Είδα τον Χάρο με τα μάτια μου (δε τι-βι σίριες) – Ο Χάρος και η Σφίγγα (επισόουντ 17)
Καθόμουν με το κινητό στο χέρι και ενημερωνόμουν για τις συγκλονιστικές εξελίξεις στην Αμφίπολη –επειδή όλα τα άλλα προβλήματα τα έχετε λύσει εκεί στο Ελλαδιστάν- όταν με πήρε η μάνα μου στο κινητό.
«Πού είσαι;», με ρωτά απότομα.
«Στο Μπαλί με δύο Τσέχες. Τι θες;», της απαντώ επίσης απότομα.
«Να σοβαρευτείς και να με κάνεις γιαγιά.», δηλώνει για δισεκατομμυριοστή φορά.
«Θα τις ρωτήσω αν είναι στις γόνιμες μέρες τους και θα σε ξανακαλέσω.», λέω και πάω να κλείσω τη γραμμή.
«Το βραδάκι θα βγεις με μία κοπέλα της προκοπής.», μου δηλώνει ορθά κοφτά.
«Μάνα, πάλι μαλακία έκανες;», αρχίζω να εκνευρίζομαι.
«Στις 10 σας έχω κρατήσει τραπέζι. Να ντυθείς σαν άνθρωπος και να πας να την συναντήσεις εκεί!», λέει και μου κλείνει το τηλέφωνο στα μούτρα την ώρα που ουρλιάζω:
«ΜΑ ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΑΝΘΡΩΠΟΣ!»
Είχα δύο επιλογές. Ή να μην εμφανιστώ ποτέ στο νιοστό ραντεβού στα τυφλά που μου έχει κλείσει η μάνα μου, ή να παραιτηθώ από Χάρος και να πάω εξορία σε έναν γαλαξία που δεν θα με βρει η μάνα μου. Επειδή δεν υπάρχει τέτοιος γαλαξίας, έκανα την καρδιά μου πέτρα, ξανά κι ετοιμάστηκα για το ραντεβού. Νταξ, μωρέ. Τι καλύτερο είχα να κάνω; Να δω το καινούργιο επεισόδιο από το Sons of Anarchy ή το Under the dome τρώγοντας σουβλάκια με τον Διόνυσο.
Έφτασα στο εστιατόριο που μας είχε κλείσει τραπέζι η μάνα. Πώς θα την αναγνώριζα; Θα κρατούσε λέει ένα βιβλίο του Τάσου Λειβαδίτη. Πάλι βαρεμένη μου βρήκε. Να την. Ωραίο πρόσωπο. Σώμα λιονταριού και φτερά αετού. Ώρες ώρες αναρωτιέμαι αν νομίζει η μάνα μου ότι είμαι κτηνοβάτης, επειδή μια φορά τα είχα με μία σειρήνα. Παίρνω βαθιά ανάσα και την καλησπερίζω.
«Γεια σου, Σφίγγα. Είμαι ο …»
«…Γιος της νυκτός και του σκότους. Απόγονος της Γαίας και του Χάους. Μίασμα αγάπης αιμομικτικής, ποια να είναι η δική σου κατάρα;»
Μένω με το χέρι τεντωμένο. Δεν αρχίσαμε καλά.
«Εμ, ναι. Να καθίσω ή προτιμάς κάτι στα όρθια;»
Με κοιτάζει αποδοκιμαστικά, αλλά μου γνέφει να καθίσω.
«Ωραίο άρωμα. Ποιο είναι;»
«Το άρωμα μου φερμένο από της ανατολής το στήθος στης δύσης το πέλαγο, σε νησί Ομηρικό.»
«Δεν υπάρχει περίπτωση να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι, ε;», προσπαθώ να την κάνω να γελάσει, αλλά εις μάτην.
Παραγγέλνουμε και με κοιτάζει ερευνητικά. Κι όχι επειδή με θεωρούσε κελεπούρι. Φάγαμε μέσα σε αμήχανη σιωπή με εκείνη να διαβάζει το βιβλίο της. Μόλις τελείωσε το φαγητό μου λέει:
«Η δική μας μείξη είναι εκ φύσεως καταραμένη, σαν το άνθος της νυκτός που η ανατολή μαραίνει.», σηκώνεται αγέρωχη και με αφήνει σύξυλο με τον λογαριασμό.
Ακούω πίσω μου ένα γνωστό κακαριστό γέλιο.
«Ρε μαλάκα, πάλι ραντεβού στα τυφλά σου έκλεισε; Δεν φτάνει που στο έκλεισε, πήγες και από πάνω;;;», δώσ’ του γέλια ο Διόνυσος.
Σηκώνομαι εκνευρισμένος, πληρώνω και ξεκινάω να γυρίσω στη βάρκα μου. Ο άλλος με ακολουθεί γελώντας σαν ύαινα. Μπαίνω στη βάρκα και ξεκινάω το κουπί στρίβοντας ένα τσιγάρο. Χτυπά το κινητό.
«Πώς πήγε; Δεν πιστεύω να το τρόμαξες το κορίτσι;», ακούω την μάνα μου να ρωτά.
«Αυτή με το σώμα λιονταριού και τα φτερά αετού λες; Έτσι και μου ξανακλείσεις ραντεβού και με αναγκάσεις να πάω, θα τα φτιάξω με τον Διόνυσο και θα πω στον Ερμή να το κοινοποιήσει σε όλους μας τους συγγενείς!», της κλείνω το τηλέφωνο στα μούτρα.
«Ρε μαλάκα, έπρεπε να μου το πεις ότι με γουστάρεις!», μου πεταρίζει τις βλεφαρίδες του ο Διόνυσος.
Του χαμογελώ και του ρίχνω μία με το κουπί. Νιώθω μια βαθιά ικανοποίηση βλέποντας τον να πέφτει στο νερό. Μια μούντζα βγαίνει σαν περισκόπιο από το νερό και σκάμε κι οι δυο μας στα γέλια.
Μακριά από τις μανάδες και τα ραντεβού τους. Μου πήρε σχεδόν μια αιωνιότητα για να το αντιμετωπίσω. Ελπίζω να τα πάτε καλύτερα! Με τις υγείες μας!