iporta.gr

Όταν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί μαζί μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα, του Πάνου Μπιτσαξή

Πάνος Μπιτσαξής

 

• «Ο θείος Πέτρος και η εικασία του Γκόλντμπαχ» είναι ένα θαυμάσιο και ευκολοδιάβαστο μυθιστόρημα του Απόστολου Δοξιάδη. Απλό και συνάμα βαθύ. Αφορά έναν μαθηματικό που θεωρήθηκε ιδιοφυία από τα εφηβικά του χρόνια. Ο μαθηματικός αυτός, έχοντας υπέρμετρη αυτοπεποίθηση, αποφάσισε να αποδείξει το πιο δύσκολο πρόβλημα της θεωρίας των αριθμών, την εικασία του Γκόλντμπαχ. Για όσους αγαπούν τα μαθηματικά, πρόκειται για την απόδειξη της εικασίας ότι κάθε άρτιος θετικός ακέραιος μεγαλύτερος του 2 μπορεί να γραφτεί ως άθροισμα δύο πρώτων αριθμών. Η εικασία του Γκόλντμπαχ μέχρι σήμερα δεν έχει ακόμα αποδειχθεί. Ο θείος Πέτρος πάσχιζε αλλά τα χρόνια περνούσαν. Δεν δημοσίευε εργασίες, τα λεγόμενα ενδιάμεσα συμπεράσματα, για να μην βρει κάποιος άλλος την λύση πριν από αυτόν. Έμενε άσημος και άγνωστος, ενώ οι φίλοι του, λιγότερο ιδιοφυείς, προόδευαν και μεγαλουργούσαν. Κατά τον μύθο, λίγο πριν πεθάνει, ο θείος Πέτρος είχε αποδείξει την εικασία του Γκόλντμπαχ, αλλά τον είχε προλάβει κάποιος άλλος. Πρόκειται για ένα αριστουργηματικό βιβλίο που αφορά τους αλαζόνες που βάζουν τον πήχη ψηλότερα από τις δυνάμεις τους, περνούν μόνιμα κάτω από τον πήχη και μετά μέμφονται την ανθρωπότητα για την ατυχία τους.

• Αν ο Απόστολος Δοξιάδης ήθελε να γράψει μια σειρά μυθιστορημάτων με τον θείο Πέτρο πρωταγωνιστή, το δεύτερο βιβλίο της σειράς θα έπρεπε να έχει τίτλο «ο θείος Πέτρος και η εικασία του ΣΥΡΙΖΑ». Αυτή τη φορά ο θείος Πέτρος θα έπρεπε να αποδείξει μια πολιτική εικασία:
«Πώς ένα κράτος που παράγει ελάχιστα μπορεί χωρίς καμιά μεταρρύθμιση στις δομές του να εξασφαλίζει αενάως την ευημερία των πολιτών του με δανεικά και αγύριστα»;

Αυτή την εικασία ανέλαβε αυτόκλητος να αποδείξει ο ΣΥΡΙΖΑ και η πραγματικότητα του γύρισε την πλάτη. Όσο κι αν κρύβει επικοινωνιακά, και για πόσο ακόμα, τη βιαιότητα της προσγείωσης στην πραγματικότητα και την ανάγκη να την αντιμετωπίσει άμεσα, χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη χώρα, η πραγματικότητα επίμονα αρνείται να υποκύψει.

Απέναντι στο προφανές, απέναντι σε ό,τι έχουν καταλάβει και οι πέτρες, ο ΣΥΡΙΖΑ απαντά:

«Αν η πραγματικότητα δεν συμφωνεί με τις απόψεις μας, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα».
Η στάση αυτή είναι παλιά ιστορία στην πολιτική. Κάποιοι θεωρητικοί την ονομάζουν «φαντασιακή θέσμιση». Η φαντασιακή θέσμιση σημαίνει να οργανώνεις τις πράξεις σου με βάση όσα υπαγορεύει η φαντασία σου και όχι η ίδια η ζωή. Ο Άγγελος Ελεφάντης, επιφανής ιστορικός στην δεκαετία του 70, αναλύοντας την δράση του ΚΚΕ σε ένα εγχειρίδιο ιστορίας που έχει αφήσει εποχή, χαρακτήρισε αυτό που υπαινίσσομαι ως φαντασιακή θέσμιση «επαγγελία της αδύνατης επανάστασης».

