iporta.gr

Η ημέρα που σταμάτησαν τα ρολόγια, του Βαγγέλη Παυλίδη

Στις 06.12, ξημερώματα τις 10 Μάρτη 1943, η Ρόδος ταρακουνήθηκε απο έναν σεισμό τόσο ισχυρό που έκανε τα ρολόγια να σταματήσουν. Μέχρι σήμερα αποτελεί αντικείμενο έντονων αντιπαραθέσεων ανάμεσα στους σεισμολόγους το εάν και κατά πόσο ο σεισμός οφείλεται στο γεγονός οτι την στιγμή ακριβώς εκείνη γεννήθηκε ο Ευάγγελος Κωνσταντίνος Ελευθέριος Παυλίδης, ο μετέπειτα γνωστός ως Μπούλης και τελικά Βαγγέλης Παυλίδης. Δυστυχώς, λόγω του εν εξελίξει τότε πολέμου και των συχνών βομβαρδισμών και της επελθούσης καταστροφής εγγράφων και αρχείων η συλλογή περισσοτέρων πληροφοριών δεν είναι δυνατή.

 

Αυτά για την ιστορία. Η 10 του Μάρτη όμως είναι σήμερα κι εγώ έχω τα γενέθλιά μου. “Σκασίλα μας”, θα πείτε εσείς, “Σκασίλα μου” θα πω κι εγώ, μια και δεν έχω καταλάβει για τι ακριβώς γιορτάζουμε την επέτειο των γενεθλίων μας. Έχει ένα αστείο που ήταν λέει κάποιος που έπεσε απο την κορφή του Empire State Building -102 όροφοι, αν δεν το ξέρετε. Καθώς περνούσε έναν έναν τους ορόφους καθ’ οδόν προς το ισόγειο έλεγε μέσα του: “Μέχρι εδώ καλά πάμε”. Κάπως έτσι είναι και τα γενέθλια, δεν είναι; Εμένα βέβαια δεν με πειράζουν όλ’ αυτά αφού μου μένουν ακόμα πάνω απο 30 όροφοι για να χτυπήσω πάτο.

 

Τέλος πάντων, αφου το θέλει η παράδοση να γιορτάζουμε ξεσκάλισα κι εγώ κάτι παλιά δοκουμέντα και κιτάπια που ρίχνουν κάποιο φως στο μυστήριο της γέννησής μου και στα πρώτα μου “βήματα” επί της γης. Αν σας ενδιαφέρει συνεχίστε την ανάγνωση, αλλοιώς παρατήστε τα κι ελάτε πάλι αύριο που θα’χω γράψει κάτι άλλο.

Το 1942 και πάλι το 1943, ο πατέρας μου ο Σάββας συνελήφθει και φυλακίστηκε μαζί με άλλους πατριώτες για την συμμετοχή του στην αντίσταση κατά των Ιταλών. Τελικά, αφού πέρασε στρατοδικείο, εξορίστηκε στην Ponza, νησάκι έξω από την Νάπολι. Παραθέτω μικρό απόσπασμα απο το ημερολόγιο που κατάφερε (ο αθεόφοβος) να κρατήσει στα χρόνια της εξορίας:

 

“ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΝ
Ponza 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 1943, βράδυ ώρα 21.25 Κυριακή

 

Βρίσκομαι στο υπνωτήριο. Ετοίμασα το κρεββάτι μου και επειδή οι σύντροφοί μου βρίσκονται στον διπλανό θάλαμο των άλλων Ελλήνων, για ν’ακούσουν το κήρυγμα του (δυσανάγνωστο όνομα, ίσως Μπακίρη), που γίνεται κάθε Κυριακή, δεν έχω τι να κάνω κι’ έτσι απεφάσισα κι’ εγώ ν’αρχίσω το ημερολόγιό μου. Αυτό το επιθυμούσα από καιρό, από τη μέρα που μας συνέλαβαν στη Ρόδο. Μα δυστυχώς βρέθηκα σε αδυναμία να το πράξω συνεπεία των πολυποίκιλων περιπετειών μου. Τώρα που αρχίζω είμαι υποχρεωμένος να ανατρέξω στο παρελθόν και εν είδει εισαγωγής να εξιστορήσω με κάθε δυνατή ακρίβεια ή όσο με βοηθάει η μνήμη μου, όσα συνέβησαν από τις 25 Μαρτίου 1943 μέχρι τις 13 Ιουνίου. Φυσικά θα είναι συνοπτική η εξιστόρησίς μου αυτή και θα αναφέρω μονάχα όσες ημερομηνίες ενθυμούμαι κι’ έτσι ανοίγω την παρένθεσιν.

