Γιατί ρε συ Σταύρο, τί έγινε;
Δεν άφηνες περιθώρια να το καταλάβω.
Ή μήπως δεν το είχες καταλάβει και συ;
Μου το είπε τις προάλλες η σειρά, ο Λεφτέρης. Τον θυμάσαι, που βρισκόμασταν οι τρεις μας όταν ερχόμουν στην Αθήνα και τα πίναμε.
”Αντε ρε γειά μας, φίλοι για πάντα.”
Θυμάσαι;
Μετά χάθηκες.
”Θα φύγω στα ξένα”, μας είπες.
Τι έγινε και χάθηκαν οι τσάρκες μας στα μπουρδέλα του Βόλου;
Θυμάσαι;Τότε που, εξωδούχοι, ενώναμε τα λεφτά μας και γαμούσε μια φορά ο ένας και μια φορά ο άλλος;
Θυμάσαι;Τότε που καμάκωνες τις γύφτισσες-ξέχασες; Στο Γιδά- πάνω από το ΡΕΟ; Τότε που είχες γίνει παλιός και καθόσουν έξω έξω στη καρότσα;
Είχες μάθει και τα μεράκια στα γύφτικα και μας τα έλεγες. ”Έλα μωρό μου να σου ρίξω μια βολή”-έλεγες-και της έδειχνες το τζιτρία.
Τότε που πηγαίναμε για βολές στο Πάικο.
”Για να τα ξέρετε, ρε στραβάδια, όταν απολυθώ-ογδόντα τρεις και μια ρεεέ. – θυμάσαι;- Αρούρια θα πήξετε”.
Θυμάσαι που σε φωνάζαμε “Γύφτο”; Και σε είχαμε όλοι Θεό, ρε Σταύρο.
Γιατί, ρε Δία μου;
Τί έγινε ρε αγόρι μου και έγινες κορίτσι;
Γιατί Θεέ μου.
Δεν έχω πρόβλημα με τα αγόρια που γίνονται κορίτσια αλλά να, πες μου ρε συ Σταύρο, πώς μπορείς να διαγράψεις χρόνια από τη ζωή;
Πώς μπορείς να διαγράψεις από την τωρινή, τα χρόνια της που έχασες κάποτε;
Πώς είναι εύκολο να διαγράψω 1,5 χρόνο από τη δική μου; Δεν μπορώ. Συγχώρεσε με.
Για μένα θα είσαι πάντα ο φίλος ο Σταύρος.
(*)…πας ανήρ καπηλεύεται. Για κάθε Αλόμα αυτής της Γης.