Μεγάλωσα με λίγους Δράκους κι εκείνους αδύναμους.
Οι πιο άγριοι ζούσαν έξω από τα παραμύθια κι έξω από το σπίτι μας αλλά είχα την τύχη να έχω δίπλα μου γονείς και συγγενείς που είχαν εκπαιδευτεί να γητεύουν τους πιο κακούς Δράκους.
Ήταν γονείς και συγγενείς που είχαν γνωρίσει τους Δράκους του πολέμου, της πείνας, του εμφυλίου πολέμου, των πολιτικών διωγμών, του φανατισμού και μερικοί ―πιο παλιοί― τον Δράκο της προσφυγιάς.
Κανέναν όμως απ’ αυτούς τους Δράκους δεν τον είχανε σπιτώσει οι δικοί μου.
Και, κυρίως, δεν είχαν σπιτώσει τον Δράκο του Μίσους.
Ένα δείγμα γι’ αυτό που λέω είναι και η θλίψη που ένιωθα για τις κόρες του Δράκου, που τις σκότωσε ο πατέρας τους μετά από το τέχνασμα του Κοντορεβιθούλη. Χωρίς όμως αυτή η λύπη να με εμποδίζει να κατανοώ και να σέβομαι την αυτοάμυνα του Κοντορεβιθούλη.
Όταν, μεγαλώνοντας, συνάντησα περισσότερους και πιο δυνατούς Δράκους, είχα δυναμώσει αρκετά και μου ήταν πιο εύκολο να τους γελοιοποιώ μέσα μου.
Να τους βλέπω αμόρφωτους, ανόητους, γελοίους και ανίκανους να με οδηγήσουν στις φυλακές τού φόβου, του μίσους ή του φανατισμού.
Όπως αμόρφωτοι, γελοίοι και ανόητοι μου φαίνονταν οι πιο πολλοί Δράκοι της ―κατ’ αυτούς― «επανάστασης» της 21ης Απριλίου 1967 που η δικτατορία τους άντεξε 7 χρόνια επειδή κατάφεραν να πείσουν πολλούς φοβισμένους, βολεψάκηδες ή αδύναμους για τη Δρακοδύναμή τους ή για τη Δρακοσύνη των αντιπάλων τους.
Σε αρκετούς απ’ αυτούς τους Δράκους, αλλά και τους Δρακοϋποταγμένους, διέγνωσα συγγενικά γονίδια κι αυτό με δυσκόλευε να ξοδεύω πάνω τους τα θανατηφόρα βέλη που μου είχε κληροδοτήσει η παιδική μου μυθολογία.
Με κάμποσους επιχείρησα, αργότερα, να ανοίξω διάλογο παρ’ όλο που είχα μάθει πια πόσο ασθενική είναι η ακοή τους αλλά και οι άλλες τους αισθήσεις. Είχα μάθει κι από τα παραμύθια πόσο αμβλύνοες είναι οι Δράκοι, πόσο ρηχή μνήμη έχουν και πόσο εύκολο είναι να τους ξεγελάσεις και να τους νικήσεις. Με είχε βοηθήσει και ο Οδυσσέας με τον Πολύφημο, παρ’ όλο που μια συμπόνια πάντα την έχω για την τύφλωση του άγριου κι απολίτιστου Κύκλωπα.
Το πιο δύσκολο ήταν, ίσως, να πείσω τον ίδιο μου τον εαυτό ότι ούτε Δράκο θέλω να φάω αλλά ούτε και θέλω να γίνω Δράκος. Ειδικά στα χρόνια της εφηβείας και λίγο μετά, τότε που η οργή απέναντι στην κοινωνική αδικία γίνεται φανατισμός μεταμορφωμένος σε πολιτική σκέψη με πολλές αγκυλώσεις.
Όσο περνούν τα χρόνια, τόσο πιο λίγο φοβάμαι τους Δράκους αλλά και τόσο περισσότερο κατανοώ την ανάγκη πολλών συνανθρώπων μου να τους φιλοξενούν στην καθημερινότητά τους για να έχουν κάποιο άλλοθι για την ανημπόρια τους να κοιτάξουν χωρίς προκαταλήψεις και μισαλλοδοξία τους άλλους αλλά και τον κόσμο γύρω τους και μέσα τους.
