iporta.gr

Πέντε θαυμαστές και διάσημες γάτες και τα ονόματά τους, του Κωστή Α. Μακρή

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Κωστής Α. Μακρής

 

 

 

 

 

 

Οι πέντε θαυμαστές και διάσημες* γάτες και τα ονόματά τους
(*διάσημες για τον Πιοζ Νάμε)

 

 

 

 

Το ερώτημα που είχαμε υποσχεθεί να απαντήσουμε πριν αρχίσουμε να περιγράφουμε διεξοδικά και με αρκετά μεγάλη ακρίβεια την κυρία Εγομόνη Μουπάντα —κι όχι δίχως κάποια πρόβλεψη για τη μεγάλη χρησιμότητα αυτής της περιγραφής στη συνέχεια της ιστορίας μας— το ερώτημα λοιπόν που θα απαντηθεί τώρα αμέσως και θα ανταμείψει την αξιοπρόσεχτη υπομονή σας είναι:

Ποια ήταν τα καταπληκτικά εκείνα ονόματα των πέντε γατιών;

 

Λοιπόν! Έχουμε και λέμε:

 

Η μεγαλύτερη σε ηλικία γάτα ονομαζόταν Τρεχατόρα και ήταν κάτασπρη με ένα μαύρο αυτί —το δεξί της. Ήταν μια πολύ καθωσπρέπει γάτα με εξαιρετικούς τρόπους και σπάνια έκλεβε φαγητό. Κι όταν το έκανε, το έκανε μόνο όταν ήταν σίγουρη οτι τίποτα και κανένας δε θα την προδώσει. Ήξερε και να κλέβει αλλά ήξερε και να κρύβεται όπως κάνουν όλοι οι καθωσπρέπει και πετυχημένοι κλέφτες αυτού του κόσμου. Η Τρεχατόρα είχε έρθει στο σπίτι της οδού Πέρα Κότας, αρ. 8, όταν η πρώτη της κυρά έφυγε για διακοπές και την αμόλησε στον δρόμο μην ξέροντας τι να την κάνει. Κι από τότε έμεινε εκεί. Και ποτέ της δεν έδειξε να το έχει μετανιώσει.

 

Η δεύτερη γάτα λεγόταν Σοπακιάκου και ήταν κανελλιά με άσπρες κηλίδες.

 

 

Η Σοπακιάκου ήταν παμπόνηρη, αδίστακτη και πολύ γρήγορη. Σε όλους έδινε την εντύπωση μιας πολύ ήσυχης και ήμερης γάτας με πολύ αγαθό έως ηλίθιο βλέμμα. Εκείνο όμως το βλακώδες βλέμμα, ήταν απλώς ένα από τα πολλά παραπλανητικά τεχνάσματα της πανέξυπνης και αδυσώπητης Σοπακιάκου.

 

Την τρίτη τη φωνάζανε Αλουκίτα και ήταν μια τυπική γκρίζα κεραμιδόγατα με ραβδώσεις ανοιχτόχρωμες πάνω σε σκούρο γκρι ή, αντίστροφα, με σκούρες γκρι ραβδώσεις πάνω σε ανοιχτό γκρί. Διαλέγετε και παίρνετε την εκδοχή της αρεσκείας σας. Όπως κι αν ήταν όμως οι ραβδώσεις της Αλουκίτας, επρόκειτο για μια πολύ έμπειρη και σοφή αλητόγατα που εύκολα αντάλλαξε την πεινασμένη ελευθερία των κεραμιδοσκεπών με τα χάδια, τη φροντίδα και το εκλεκτό φαΐ της κυράς της. Διατηρώντας όμως παράλληλα και την ελευθερία της αφού όποτε ήθελε το ’σκαγε από το σπίτι και τριγυρνούσε στα παλιά της στέκια.

 

Η τέταρτη γάτα δεν ήταν γάτα. Ήταν γάτος!

