Μόνο στη Ρόδο: Αποστόλου Παύλου 50 (Ανάληψη)-Βενετοκλέων (Στάδιο ΔΙΑΓΟΡΑΣ)-Ρόδου-Λίνδου (ύψος ΙΚΑ)-Λεωφόρος Κρεμαστής – Πηγές Καλλιθέας (από Μάιο-Οκτώβριο) & catering Γάμοι-Βαπτίσεις, Συνέδρια, Εκδηλώσεις
Δηλώνω σιχασιάρης.
Η, πολύ βρώμικη, ειδικότητα της Γαστρεντερολογίας που διάλεξα για να βγάζω το ψωμί μου δεν αναιρεί την ως άνω δήλωση, εξ ου και στις ενδοσκοπήσεις, ντυνόμουν πάντα, κατά τι, ελαφρύτερα από έναν… αστροναύτη!
Υπάρχουν, βέβαια σιχασιάρηδες και σιχασιάρηδες.
Να, ας πούμε ο φίλος μας ο Κώστας, (τυχαίο όνομα), από την, (καθόλου τυχαία), φοιτητο-παρέα της Θεσσαλονίκης.
Τρώμε στην Φοιτητική Εστία, έχουμε τελειώσει το κυρίως γεύμα και έχουμε φθάσει στο φρούτο.
Συγκεκριμένα, κεράσια.
Τρώγοντας, συζητάμε και, ως συνήθως, οι συζητήσεις μας είναι, από λίγο ζωηρές μέχρι έντονοι καυγάδες.
Απορροφημένος από τα φλέγοντα θέματα που μας απασχολούσαν, βάζω ασυναίσθητα τα κεράσια στο στόμα μου, μηχανικά, το ένα μετά το άλλο, αποσπώ την σάρκα τους και φτύνω τα κουκούτσια στην άκρη του μπολ.
Ξαφνικά, βλέπω τον Κώστα, να γουρλώνει έντρομος τα μάτια και να ανακράζει με φρίκη: «Τι; Δεν τα ανοίγεις να δεις αν έχουν σκουλήκια;», συμπληρώνοντας: «Να! Εμένα, τουλάχιστον τα μισά, είχαν σκουλήκι!»
Εγώ, στο μεταξύ, έχω πιάσει το επόμενο κεράσι και είμαι έτοιμος να το στείλω στο στόμα μου να βρει τους άτυχους συντρόφους του.
Με σταματάει, επισημαίνοντας: «Δες! Είμαι βέβαιος ότι αυτό το κεράσι που κρατάς, έχει σκουλήκι!»
Πιο πολύ από περιέργεια, παρά γιατί με έπεισε, ανοίγω το κεράσι και, ώ της εκπλήξεως, σκάει μύτη ένα τρισχαριτωμένο, ευκίνητο, άσπρο σκουληκάκι το οποίο, λικνιζόμενο, επιδίδεται σε ευφάνταστες χορευτικές φιγούρες, ανύποπτο για το τι το περιμένει στο άμεσο μέλλον!
Αλήθεια, τι άραγε το περιμένει;
Παρακολουθήστε με:
Έχοντας ανά χείρας τον νόστιμο γκρενά καρπό μετά του συμπαθούς κατοικιδίου του, διατηρώ θαυμαστά την ψυχραιμία μου και σκέπτομαι το εξής πολύ απλό:«Ο Κώστας έχει δίκιο: Χωρίς να έχω προβεί, μέχρι πρό τινος, σε κανέναν έλεγχο των καταπινομένων κερασιών, πρέπει, περίπου τα μισά από αυτά, να μού έχουν ήδη, προσφέρει γενναιόδωρα τα ζωάκια που έθρεφαν, μια ζωή, στους κόλπους τους! Επομένως, σιγά, τι να έχω φάει, ας πούμε, οκτώ σκουλήκια, τι να έχω φάει εννιά! (τυχαία νούμερα)!»
