Τον τελευταίο καιρό πάω κούτσα κούτσα σαν την βαρκούλα του ψαρά σε τρικυμία. Μια κατάσταση προσομοίωσης του στράτα στρατουλα, με ολίγον από Τζόνυ Ντεπ στους πειρατές της Καραϊβικής. Όχι, δεν τα πίνω, καμιά μπύρα μόνο κι αυτή ντάλα καλοκαίρι. Όχι δεν με χτύπησαν οι γόβες… Πού τέτοια τύχη!
Τα αγαπημένα μου τακούνια (γιατί δεν είναι μια πρώτο μπόι) δυστυχώς, πήγαν κατάψυξη και στην θέση τους υποδεχτήκαμε ( εγώ και τα ποδαράκια μου εννοώ) ανατομικούς πάτους σιλικόνης και αθλητικά παπούτσια με ειδικό αφρό μνήμης, από αυτά που περπατάς και πετάς( ψεματουρα ολκής, κανείς ποτέ δεν πέταξε με αυτά ). Και κάπως έτσι γνωρίστηκα με μια νέα ομάδα ανθρώπων στην οποία ανήκουν ορθοπαιδικοι , ακτινολόγοι, φυσιοθεραπευτές και ιδιοκτήτες καταστημάτων με ανατομικά είδη και λοιπές διασκεδαστικές σχετικές ειδικότητες. Το κεντρικό θέμα είναι οι έξυπνοι αστράγαλοι μου, ήτοι “αστράγαλοι που πονάνε εναλλάξ” ( για να μην βαριομαστε κιόλας) και γόνατα που τώρα είναι σε εκεχειρία (λόγω Ολυμπιακών αγώνων; Τί να πω;)
Αλλά περάσαμε και με τα γόνατα μια ωραία περιπέτεια Χολιγουντιανού επιπέδου που έληξε με κάτι ωραιότατες ενεσούλες, που κανονικά θα έπρεπε να τις κάνω στο πρόσωπο και να ξανανιώσω, αλλά είναι φαίνεται ο ανάδρομος που έχει χάσει τον δρόμο του με μένα…Ας μην γκρινιάζω όμως. Ευτυχώς τα κάτω άκρα μου έχουν συνεννοηθεί και δεν με πονάνε όλα μαζί. Δηλαδή, κάτω άκρα με ενσυναίσθηση (μη την πεθάνουμε κιόλας την βαριόμοιρη ). Τα γλυκά μου! Όλα ξεκίνησαν μια βροχερή μέρα του Σεπτέμβρη πριν λίγα χρόνια, που είχα πάει να κοιτάξω μια έντονη ενόχληση στο γόνατο μου. Την είχα ( βλακωδώς) συνδυάσει με μια μερική ρήξη συνδέσμου από τα 21 μου, παράσημο από τα ένδοξα χρόνια με τον ορειβατικό μας σύλλογο στον χιονισμένο Παρνασσό. Φσουτ φσουτ και πάρτη κάτω την σκιέρ που έκανε και μαγκιές εκτός πίστας…
Έκτοτε έλεγα και τον καιρό καλύτερα από την ΕΜΥ. Ξέρετε, αυτό που γίνεσαι ο Αρναούτογλου κάθε που πιάνει υγρασία… Κοιτούσα με μάτι γλάρο τα ανύπαρκτα σύννεφα στον ουρανό και δήλωνα με βεβαιότητα “θα βρέξει, δεν ξέρω πότε, σε πέντε ώρες, σε πέντε μέρες, σε πέντε τερμηνα…πάντως θα βρέξει, το γόνατο ξέρει ” Έτσι βρέθηκα στον ορθοπαιδικό όταν το τηλεπαθητικό μου γόνατο άρχισε να ξαναπονάει επίμονα, και εκεί που του περιέγραφα την ένδοξη πτώση μου στο χιόνι “σούπα” του Απριλιατικου Παρνασσού πριν 30 χρόνια για να τον εντυπωσιάσω και καλά, εκείνος