 

Ένας ηλικιωμένος, χοντρός γάτος, χαδιαροπουρπούρης και φουντωτός, μαύρος με άσπρα ακροπόδαρα, που άκουγε στο καταπληκτικό όνομα Κινατόβρης και ήταν ο πιο παλιός γάτος σ’ εκείνο το σπίτι. Ο Κινατόβρης ήταν πολύ τεμπέλης κι όχι μόνο λόγω ηλικίας. Από μικρό γατί βαριόταν να κουνήσει και πολλές φορές τον κλωτσούσε απαλά η κυρία Εγομόνη για να σηκωθεί από το χαλάκι μπροστά στα πόδια της. Η μόνη περίπτωση που ο Κινατόβρης έδειχνε τρομερή κινητικότητα και ζωντάνια ήταν όταν έμπαινε το φαΐ στη γαβάθα με το όνομά του — γιατί το κάθε γατί σ’ εκείνο το σπίτι είχε τη δική του γαβάθα που την αναγνώριζε από το όνομα που ήταν γραμμένο πάνω της. Τότε, και μόνον τότε, ο Κινατόβρης έτρεχε πρώτος και πριν ακόμα τελειώσει το σερβίρισμα και στις πέντε γαβάθες βρισκόταν με τη χοντρή, μαύρη του μούρη χωμένη στις λιχουδιές που τις καταβρόχθιζε αστραπιαία πουρπουρίζοντας με άφατη αγαλλίαση.

 

Η κυρα-Τίνα Μεθέλη σερβίριζε πάντοτε πρώτο τον Κινατόβρη γιατί δεν άντεχε την γκρίνια του όταν τύχαινε να βάλει φαΐ πρώτα σε άλλη γάτα. Σε τέτοιες περιπτώσεις ο χοντρομπαλάς Κινατόβρης νιαούριζε με πολύ αντιπαθητικό τρόπο και τραβούσε με τα νύχια του την κυρα-Τίνα από την ποδιά με μεγάλη ζοχάδα και αφόρητη πιεστικότητα.

Η πέμπτη γάτα, που ήταν και η πιο νέα, είχε τιμηθεί από την κυρά της με το διφορούμενο και καθόλου συνηθισμένο για γάτα όνομα Μπεζμέσα.

 

Ήταν μια περίπου σιαμέζα, αδιευκρίνιστης καταγωγής, με σκούρο μπεζ κι ανοιχτό μπεζ τρίχωμα και με απολύτως ατίθαση και απρόβλεπτη συμπεριφορά.

Η Εγομόνη την είχε μαζέψει μωρό ακόμα από μια υδρορροή ένα χειμωνιάτικο βράδυ και είναι πολύ πιθανό η ταραγμένη παιδική ηλικία της Μπεζμέσας να της είχε αφήσει μερικά κουσούρια.

Ο μικρός Πιοζ Νάμε υποστήριζε με επιμονή οτι η Μπεζμέσα ήταν φρενοβλαβής. Το “φρενοβλαβής” ήταν μια λέξη που την είχε ακούσει κάπου και πίστευε ότι ταίριαζε απόλυτα με το αλλοπρόσαλλο και υστερικό φέρσιμο της Μπεζμέσας.

 

Παρ’ όλο που η θεία του έβγαζε καντήλες με ‘κείνη τη λέξη και δεν ήθελε ούτε να την ακούσει, ειδικά για ένα από τα αγαπημένα της γατιά, ο Πιοζ Νάμετη χρησιμοποιούσε αρκετά συχνά —κρυφά όμως από τη θειά του.

Μια άλλη λέξη που αντιπαθούσε η κυρία Εγομόνη —κι αυτή της την αντιπάθεια είχε καταφέρει να την περάσει στον Πιοζ-Νάμε— ήταν η λέξη “ψιψίνα”.

 

Η Εγομόνη κατέτασσε αυτόματα τους ανθρώπους που αποκαλούσαν όλες τις γάτες “ψιψίνες” σε μια κατηγορία ακόμα χαμηλότερη κι απ’ αυτήν στην οποία τοποθετούσε όσους αποκαλούσαν περιβαντολόγους εκείνους που ασχολούνταν με το περιβάλλον.

 

«Λες και ασχολούνται με κάποιο ανύπαρκτο “περί-βαντο” κι όχι με το περιβάλλον!

 

 

Περιβαλλοντολόγοι είναι οι άνθρωποι! Περιβαλλοντολόγοι!» συνήθιζε να λέει στον Πιοζ Νάμε όταν άκουγε στο ραδιόφωνο ή στην τηλεόραση να μιλάνε για “περιβαντολόγους”. Κι εκείνος έμαθε από πολύ μικρός να προσέχει και να μην τραυματίζει την όμορφη γλώσσα που μίλαγε και τις λέξεις που χρησιμοποιούσε πιστεύοντας με τον καιρό —συμφωνώντας σ’ αυτό με τη θεία του— οτι οι λέξεις είναι ζωντανές και πονάνε όταν τις κακομεταχειριζόμαστε.

Ο Πιοζ Νάμε και οι πέντε γάτες, Κωστής Α. Μακρής, Εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, Αθήνα Μάιος 2010.