«Έμαθα πως εκβιάζεις να σου δώσουμε λεφτά. Λεφτά εμείς δεν έχουμε!»
Ακούγεται και είναι εκβιασμός. Αν έτσι μεταφέρεται από τους βρώμικους κουρελόψυχους στα boss τούτου του κόσμου, έτσι ακούγεται.
Αν στο παραπάνω αλλάξεις τις λέξεις και πεις «ζητείς την ανάθεση αυτού του πράγματος, έναντι αυτού του χρηματικού αντιτίμου. Όμως εμείς λεφτά δεν έχουμε», είναι άλλο πράγμα. Συμφωνείς; Αν μάλιστα σου μιλήσουν για το παρασκήνιο που αφορά στο πώς οι έμπιστοί σου άνθρωποι διαχειρίζονται το ταμείο που τους ενέθεσες τυφλά και κάνουν πάρτη εις βάρος των πολιτών, αλλάζουν τα πράγματα. Γιατί όταν βλέπεις την λαμογιά και είσαι έτοιμος να την ξεμπροστιάσεις, οι κουρελόψυχοι που λέγαμε, γίνονται γύπες. Αλλά… Αλλά, όταν δεν έχεις αντιληφθεί πως δίπλα σου επιβιώνουν τα μικρόβια που έχουν μάθει να ζουν μόνο μέσα στα σκατά, παραμυθιάζεσαι από τα λόγια και τις συκοφαντίες τους. Γιατί αν είσαι βρωμύλος στην ψυχή, πώς αλλιώς θα μεταφέρεις στο boss μια απλή επαγγελματική πρόταση που ζητεί να καταλήξει σε συμφωνία; Όταν είναι στάση ζωής να συκοφαντείς άπαντας – γιατί με καθαρούς όρους δεν μπορείς να επιβιώσεις, δεν μπορείς να γίνεις αποδεκτός, άλλωστε η πιάτσα γνωρίζει ποιος είναι τι – πώς να συμπεριφερθείς διαφορετικά; Κι αν κάποτε το άντεχε το πετσί σου – το φιλότιμο εννοώ – πια δεν το αντέχεις. Σε καίει σαν ηφαίστειο. Κατάλαβες; Άλλοι καίγονται από την ανάγκη για την αλήθεια και άλλοι για το ψέμα. Στην αρχή εντυπωσιάζονται από το κάλπικο, μετά το αγιοποιούν ως μέσο για να καταργήσουν τις τύψεις προς τους άλλους, όχι τον εαυτό τους και τέλος το εφαρμόζουν ΠΑΝΤΟΥ ανερυθρίαστα για να ανελιχθούν.
Θα ήθελα να μου πεις πως δεν έχεις συναντήσει τέτοιους. Όμως, δυστυχώς οι συκοφάντες – αυτό που μεταξύ άλλων αποκαλούμε και λαμόγια- πάντα θα υπάρχουν. Και όλοι μας τους ζούμε με κάποιο τρόπο. Είναι τα παιδάκια εκείνα του δημοτικού που πάντα έμεναν έξω από τις παρέες και τα παιχνίδια της γειτονιάς και ως αντίδραση έσπερναν διχόνοιες. Μεγαλώνοντας δεν κατάφεραν ούτε τον εαυτό τους να αγαπήσουν ούτε και τους άλλους βεβαίως. Απόλυτη συναισθηματική αναπηρία. Τραγική απουσία και ανεπάρκεια ευγενών σχέσεων. Μα, πετύχαιναν ανεβαίνοντας ως άψογοι αριβίστες την όποια σκάλα βρισκόταν στο δρόμο τους. Αποκτούσαν την αποδοχή και τους αυλικούς τους που τους άφησαν τα κενά παιδιόθεν. Και γίνονται επικίνδυνοι.
Θα γκρεμιστούν; Θα πιάσουν την άκρη στο γκρεμό και πίσω θα έχουν το ρέμα; Το δύσκολο είναι να είσαι μέσα και να πολεμάς για να καθαρίσεις τα λύματα. Λύματα και απόνερα. Βρωμιά και δυσοσμία μέσα από τα ακριβά αρώματα και τα ρούχα, τα τάχα μου αγορασμένα από τα οικονομικά καταστήματα. Γκρεμιστούν, δεν γκρεμιστούν, σκέψου πόσο τραγικό είναι να θέλει κάποιος μια κωλοθέση για να αποδείξει στους άλλους ότι είναι σπουδαίος. Όταν μάλιστα γνωρίζει, πως το αποτύπωμά του, δεν θα είναι τίποτα περισσότερο από εκείνο το ευτελές που η πιάτσα, για να τοποθετήσει κάποιον ηθικά και κοινωνικά, τον αποκαλεί «πιπόμουτρο, κωλόφατσα, τσογλάνι, πουλημένο τομάρι, ραδιούργο, καρακομπλέξα, καριέρα χτισμένη στα τέσσερα».
Είμαστε το παρελθόν μας, οι επιλογές μας. Και αυτό δεν δωροδοκείται, ούτε εξαγοράζεται. Πόσω μάλλον να το πλύνεις στους 90 βαθμούς με δεινό λευκαντικό.
Καλή σου τύχη, συκοφάντη. Κάπου μέσα στους μόνιμους εφιάλτες σου, είναι το γκρέμισμά σου. Ο μεγαλύτερος εχθρός σου, ξέρεις, δεν είναι οι άλλοι, είναι ο εαυτός σου. Αν δεν τον σκοτώσεις, δεν θα μπορέσεις να τον ξαναφτιάξεις. Κι ας τρέχεις για την περίφημη γιόγκα σου. Εσύ και εδώ ξώφαλτσα πέρασες. Ξέρεις ένας στίχος από τις Ινδικές Βέδες λέει: «Το σύμπαν είναι όμοιο με πολύφωτο και ο καθένας από εμάς ένα κερί. Αν δεν καίμε ολόκληρο το πολύφωτο, σκοτεινιάζει». Ξώφαλτσα και από την γιόγκα, ξώφαλτσα κι από την ανθρωπιά.
Σημείωση: το παρόν άρθρο πρωτοδημοσίευθηκε στις 28/4/2014.