κοιτούσε τις ακτινογραφίες μου προβληματισμένος. “Χμ, κυρία μου, το θέμα σας δεν είναι στο αριστερό σας γόνατο (και καμιά σχέση με παλιά ρήξη του προηγούμενο αιώνα, ήθελε να πει αλλά δεν το είπε, το σκέφτηκε όμως, βάζω στοίχημα ) το θέμα σας είναι κυρίως στο δεξί. ” “Μα δεν ποναω καθόλου στο δεξί!” Απόρησα η συνταξιούχος σκιέρ . “Θα πονέσετε. ” “Μα πως το ξέρετε αυτό; Γιατρέ, πείτε μου, τι έχω που πάει από γόνατο σε γόνατο;!” ” Έχετε αρθρίτιδα κυρία μου και μάλιστα πολύ προχωρημένη για την ηλικία σας” ( αυτό με την ηλικία μου πρέπει να το προσέξετε … όλοι, ειδοποιαω, άιντε πια)
Κάπου εκεί σταμάτησα να ακούω κανονικά και έπιανα μόνο σκόρπιες φράσεις όπως :”…φανταστείτε τα γόνατα σας σαν ζάντες χωρίς λάστιχα”, “Απορώ πως περπατάτε ακόμα ” και το καλύτερο “είστε μικρή ακόμα για χειρουργείο αλλά σε λίγα χρόνια δεν θα το γλιτώσετε”. Κι όλα αυτά μπροστά στον έκπληκτο σύζυγό μου που από εκείνη την μέρα συχνά πυκνά με λέει σαράβαλο και γιαγιουλα… Τα υπόλοιπα είναι πια ιστορία. Όπως προέβλεψε η Λίτσα Πατέρα των ορθοπαιδικών σε κάνα χρόνο επόνεσα όντως και στο άλλο γόνατο διότι ήτο σαράβαλο τελικά και για καιρό πονούσε το ένα μόνο, μετά ζήλευε το άλλο και φτου κι απ’ την αρχή. Ώσπου με ενέσεις και χωρίς τακούνια ας πούμε πως πέρασαν τα γόνατα. ΑΛΛΑ μετά ζήλεψαν οι αστράγαλοι. Σου λέει, γιατί αυτά κι όχι κι εμείς. Στο πηγάδι εκατουρήσαμε εμείς;
Κι έτσι ξεκινήσαμε με έναν χτυπημένο Αχίλλειο τένοντα ( αυτό κάποτε, μετά το σκι στο βουνό, στο τένις, γιατί ήμανε κι αθλητικιά τρομάρα μου) και σιγά σιγά πάθαινα διάφορα, τί άκανθοι, τί ταρσιαίοι σωλήνες μπούκωναν, μετατάρσια, πλατυποδίες, σκαντζόχοιροι, τένοντες, οιδήματα, νεύρα με νεύρα κτλ κτλ αλλά πάντα εναλλάξ, τα γλυκά μου αστραγαλάκια! Το πιο αστείο όλων όμως είναι …ότι όλο αυτό το μιούζικαλ “Οι περιπέτειες μιας κατά φαντασίαν αθλήτριας” συνέβη σε μένα! Στο μεγαλύτερο ζουζούνι της τάξης, στην Κομανέτσι της γειτονιάς. Σε μένα που κάποτε οι γειτόνισσες έπαιρναν τηλέφωνο στην μάνα μου να την πληροφορήσουν πως ήμουν ΠΑΛΙ στα κεραμίδια, πάνω σε κάποιο δέντρο, πάνω στην μάντρα του άκτιστου οικοπέδου με το κρυμμένο πηγάδι ( ο εφιαλτης όλων των γονιών). Να κυνηγάω μπάλες, γατάκια, σκυλάκια, να με κυνηγάνε κάτι κακιασμένες γαλοπούλες μιας θείας μου, που δεν θα γλίτωναν σίγουρα από το Thanksgiving σε κανένα Αμερικανικό σπίτι…γλου γλου γλου, που θα έλεγε μια ο Σταυρίδης.