Λαμβάνοντας υπ’ όψη δε, (για να μην πω πιστεύοντάς το ακράδαντα), και το Ιταλικό ρητό “Quel che non ammazza, ingrassa”,(ελληνιστί: Ό,τι δεν σκοτώνει, παχαίνει!), κλείνω το χάσκον, άρτι διανοιχθέν κεράσι, παγιδεύοντας το καημένο το σκουληκάκι και, με συνοπτικές διαδικασίες, κάνω μια χραπ, και το συνθλίβω ανάμεσα στα δόντια μου για να καταπιώ, στην συνέχεια, αμφότερα τα τραγικά μέλη του συμβιωτικού συστήματος!
Ο Κώστας περιέπεσε πάραυτα σε καταπληξία, ενώ οι υπόλοιποι συνδαιτυμόνες παραμένουν, ακόμη σήμερα, εμβρόντητοι…!
Εγώ δε, δεν πέθανα ή, για ν’ ακριβολογώ, εμένα, το σκουληκάκι δεν με σκότωσε!
Ενδέχεται να πάχυνα, (πολύ λίγο)…
Πάμε παρακάτω:
Η ίδια παρέα συχνάζαμε σε ένα ταπεινό μαγειρείο, γωνία Αμαλίας και Ευζώνων, όπου τρώγαμε ανεκτά, (για να το πω κομψά), και, οπωσδήποτε, πολύ, μα πολύ, φθηνά!
Ένα βράδυ, μετά το σινεμά, μας έκοψε πείνα και πήγαμε στο εν λόγω μαγειρείο, τραβολογώντας με το ζόρι και τον (πολύ) σιχασιάρη Κώστα.
Σιχασιάρης στον βαθμό του να μην αγγίζει τίποτε πάνω στο τραπέζι, να γκρινιάζει για τα μαχαιροπίρουνα που δεν ήταν καθαρά έτσι όπως θα τα ήθελε και με μία έντονη έκφραση ξινίλας στο πρόσωπο η οποία, όταν μας έφεραν τον κατάλογο, μετατράπηκε σε αμιγή έκφραση αηδίας, λες και του έφεραν να διαλέξει ανάμεσα σε σκατά!
Τέλος πάντων, αφού μας έπρηξε, τον σερβιτόρο κι εμάς, αποφάσισε ότι το πιο ασφαλές, για την περίσταση, πιάτο ήταν μια σούπα αυγολέμονο την οποία και καταδέχθηκε να παραγγείλει, πολύ συγκρατημένα και με αρκετή δυσπιστία, πρέπει να πω!
Παρένθεση:
Λίγα λόγια για τον σερβιτόρο:
Ένας καημένος, αρχαίος γερούλης, καμπούρης, με πρόσωπο που παρέπεμπε σε χελώνα και με περπάτημα που, σε ταχύτητα, παρέπεμπε, επίσης, σε χελώνα!
Όταν περπατούσε, ακουγόταν ένα σουρ-σουρ-σουρ-σουρ με το οποίο κάλυπτε την απόσταση κουζίνα – σάλα πελατών, (βάλε γύρω στα πέντε μέτρα), σε χρόνους που κυμαινόντουσαν από 15 με 20 λεπτά μέχρι και μισή ώρα, (εντάξει, υπερβάλλω λίγο).
Με βάση την παραπάνω περιγραφή, η πιθανότητα, το φαγητό μας να φθάσει ζεστό στο πιάτο μας, ήταν μηδενική!
Με τα πολλά, αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα η σούπα του Κώστα, μαζί με την παραγγελία και των υπολοίπων.
Αυτό που, ωιμέ, πρώτο-πρώτο φάνηκε, κατά την προσέγγιση του γεράκου στο τραπέζι μας, ήταν ο αντίχειράς του ο οποίος, μετά από τόση ώρα σουρ-σουρ-σουρ-σουρ, είχε μουλιάσει ο δόλιος, (ο αντίχειρας), εμβαπτισμένος εντός της κρύας, πλέον, σούπας!
Δεν έχω λόγια να περιγράψω τις εκφράσεις του προσώπου του Κώστα, ούτε και τους καπνούς που έβγαιναν από τ’ αυτιά του!
Δεν θα σταθώ όμως σ’ αυτές τις λεπτομέρειες.
