Φιλοσοφικές εκφράσεις,περιγραφικές διατυπώσεις, ευχολόγια ντυμένα με οραματικό μηνυματικό λόγο, φρασεολογία κωδικοποιημένων αυτονόητων καταστάσεων.Αυτά μου έμειναν από τον Ράμφο και τον Θεοδωράκη στην δημόσια εμφάνιση τους, ως άλλοι παρουσιαστές ζωντανής τηλεοπτικής εκπομπής περί της νεοελληνικής μιζέριας . Δύο προβεβλημένα πρόσωπα των ΜΜΕ ,θέλουν να πιάσουν το Πολιτικό από την άκρη του νήματος χωρίς ταυτόχρονα να χρωματίσουν τον λόγο τους με ιδεολογικά φορτία. Πασχίζουν να θανατώσουν την διάκριση Δεξιάς και Αριστεράς. Προσπαθούν να πείσουν τους πολλούς ότι υπάρχει αποϊδεολογικοποιημένος ορθολογισμός τον οποίο αυτονόητα έπρεπε όλοι να αποδέχονται. Συμφωνούν σε μια ψυχαναλυτική οπτική της ελληνικής κοινωνίας τονίζοντας την έλλειψη δυτικής κουλτούρας, την έλλειψη αυτογνωσίας, το βρεφικό στάδιο της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας.
Η Πολιτική του Θεοδωράκη και του Ράμφου είναι φιλοευρωπαϊκή μεν, αλλά μοιάζει διαφορετική από την Πολιτική της τεχνοκρατικής ελίτ των Βρυξελλών. Ιδού η απορία: πώς γίνεται να μην αντιλαμβάνεται ο φιλόσοφος και ο δημοσιογράφος τι εστί Ευρώπη σήμερα; Πώς είναι δυνατόν να μην αναφέρονται κάν στην σχέση εξάρτησης μεταξύ των ισχυρών λόμπι στην Ευρώπη και των κοινωνιών που δονούνται από τις αυξημένες ανισότητες;
Επικαλούνται ορθά τον πολιτισμό, την επιστήμη, τις τέχνες, τα γράμματα ως βατήρες ανάκαμψης, ως σκαλοπάτια ανοδικής κίνησης από την συλλογική καθίζηση. Πουθενά όμως δεν γίνεται λόγος για την έλλειψη συλλογικότητας. Φοβούνται να μιλήσουν για την ανάγκη μαζικότητας στην δράση, θέλοντας έτσι να ξορκίσουν σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές ρητορείες. Και οι δυο τους μοιάζουν ως φωνές που ξεκινούν από τα κάτω της κοινωνίας αλλά ουσιαστικά εκφράζουν μια νοοτροπία πεφωτισμένης ολιγαρχίας που προσελκύει τις μάζες.
Ο Ράμφος χρησιμοποιεί τον ορθολογικό δυτικό λόγο με τα αυτονόητα νοήματα και την ψυχαναλυτική εμβάθυνση της νεοελληνικής ιδιοσυγκρασίας.Και προσπαθεί να συναντήσει τον Σταύρο στον δικό του λόγο περί Πολιτικής από την κοινωνία, περί συμμετοχής στα κοινά των άριστων και ικανών(ουσιαστικά προβάλλει μια άλλη εκδοχή της κοινωνίας των πολιτών που επαγγέλλονται οι σοσιαλδημοκράτες ανά την υφήλιο). Και οι δυο τους παίζουν με τον μηνυματικό λόγο του δυτικού ορθολογισμού.
Η ανάδειξη του Αυτονόητου δεν συνεπάγεται και αποφυγή από το Πραγματικό. Δεν ωφελεί να λέμε ότι το πρόβλημα δεν είναι Οικονομικό. Μας βολεύει να το πιστεύουμε. Μας βολεύει να ξορκίζουμε τον δαίμονα της συστημικής οικονομικής κρίσης μεταθέτοντας τα ερωτήματα στο επίπεδο του Πολιτικού, του Πολιτισμού, του Πνευματικού. Καμία αντίρρηση. Η Ελλάδα ιστορικά στηρίζονταν πάντα στις πνευματικές δυνάμεις της. Στηρίζεται στις πολιτισμικές, στις επιστημονικές της εκλάμψεις. Ποια Ελλάδα όμως; (εδώ είναι το κενό στο οποίο πέφτουν ο Ράμφος και ο Σταύρος). Η Ελλάδα προ της παγκοσμιοποίησης, προ της ένταξης στην ευρωζώνη των αποκλίσεων και των ανισοτήτων.
Ο φιλόσοφος που ψυχαναλύει τον νεοέλληνα και ο δημοσιογράφος που προσπαθεί να τραβήξει από τον βυθό την κοινωνία, είναι χρήσιμοι ρόλοι στην ελληνική κοινωνία. Αλλά δεν μιλούν για το πώς θα βρεθούν τα ευρώ που λείπουν από τις περισσότερες οικογένειες στα τέλη κάθε μήνα. Και αποφεύγουν να αρθρώσουν πρακτικό λόγο, όχι κατ’ ανάγκη τεχνοκρατικό, για την μείζονα έλλειψη: του χρήματος.
Πνεύμα, αξίες, αυτογνωσία, ενδοσκόπηση, είναι φορτία Πολιτικής. Γίνονται όμως άδεια πουγγιά όταν δεν ανελκύουν την οικονομία απο τον βάλτο των ελλειμμάτων, των χρεών, της ύφεσης. Δυστυχώς, η δημοκρατία των πολιτών προϋποθέτει πληρωμένους λογαριασμούς και ρυθμισμένα χρέη. Δεν είναι κακό να έχουν άποψη γι αυτά, ένας φιλόσοφος και ένας δημοσιογράφος. Ειδικά σήμερα που οι οικονομολογούντες δημοσιολόγοι αφθονούν.Αλλά είναι χρησιμότερο να προτείνουν συγκεκριμένα μέτρα οικονομικής πολιτικής, όσο και αν ξορκίζουν το Οικονομικό.
Ας παραθέσουν έστω μια φιλοσοφημένη στρατηγική οικονομικής τροχιάς της χώρας, εντός των σημερινών συνθηκών και των περιορισμών στους βαθμούς ελευθερίας, που αυτές συνεπάγονται…