Τώρα τις κάνω γεμιστές ωραιότατα…χωρίς τύψεις θα έλεγα. Παιδικά τραύματα που σε κάνουν μάστερ σεφ! Ναι, σε μένα παιδιά συνέβησαν όλα αυτά, που έτρωγα οκλαδόν και δεμένη φιόγκος και κατέβαινα τις σκάλες 5 -5 , έκανα πατινάζ με κάτι ξεχαρβαλωμενα πατίνια, σιδερένια ( το τονίζω αυτό) στην αυλή του πατρικού που μόνο επίπεδη δεν την έλεγες και έκανα μονόζυγο στο σίδερο της τέντας και δοκό ισορροπίας πάνω στα κάγκελα της κάτω βεράντας…δηλαδή τώρα που τα σκέφτομαι κι από θαύμα ζω! Που με ψάχνανε σε ντουλάπες, υπόγεια και χαλάσματα καθότι σε μια άλλη ζωή ήμουν ο Ιντιάνα Τζόουνς και η Λώρα από το μικρό σπίτι στο λιβάδι, δύο σε ένα. Με δυο λόγια ,τα καημένα τα νιάτα… κου λου που κου λου που κου λου που…το γνωστό τραγουδάκι, το αθάνατο το τόσο μα τόσο αληθινό. Βέβαια στην ηλικία μου άλλες ακόμα τρέχουν ανέμελα στα λιβάδια και ανεβοκατεβαίνουν σκάλες…Αλλά αυτές οι φωτεινές εξαιρέσεις υπάρχουν μόνο για να μου τσακίζουν τα νεύρα και το ηθικό και πιθανότατα μιλάμε για την Τζένη Μπαλατσινού και την Τζένιφερ Λόπεζ. Αφήστε που θεωρώ πως είναι μόνο για το ισταγκραμ και μετά ζουν με mesulid. Έλα τώρα. Εγώ τουλάχιστον δεν έχω πρεσβυωπεια… Ακόμα. Τέλος πάντων καταλήξαμε, εγώ και τα πονεμένα ποδαράκια μου μετά από ακτινογραφίες και μαγνητικές κι άλλες τέτοιες φωτογραφίσεις στο φυσιοθεραπευτηριο… όπου και βρίσκομαι σήμερα που σας γράφω. Κι εκεί που είμαι ξάπλα να χαζεύω με κάτι διαστημικά γυαλιά μια ακτίνα λέιζερ να πηγαινοέρχεται τον ταρσιαίο σωλήνα μου ( αστράγαλος μέσα πλευρά, εξηγώ) ακούω συζητήσεις έξω από το παραβάν μου. “Ω, σας ευχαριστούμε για τα μανταρίνια” “Τίποτα, τίποτα, από τον κήπο μου είναι, έτσι για το καλό. Είναι και η εποχή τους τώρα. Για το καλό” . Προφανώς ο γηραιός κύριος, με το πονεμένο γόνατο από ότι κατάλαβα, είχε φέρει πεσκέσι για να ευχαριστήσει τις φυσιοθεραπευτριες. Έγιναν οι σχετικές συνδέσεις καλωδίων στο διπλανό “σεπαρέ” από το δικό μου, έγιναν οι γνωστές ερωτήσεις ” Είναι δυνατό; Είναι ζεστό, σας γαργαλαει, σας σφίγγει, σας τσιμπάει ; ” κι αφού επιβεβαιώθηκε η ομαλή σύνδεση των πάντων ο κύριος, ας τον πούμε Γιάννη, έμεινε μόνος με τα μηχανήματα. Τότε χτύπησε το τηλέφωνο του που από τον ήχο κατάλαβα πως ήταν παλαιάς κοπής, όπως και ο κάτοχός του. Και όταν άρχισε η συνομιλία κατάλαβα πως ο κύριος Γιάννης είχε τον ήχο τέρμα τα γκάζια για ευνόητους λόγους για την ηλικία του ( εδώ κολλάει η ηλικία, άιντε) και ο φίλος του από την άλλη άκρη ακουγόταν καμπάνα χωρίς να είναι καν σε ανοιχτή ακρόαση. “Έλα κουμπάρε, καλημέρα. Τί φτιάνς;” “Εδώ κουμπάρε, στη δουλειά .Εσείς όλοι καλά; Η κυρά Ρήνη; ” “Όλοι καλά κουμπάρε.