ημέρα. Ευγνώμων για την καταγωγή μου. Αγάπησα την πόλη μου ξανά, περηφανεύτηκα, «ψήλωσα». Ένιωσα τον παλμό της Αθήνας, ένιωσα την ζωή, την ελληνική ψυχή, την διαφορετικότητα της σκέψης και της νοοτροπίας. Κατάλαβα που βρίσκομαι και χάρηκα για αυτό. Το ίδιο και ο αυστριακός μου σύζυγος, το ίδιο και οι γονείς μου. Ναι, είμαι περήφανη που είμαι Αθηναία !
Αλεξάνδρα Καρακοπούλου-Τσίσσερ