 

25 Μαρτίου Πέμπτη βρίσκομαι στο σπιτάκι μου, που δεν μπορώ ακόμα να το χορτάσω ύστερα από οκτώ μήνες φυλακή, αφοσιωμένος εις την γυναικούλα μου την γλυκιά που βρίσκεται στο κρεββάτι λεχώνα μόλις 15 ημερών. 15 μόλις ημέρες έχουν περάσει από τότε που αποχτήσαμε το δεύτερό μας αγγελούδι τον Κωστάκη μας….. Είμαι ευτυχισμένος. Επιτέλους τα βάσανά μας έχουνε περάσει. Μπορούμε να απολαύσουμε την οικογενειακή γαλήνη. 25 Μαρτίου, μεγάλη ημέρα, του Ευαγγελισμού. Ημέρα θρησκευτικής αγαλλιάσεως και ημέρα εθνικής υπερηφανείας. 25 Μαρτίου η επέτειος της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Με σφιγμένες καρδιές, με πόνο, όλοι μας θυμόμαστε τα περασμένα… Ποιος το πίστευε; Ποιος το φανταζότανε; …

 

… Στις 4 το απόγευμα λαμβάνω κλήση για την αστυνομία. Κάτι μου σφίγγει την καρδιά. Προαισθάνομαι κακό. Η γυναικούλα μου με φιλά δακρυσμένη και με στέλνει στην ευχή της Παναγίας. Ρίχνω μια ματιά στα μωρουδέλια μου και φεύγω. Στην αστυνομία συναντώ και τους αλλους, Τηλιακούς, Κλαδά, Χαρίτο και Οικονόμου. Η προαίσθηση για κάτι το δυσάρεστο γίνεται βεβαιότης. Ο Maresciallo μας ανακοινοί τη σύλληψή μας. Το μυαλό μου αμέσως πετάει στην γυναικούλα μου που στο κρεββάτι της με περιμένει με αγωνία, στα μωρά μου. Όλοι τους πάλι ολομόναχοι. Εδώ κ’ ένα χρόνο τώρα υποφέρουν τόσο πολύ… Φαντάζομαι τι θα γίνεται στο σπίτι όσο περνάει η ώρα χωρίς να γυρίζω. Ευτυχώς αργά το βράδυ μου επιτρέπουν να μεταβώ με συνοδεία στο σπίτι μου για να πάρω μερικά πράγματα. Φτάνω, ανεβαίνω τη σκάλα κι’ακούω κλάματα. Κλάματα ανάκατα… Ένας κόμπος μου σφίγγει την καρδιά…

 

…Τους φιλώ όλους τους δίνω θάρρος και τους καθησυχάζω. Τους λέγω πως προοριζόμεθα για πεδίο συγκεντρώσεως. Ποιος το φανταζόταν πως θα καταλήξω στο βράχο τούτον εδώ. Βιαστικά τους αποχαιρετώ και φεύγω, τρέχω σαν να με κυνηγάνε…”

 

Παρακαλώ σημειώστε πως το αγγελούδι ο Κωστάκης που είχε γεννηθεί 15 μέρες πριν την σύλληψη του πατέρα μου είμουν εγώ. Με ξαναείδε μετά το τέλος του πολέμου, όταν επέστρεψε στην Ελλάδα. “Γιατί Κωστάκης;” θα πείτε. Ιδέα δεν εχω. Μπούλης όμως επειδή έμεινα αβάφτιστος μέχρι την επιστροφή του πατέρα. Τώρα ξέρετε.