• Στο μεταξύ, η πραγματικότητα εκδικείται. Η χώρα έχει μπει σε ζώνη σοβαρότατου κινδύνου. Γλιτώσαμε την κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος κυριολεκτικά στο παρά ένα. Η πραγματική οικονομία στενάζει. Τα κρατικά ταμεία είναι άδεια. Τα νοικοκυριά προσπαθούν να αντιληφθούν τι συμβαίνει. Τα λεφτά των καταθέσεων βρίσκονται κάτω από τα στρώματα και μέσα στα ντουλαπάκια του μπάνιου. Η αβεβαιότητα της τετράμηνης παράτασης και η δημιουργική ασάφεια έχουν καθηλώσει τα πάντα. Η χώρα κατρακυλάει στην κατάσταση που βρισκόταν λίγο πριν το πρώτο μνημόνιο, τον Απρίλιο του 2010. Το φάσμα της πτώχευσης μας ακουμπά κάθε μέρα και περισσότερο «ανεπαισθήτως», όπως έλεγε ο Καβάφης στα «Τείχη».

Οι Υπουργοί μιλούν, μιλούν ακατάσχετα, μιλούν συνεχώς. Και όσο μιλούν, ξεχνούν τι έχουν πει προηγουμένως. Εξαρτιόμαστε, κάθε μέρα και περισσότερο, από την μεγαθυμία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και τις «πενήντα αποχρώσεις του γκρι» του ΣΥΡΙΖΑ.

Δυστυχώς, έχουμε μπλέξει.

• Η διαπραγμάτευση δεν είναι αυτοσκοπός. Δεν έχει καμία σημασία πόσο σκληρή ή πόσο μαλακή είναι. Η σημασία μιας διαπραγμάτευσης είναι η έκβασή της.

Και αυτό που απαιτεί κανείς από έναν που διαπραγματεύεται, όχι γενικά αλλά στις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες, είναι τουλάχιστον να μην βρεθεί σε χειρότερη θέση από αυτή στην οποία ήμασταν πριν την διαπραγμάτευση αυτήν.

Δυστυχώς, μετά την σκληρή διαπραγμάτευση βρεθήκαμε σε πολύ χειρότερη θέση. Όχι απλώς χειρότερη, πολύ χειρότερη. Όπως χαρακτηριστικά ειπώθηκε:
«Μέχρι τώρα είχαμε λεφτά με μνημόνιο, τώρα έχουμε μνημόνιο χωρίς λεφτά». Κανείς δεν γνωρίζει πως και αν θα εξέλθουμε από αυτό το αδιέξοδο.

Δεν θα πω σήμερα περισσότερα για την αλληλουχία κινήσεων που δεν αντέχουν στις αξιώσεις σοβαρότητας, αλλά προσκρούουν και στους κανόνες της κοινής πείρας και λογικής. Θα επανέλθω. Προς το παρόν, ένα μόνο ας σημειωθεί.

Αρκετά με τον ναρκισσισμό, αρκετά με την αυταρέσκεια, αρκετά με τις γκριμάτσες αυτοϊκανοποίησης, αρκετά με τον αυτοθαυμασμό. Έτσι κι αλλιώς, το στυλ αυτό είναι γελοίο. Γίνεται όμως ακόμα πιο γελοίο, όταν δεν έχει και ανταπόκριση με τα όσα δραματικά έχουν συμβεί. Πρώτη φορά έχω δει σε τέτοια έκταση να σπάει η σοβαροφάνεια της επίσημης Ευρώπης και να γελάνε με τις μετονομασίες της ΤΡΟΙΚΑΣ και του μνημονίου σε θεσμούς και πρόγραμμα. Αρκετά.
Μοιάζουμε με τους γραφικούς ημίγυμνους Μαορί της Νέας Ζηλανδίας, που κάνουν άγριες γκριμάτσες, χτυπούν με τα ακόντια τις ασπίδες για να φοβίσουν έναν εχθρό που είναι απέναντί τους με βαρύ πυροβολικό. Ο εχθρός χαμογελάει, δεν επιτίθεται. Τους συμπαθεί αλλά δεν τους υπολογίζει.

• Επαίρεται η Κυβέρνηση, διότι κατάφερε, όπως ισχυρίζεται, να διεθνοποιήσει το ελληνικό πρόβλημα και ότι για αυτό πρέπει να αισθανόμαστε εθνικά υπερήφανοι. Ο Υπουργός των Οικονομικών έφτασε στην ασύλληπτη αμετροέπεια να δηλώσει ότι «οι Έλληνες δεν χρειάζονται δουλειές και λεφτά αλλά αξιοπρέπεια και αυτήν τους τη δώσαμε». Δεν ξέρω πώς την αντιλαμβάνεται την αξιοπρέπεια και από ποιά συγκεκριμένη κοινωνική τάξη την προσλαμβάνει ο εν λόγω Υπουργός. Η διεθνοποίηση, ωστόσο, της επαιτείας και η επικοινωνιακή γιγάντωση της Ελλάδας ως χρεοκοπημένης χώρας, ένα μόνο αποτέλεσμα έχει. Απτό και πολύ δυσάρεστο.

Ποιός θα πατήσει εδώ να βάλει τα λεφτά του; Ποιός θα επενδύσει;

• Μπλέξαμε.