Και δεν έχει πια νόημα κάποιους από δαύτους να τους αποκαλώ υποτιμητικά με έναν τίτλο υβριστικό αφού πολλοί το έχουν για καμάρι και δεν το θεωρούν βρισιά.
Δεν έχει νόημα να αποκαλέσεις «Φασίστα» έναν φιλοναζί που καμαρώνει για τον φασισμό του. Όπως δεν έχει νόημα να αποκαλείς Ρατσιστές, Μισαλλόδοξους, Μπαχαλόμαγκες και άλλα τέτοια Δρακονόμια μερικούς ανθρώπους που έχουν υψηλό ποσοστό Δρακοσύνης μέσα τους και προβάλλουν στον άλλον τη Δρακοφοβία τους για να δικαιώνουν τη φτωχή τους ύπαρξη. Κι όταν λέω «φτωχή ύπαρξη», δεν εννοώ σε λεφτά αλλά σε στοχασμό, αυτογνωσία, αρμονία με τον κόσμο και αγάπη.
Είναι και μερικοί επαγγελματίες ψευτο-Δράκοι που μοστράρουν και κουνάνε τις μουτσούνες άλλων Δράκων ―εχθρών δικών τους αλλά και του «λαού», υποτίθεται― για να τρομάζουν παιδιά, νέους και γέρους που δεν διάβασαν όταν έπρεπε και όσο έπρεπε τα κατάλληλα παραμύθια κι άλλα βιβλία και πέφτουν ακόμα θύματα ενός κοινωνικού και πολιτικού Δρακο-μπούλινγκ και νομίζουν ότι έτσι και σκοτώσουν μιαν ολόκληρη δρακογενιά δεν θα φοβούνται πια.
Οι επαγγελματίες ψευτο-Δράκοι έχουν βρει αυτόν τον τρόπο για να προσπορίζονται χρήμα, επιρροή, ψήφους και εξουσία.
Ξεχνούν όμως και αυτοί αλλά και οι οπαδοί τους ότι ο πιο σίγουρος τρόπος για να δημιουργήσεις νέους Δράκους, είναι να κυνηγάς και να τρως τους παλιούς. Τότε είναι που αρχίζουν να πολλαπλασιάζονται οι Δράκοι στο στομάχι του Δρακοφάγου, σαν κουνούπια στα λασπόνερα, και τότε ξεχύνονται ακόμα πιο τρομεροί από το στόμα που ―νομίζει πως― τους έφαγε και τελείωσε η ιστορία τους.
Είναι γνωστή, άλλωστε, η παροιμία: «Αν δεν φας Δράκο, Δράκος δεν γίνεσαι».
Εγώ πάντως δεν έχω ανάγκη τους Δράκους στην καθημερινότητά μου κι ούτε τους προβάλλω στους ανθρώπους που θεωρώ εμπόδια στην Ανθρωπιά που οραματίζομαι. Συμφωνώ με την έννοια της σωκρατικής φράσης «ουδείς εκών κακός» και παρ’ όλο που δεν μπορώ να τη γενικεύσω κι ούτε θέλω να «αθωώσω» όλους εκείνους που από διαστροφή, συμφέρον ή φανατισμό διαπράττουν φριχτά εγκλήματα, πιστεύω ότι έχει πολλή αλήθεια μέσα της.
Αν και δεν έχω ανάγκη τους Δράκους, τους μνημονεύω σε σημαντικές επετείους αλλά και σε εκλογές, δημοψηφίσματα ή άλλες ευκαιρίες.
Σε κάποια παραμύθια μου φιλοξενώ κάποιους Δράκους.
Μου είναι χρήσιμοι οι Δράκοι.
Σαν ένα στομαχοπροστατευτικό απέναντι στη δυσπεψία της ελευθερίας της σκέψης.
20 Απριλίου 2017
Εικόνα: Ο Γκοτζίλα, ένας διάσημος «δράκος» του σινεμά, «γέννημα» των ατομικών βομβών του Ναγκασάκι και της Χιροσίμα. Εικόνα από το διαδίκτυο επεξεργασμένη από εμένα. ΚΑΜ.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr