iporta.gr

Σεραφείμ, πέρα από ταμπέλες, του Δημήτρη Ι.Μπρούχου

Ο Δημήτρης Ι. Μπρούχος (1961-2024) είναι ποιητής, στιχουργός. συγγραφέας και Σύμβουλος Επικοινωνίας 

Μέρα γαλήνης και ενανθρώπισης του Θεού Λόγου, πέταξε για τις γειτονιές των Αγγέλων μια ψυχή, που πορεύτηκε με συνέπεια κι ευθύτητα κοντά εξήντα χρόνια, σε κάτι που κοντεύουμε να ξεχάσουμε (αν δεν το έχουμε ήδη ξεχάσει) στη ζωή μας:

Τον ημερήσιο τύπο. Τον παλιό, αυτόν που υπηρέτησαν χρόνια και χρόνια σπουδαίες μορφές, όπως ο Βλάχος, ο Ξενόπουλος και τόσοι και τόσοι άλλοι, ποιώντας ήθος και προτάσσοντας την Αλήθεια, πέρα από δοσοληπτικά μικροσυμφέροντα, που δημιουργούν έτσι κι αλλιώς «εμπλοκές στο μηχανισμό του σύμπαντος», καθώς το αποτέλεσμα της φθοράς και της σήψης που προκαλούν είναι γεωμετρικό στην καθημερινότητά μας.

Ανταλλάξαμε την πρώτη μας χειραψία το 1976 και όχι επαγγελματικά.

Διατηρήσαμε μια σχέση ανάπαυλας και δημιουργικού διαλείμματος μέσα στις πολλές μας έγνοιες . Τέτοια, που μόνο η ποίηση και το τραγούδι μέσα στην απόλυτη σημαντικότητά τους, μπορούν να συντηρήσουν στο χρόνο.

Θυμάμαι την ακαταπόνητη διάθεσή του για τραγούδι, που την είχε πάντα, ιδίως όταν βρισκόταν σε περιβάλλον αγαπητών κι αγαπημένων φίλων ή όπου ο ίδιος ένοιωθε άνετα.

Ποίηση και στίχοι με το βλέμμα εστιασμένο στην «πιθανότητα» και στην «εφικτότητα του ανέφικτου».

Θυμάμαι τις μαζώξεις στο ΙΝΤΕΑΛ, στην Πανεπιστημίου, στο σπίτι του, σε σπίτια φίλων, την άνεση του άρχοντα οικοδεσπότη, που ζει την κάθε στιγμή μοναδικά.

Αρχές της δεκαετίας του ΄80, σε μια «ιστορική» για τη ζωή μου και για τον τόπο περίοδο, που συντελέστηκε και η μετοικεσία μου από το Βορρά στο Νότο, με τις κουβέντες να βράζουν, με την ανάγκη επαφής με τη «σκέψη» ολοένα πιο δυνατή, κυρίως μέσα από τη συναναστροφή εμβληματικών μορφών του πριν, του τότε και του πάντα. Παρόντες ο πρόεδρος των «Ελευθεριστών», στιχουργός των μεγάλων στιγμών και της τρανής βωμολοχίας (Παπαδόπουλος), ο Νιόνιος (Σαββόπουλος), ο Βλασσόπουλος (από το ντουέτο Σπύρος-Λήδα), ο Πλέσσας και λοιποί γνωστοί-άγνωστοι, άπαντες « εκδρομείς του ΄60», κουβαλώντας ο καθένας τη « μιλιά» του, σε σκαλίσματα ψυχής, για ένα καλύτερο αύριο, έτσι, για να μη ξεχνιόμαστε.

Με την ευγένεια μιας αποδοχής, που δημιουργεί παρακαταθήκες και που βάζει υποθήκες για τους επιγενόμενους.
Τελευταία μας συνάντηση φέτος την Ανοιξη, Απριλο-Μάη στην Καβάλα.

Στο ίδιο μοτίβο. Σα να μην πέρασε μια μέρα. Ελαφρύ περπάτημα, περιπλανήσεις κεντρικές κι απόκεντρες, πολύ τσιγάρο (εκείνος), ατέλειωτες θύμησες, ανέκδοτα, βραχνό γέλιο, βλέμματα αναπόλησης κι επιβεβαίωσης συναισθημάτων σε αμοιβαιότητα.

Μετά, στιγμές συνεδρίου (και οι δυο μας προσκεκλημένοι ομιλητές), ατέλειωτα τσιγαρο-βγαλσίματα, φωτογραφίσεις από καρδιάς, συνεστίαση και μετά …μικρόφωνο.

Σε μια αίθουσα των 1000, τραγούδησε Μίκη, τραγούδησε Μούτση κι έλαμπε μες στην αλήθεια των στίχων …Κι ο κόσμος δεν τον άφηνε να κατέβει.

Τελειώνοντας η βραδιά, πριν καληνυχτιστούμε, κάναμε ένα μικρό γύρο στο ξενοδοχείο, συνοψίζοντας τα του τριημέρου.

Τελευταίες φραστικές πινελιές γύρω από την πολιτικοοικονομική επικαιρότητα, την παγκοσμιοποίηση, τα μέσα, τα funds και πάνω που το πράγμα πήγαινε να τραβήξει, να σου ο Διονύσιος Σολωμός, βγαίνοντας από τον ανελκυστήρα. Με κείνο το χαρακτηριστικό χτύπημα στην πλάτη των πολύ δικών, ο Σεραφείμ καληνυχτίζοντάς με, έβαλε τον επίλογο στην κουβέντα μας, αφήνοντας μια γεύση αισιοδοξίας που πάντα του άρεσε, με δυο στίχους του εθνικού μας ποιητή:

«Το χάσμα που φερε ο σεισμός, /έχει γιομίσει με άνθη…».

Σε περιμένω στην Αθήνα, μου φώναξε, μπαίνοντας στο δωμάτιό του.

Ήταν η τελευταία μας συνάντηση. Με έναν ευπατρίδη της πληροφορίας, τότε που οι εφημερίδες ήταν έντυπα που απευθυνόντουσαν σε πολίτες σκεπτόμενους κι όχι χασαπόχαρτα και συσκευασίες.

Μ’ έναν τροβαδούρο, που ακόμα και τραγουδώντας διαμόρφωνε άποψη.

Μ’ έναν πολίτη, που τίμησε πάντα τα παντελόνια του και που- άμα λάχει-γνώρισε και το κάγκελο για τις τοποθετήσεις του.

Μ’ έναν φίλο, που η βαθιά γνώση των καταστάσεων, συνδυασμένη με μια αιχμηρή αντίληψη, σ έκανε πάντα να φεύγεις πλουσιώτερος.

Ας είναι αναπαυμένη η ψυχή του κι όλοι εμείς που τον μοιραστήκαμε, να τον θυμόμαστε όπως ήταν πάντα:
Α Λ Η Θ Ι Ν Ο Σ.