Αντ’ αυτού, θα σας ρωτήσω: «τι χρώμα έχει συνήθως μια σούπα-αυγολέμονο;» και θα μου απαντήσετε ορθότατα: «υπόλευκο προς το κιτρινωπό», οπότε θα προχωρήσω στα δύσκολα και θα σας ρωτήσω: «Τι είναι μικρό, μαύρο, με φτερά, που όμως δεν πετάει, αλλά πλατσουρίζει και, όντας μαύρο, μέσα στην υπόλευκη-κιτρινωπή σούπα, “βγάζει μάτι”, δια της οπτικής αντιθέσεως;»
Ναι, ναι, καλά το μαντέψατε!
Το τελευταίο μέρος της πλάσης, για να πλατσουρίζει μια μύγα, θα έπρεπε να είναι η, άρτι αφιχθείσα, σούπα-αυγολέμονο του Κωστάκη μας!
Αμ’ έλα, όμως , που η ζωή δεν τα φέρνει πάντα έτσι όπως τα θέλουμε, για να μην αναφερθώ καθόλου στον γρουσούζη τον Μέρφυ και στον νόμο του!
Στο μεταξύ ο σερβιτόρος έχει πάρει, με τα μικρά, συρτά βηματάκια του, τον δρόμο του γυρισμού προς την κουζίνα, απομακρυνόμενος ιλιγγιωδώς, (σουρ-σουρ-σουρ-σουρ), και ο Κώστας, έξαλλος, τον φωνάζει πίσω, για να τον κατσαδιάσει.
Εκτελεί το γεροντάκι, άψογα, ένα εντυπωσιακό γιου-τερν, (U-turn), τουτέστιν αναστροφή με τις μπάντες, και σε περίπου 12 λεπτά, σουρ-σουρ-σουρ-σουρ, αριβάρει εκ νέου στο τραπέζι μας!
Αντί άλλης κατσάδας, ο Κώστας θεωρεί ότι θα ήταν αποτελεσματικότερο, για να «φιλοτιμήσει» τον παππού, «βάζοντάς τον στη θέση του», να τον ρωτήσει, δείχνοντάς του συγχρόνως την μύγα, η οποία συνεχίζει το μπανάκι της, με μιαν έκφραση, είν’ αλήθεια, αρχόμενης αγωνίας, (διότι πόσο ν’ αντέξει ένας αρχάριος κολυμβητής μέσα σε μια πηχτή, κρύα σούπα), να τον ρωτήσει, επαναλαμβάνω, τσιρίζοντας με στόμφο: «Δεν μου λες, ΤΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ;»
Σκύβει ο δικός μας, ψύχραιμα, πάνω από το πιάτο, παρατηρεί προσεκτικά το, πνέον τα λοίσθια, κατάμαυροέντομο, που “κάνει μπαμ” από χιλιόμετρα μέσα στο λευκάζον φόντο της ιδιάζουσας δεξαμενής, και του λέει ξερά-ξερά: «ΜΥΓΑ!»
Κόκκαλο ο Κωστάκης!
Περίμενε, να του πει: «Πω πω, λυπάμαι πολύ, χίλια συγγνώμη, είμαι συντετριμμένος, δεν θα επαναληφθεί, θα θέλατε να σας φέρουμε κάτι άλλο χωρίς να σας χρεώσουμε; Δεν μας έχει ξανασυμβεί, κ.λπ., κ.λπ.»
Τίποτε απ’ όλα αυτά τα αυτονοήτως αναμενόμενα/απαιτούμενα!
Η ρητορική ερώτηση του Κωστάκη εισέπραξε μία λακωνική, κυριολεκτική απάντηση, και τίποτε άλλο!
Ο Κωστάκης εισέπραξε τα τρανταχτά μας γέλια!
Κι αυτή η κωλόμυγα, βρε παιδί μου, έπρεπε να πάει να πέσει μέσα στο πιάτο του απόλυτου σιχασιάρη μας;
Ας έπεφτε τουλάχιστον στο δικό μου, παρ’ όλο που, στην προκειμένη περίπτωση, πολύ αμφιβάλω ότι θα αντιδρούσα έτσι όπως είχα κάνει με τα κεράσια και τα σκουληκάκια τους!
Εξ ίσου βέβαιο είναι όμως, ότι δεν θα αντιδρούσα και σαν τον Κώστα!
Είπαμε, υπάρχουν σιχασιάρηδες και σιχασιάρηδες…
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr