Ξυπνάς, φτιάνεις καφέ, αρχίζεις να γράφεις σε ένα χαρτί τί έχεις να κάνεις με την ημέρα σου, ακόμα και τις πιο μικρές ασήμαντες βλακείες που δεν θεωρούνται καν δουλειές. Το να βάλεις ένα σακούλι λεβάντα μέσα στο πιάνο δεν είναι δουλειά, ή είναι;
Το λευκό χαρτί γεμίζει με αριθμούς. Διαβάζεις δυνατά τί έγραψες. Πρώτα για να τα ακούσεις εσύ. Αλλά και γιατί η πρωινή, ελαφρά βραχνιασμένη φωνή σου σου αρέσει πιο πολύ από όλες τις φωνές που θα ακούσεις στην διάρκεια της μέρας.
«Πώς είναι δυνατόν να έχω να κάνω τόσα πράγματα σε μία μέρα!» Αναρωτιέσαι. Μετά, για καμιά ώρα πάνω κάτω (ο καφές σου έχει ήδη τελειώσει από το πρώτο πεντάλεπτο) κάθεσαι σαν την αράχνη στον ιστό της, ακίνητη αλλά σε ετοιμότητα. Είναι εκείνες οι στιγμές που θα πρέπει να αποφασίσεις από πού να αρχίσεις. «Η πολυτέλεια της ακινησίας» , την βαφτίζεις με περηφάνεια χαμογελώντας αυτάρεσκα. Εξυπνάδα αγουροξυπνήματος. Χειροκρότημα παρακαλώ. Πολυτέλεια αλήθεια.
Η απόφαση όμως συνεχίζει να εκκρεμεί. Αν θα κάνεις όλη την λίστα σου παρελθόν ή θα αναβάλλεις και τί.
Στα μακροπρόθεσμα, που με μεγάλη σου έκπληξη έχεις συμπεριλάβει χωρίς να το καταλάβεις , βάζεις καρδούλες και θαυμαστικά. Αυτά που δεν τους ξεφεύγεις με τίποτα, τα κυκλώνεις με μανία. Τα άλλα που δεν ξέρεις αν θα τα προλάβεις αλλά ξέρεις πως δεν παίρνουν άλλη αναβολή, τα βάζεις σε αυστηρά τετράγωνα. Όλα τα υπογραμμίζεις και τους υπόσχεσαι ένα μεγαλοπρεπές τσεκ όταν, πρώτα ο Θεός, τα βολέψεις μέσα στην μέρα που αρχίζει πάντα χωρίς εσένα και με μεγάλη ενοχλητική φασαρία. Τηλεόραση, δρόμος, κορναρίσματα, φανάρια, περίπτερα, το μεγάφωνο από το σχολείο παραδίπλα που καλωσορίζει τα πρωτάκια της ζωής.
Ο περισσότερος κόσμος είναι ήδη στις δουλειές του. ‘Εχει μπει σ΄αυτόν τον περίφημο ¨αυτόματο πιλότο¨ και έχει αρχίσει τις χαμηλές πτήσεις του στην χαώδη καθημερινότητα και σίγουρα η δική του λίστα δύσκολα θα χωρέσει το νούμερο 16 σου « Να μην ξεχάσω να με αγαπάω και να με φροντίζω» .
Ωπα, νομίζω πως η λίστα σου μετά το «Να μαγειρέψω κάτι υγιεινό κατά προτίμηση» άρχισε να αλλάζει μονοπάτι και πάει κατά το βουνό. Και είναι αποδεδειγμένο πως το βουνό, αυτό το ίδιο πάντα, το βουνό της σκέψης, δεν βολεύει καθόλου όταν πρέπει να πας σουπερμάρκετ, φούρνο, στο pet shop για το φαγητό του σκυλάκου σου και για κάτι άλλες αγχωτικές διαδρομές πόλης. Κανένα βουνό δεν έχει καταστήματα και πάρκινγκ με αναμονή και ουρές στο ταμείο. Κανένα, πίστεψέ με.
Με τον καφέ στο χέρι χαζεύεις απέναντί σου την μικρή βιβλιοθήκη που γεννήθηκε από τύχη στον ένα τοίχο της κουζίνας. Μερικά ράφια που φιλοξενούσαν το αλκοόλ του σπιτιού άρχισαν να κάνουν χώρο στα αδέσποτα βιβλία που κατέβαιναν από τις μεγάλες κανονικές βιβλιοθήκες και περιφερόντουσαν μισοδιαβασμένα, με τσακισμένες σελίδες, σε κομοδίνα, πάγκους, μπουφέδες ακόμα και στο μπάνιο! Αυτή η αταίριαστη συλλογή εκτόπισε τα μπουκάλια, τα διακοσμητικά βαζάκια και μιά ταξιδεμένη αλατοπιπεριέρα –γλυπτό και σε παρακολουθεί κάθε πρωί σε όλες σου τις μηχανικές κινήσεις μέσα στην φασαριόζικη κουζίνα σου.
Σηκώνεσαι και απλώνεις το χέρι σου στο βιβλίο με την πορτοκαλί ράχη που για ένα ανεξήγητο λόγο σου τράβηξε την προσοχή. Πλησιάζεις. Είναι “Το πέμπτο βουνό”, του Κοέλιο. Να το πάλι το βουνό! Τέτοια σύμπτωση δεν μπορείς να την παραβλέψεις. Η τσακισμένη σελίδα κάπου λίγο πρίν την μέση σημαίνει πως δεν το ανέβηκες μέχρι την κορυφή αυτό το διάσημο βουνό του Πάουλο. Ίσως για τους πολύ διαβαστερούς ο Κοέλιο να είναι ξεπερασμένος, απλοϊκός, προβλέψιμος, αλλά όλοι κάπου κάποτε τον έχουν διαβάσει κι ας μην το παραδέχονται. ‘Εστω κι από περιέργεια σε κάποια παραλία, σε κάποιο διάλλειμα από την βαριά κι ασήκωτη λογοτεχνία, σε ένα καράβι που διέσχιζε το Αιγαίο με μπουνάτσα. Λένε πως ίσως να χάθηκε στην φήμη του μετά τον Αλχημιστή. (Αλήθεια πού το έχεις καταχωνιάσει αυτό το βιβλίο;)Αλλά όσο και να θέλεις να τον αποδομίσεις δεν γίνεσαι έτσι εύκολα μπεστ σέλλερ σε 150 χώρες και δεν μεταφράζεσαι σε 57 γλώσσες επειδή γράφεις τσιτάτα…
Πίσω στο βουνό, εμβόλιμη σκέψη σώπασε επιτέλους. Μήπως δεν σου άρεσε και το άφησες στην μέση; Μήπως μιά άλλη λίστα, πιό επιτακτική, σε σταμάτησε; Δεν μπορείς να θυμηθείς. Πολλά πράγματα δεν μπορείς να θυμηθείς τελευταία. Παράξενο. Λες και η μνήμη σου κρατάει κωδικοποιημένα αρχεία αλλά δεν σου δίνει τον κωδικό. Γιατί; Τί της έκανες; Την φόρτωσες μάλλον; Ε; Μάλλον.
Τί θα κάνει η αράχνη τώρα; Θα προσθέσει στην λίστα “Να τελειώσω το βιβλίο που είχα αρχίσει και γω δεν θυμάμαι πότε; Να το πιάσω από την αρχή ; Θυμάμαι τίποτα από τα προηγούμενα; Τί μπορώ να αναβάλλω σήμερα για να ανέβω ένα βουνό που μου γνέφει όλο μυστήριο και υποσχέσεις;» Ξαφνικά συνειδητοποιείς πως τα πόδια της αράχνης έχουν γίνει φιόγκος στην προσπάθεια να πλέξουν τον πιό όμορφο ιστό του κόσμου. Κέντημα κανονικό.
Προς τα πού πάνε τα καλά παιδιά; Τα φρόνιμα. Τα εργατικά.
Το βιβλίο είναι ήδη πάνω στο τραπέζι. Ακολουθεί αναγνωριστική φυλλομέτρηση. Μπορούν άραγε να οριοθετηθούν όσα έχεις να κάνεις; Μισή ώρα για τούτο , ένα τέταρτο για κείνο, μία ώρα για το άλλο. Πόση ώρα θα σου μείνει για το βουνό σου άραγε; Προλαβαίνεις μια μικρή βόλτα;
Σηκώνεσαι και απλώνεις τα οκτώ μακριά σου πόδια, τα ξεμπλέκεις και χαζεύεις τον υπέροχο ιστό σου. Εργο τέχνης πραγματικά. Κάποιος πρέπει κάποια στιγμή να σε συγχαρεί για την υφαντική σου δεινότητα. Στρέφεις το κεφάλι σου δεξιά αριστερά. Κανένας. Ώσπου το παίρνεις απόφαση.
Η λίστα σε περιμένει. Όσο την κοιτάζεις τόσο σου φαίνεται σαν να βλέπεις μικρά βουναλάκια με ασπρόμαυρες ακαταλαβίστικες μουντζουρίτσες κυκλωμένες, με φαντασία, δεν μπορείς να πεις, αλλά αρκετά απειλητική. Ανάμεσα σε όλον αυτό τον χαμό από μονοκονδυλιές και τελίτσες μια καρδιά και μέσα μονογράμματα καρφωμένα με το βέλος της αγάπης. Αγάπη για πάντα. Κι ένα ψάρι και ένα σύννεφο που κλαίει και το μάτι του Θεού. Ολοκάθαρα το μάτι του Θεού. Αταίριαστες οι μακριές του βλεφαρίδες. Το μολύβι φαίνεται να είχε επαναστατήσει και στο σημείο αυτό να έκανε του κεφαλιού του.
Τώρα οι αριθμοί χορεύουν στα μάτια σου αλλάζοντας την σειρά τους μαγικά και ο χρόνος σταματάει. Εκεί πάνω στο όμορφο ιστό σου ετοιμάζεις δεύτερο καφέ. Σε μεγαλύτερο φλυτζάνι αυτή την φορά.
Το βουνό νίκησε.