Μπλα μπλα μπλα Μια χαρά και η κυρά Ρήνη ( γελώντας ) σήμερα κάνει μάλιστα γεμιστά, ναι ναι, και για τα εγγόνια.” “Α, μπράβο μπράβο. Μπλα μπλα μπλα Λοιπόν να περάσεις όποτε θέλεις. Δώσε χαιρετίσματα ” Κάπως έτσι πάνω κάτω πήγε η κουβέντα, ειπώθηκαν κι άλλα,( τα μπλα μπλα μπλα ) είπαν κάτι δικά τους που τα ακούσαμε πεντακάθαρα όλοι στον όροφο και μετά ησυχία μέχρι την στιγμή που ξαναμπήκε στο σεπαρέ η καλή μας φυσιοθεραπεύτρια και ο κυρ Γιάννης της τόνισε ξανά πως τα μανταρίνια που της έφερε ήταν αγνά και ολόφρεσκα από την αυλή του. “Πώς είπαμε το όνομα σου; ” “Μάιρα” “Μάγδα;” “Όχι Μάγδα, Μάιρα” του ξαναείπε γλυκά. “Μάλιστα, εγώ που λες Μάγδα είμαι απλός άνθρωπος και μου αρέσει να ζω απλά, να ζω χωριάτικα. Λίγα θέλω και δεν χρειάζομαι πολυτέλειες. Δεν χρειάζεται ο άνθρωπος πολλά πολλά. Και ό,τι δίνω από την καρδιά μου. Τίποτα , Τίποτα .. τί, για μια σακούλα μανταρινάκια…μην το συζητάς Μάγδα” “Μάιρα με λένε. Μα-ι-ρα.” “Α, Μα-ι- ρα. Πουθε βγαίνει αυτό;” “Μαρία – Ειρήνη ” “Α, ( εκεί ο τόνος του γλυκαίνει ) Ειρήνη! Ωραίο όνομα, ε; ” ( Το Μαρία δεν το άκουσε ποτέ! Σκέφτηκα) Και συνέχισε “Ειρήνη, ξέρεις, λένε και την κυρά μου! Βέβαια! Το ωραιότερο όνομα !” Η φωνή του σαν να έγινε χαμογελαστή. Και αμέσως είπε πιο σοβαρά “Αλλά σπάνιο πια” Η Μάιρα τον ρώτησε “Τί εννοείτε, σπάνιο το Ειρήνη;” Και τότε ο κυρ Γιάννης της απάντησε ” Σπάνιο βέβαια. Σπάνιο πράμα η ειρήνη στις μέρες μας. Δεν βλέπεις τί γίνεται στον κόσμο Μα-ι-ρα; Σε όλο τον κόσμο. Πόλεμοι, φασαρίες, άστα. Πού να την βρεις την Ειρήνη; Όλοι αυτοί θέλουν. Σπάνιο, σπάνιο . Σε τί εποχή ζούμε; “
Η κοπέλα δεν του απάντησε τίποτα. Ίσως να σκεφτόταν μόνο το πονεμένο γόνατο του κυρίου Γιάννη, ίσως να χαμογέλασε μόνο, ίσως να σκέφτηκε από πού ξεκίνησε η κουβέντα και πού κατέληξε ή ίσως να σκέφτηκε όλα όσα και γω. Σε δύο λεπτά η ώρα μου είχε τελειώσει και έπρεπε να φύγω. Επέστρεψα τα γυαλιά του Ρόμποκοπ, φόρεσα τα αθλητικά μου, αυτά με τον αφρό μνήμης και βγήκα στον διάδρομο. Δεν πρόλαβα να δω το πρόσωπο του κυρ Γιάννη με την ευαίσθητη καρδιά και τα νόστιμα μανταρίνια από τον κήπο του. Είδα μόνο την μια φυσιοθεραπεύτρια φευγαλέα να ξεφλουδίζει ένα μανταρίνι την ώρα που της έκανα νόημα για το ραντεβού της επόμενης μέρας κλείνοντας την πόρτα πίσω μου. Όλη την υπόλοιπη μέρα σκεφτόμουν την συζήτηση του κυρ Γιάννη με το πονεμένο γόνατο και το πόσο απλά αντιλαμβάνονται τα δύσκολα πράγματα οι “απλοί ” άνθρωποι. Πώς κάνεις έναν τέτοιο συνειρμό και πόσο γλυκά μιλάς για την συμβία σου χωρίς να πεις στην ουσία ούτε μία λέξη αγάπης.
Σκεφτόμουν και την κυρά Ρήνη, που κάνει καταπληκτικά γεμιστά και έχει το ωραιότερο και σπανιότερο όνομα στον κόσμο. Την τυχερή κυρά Ρήνη που μαζί με τον άντρα της δεν χρειάζονται τίποτα παραπάνω παρά μια μανταρινιά στην αυλή τους, μια κουζίνα να μαγειρεύουν για τα εγγόνια τους και ο ένας τον άλλον…κι αυτό είναι ακόμα πιο σπάνιο κι από την ίδια την ειρήνη. Την κανονική, όχι το όνομα. Πάτησα διστακτικά πάνω στους πονεμένους μου αστραγάλους και μια σουβλιά στον δεξί με επανέφερε στην πραγματικότητα μου. Η ζωή είναι τελικά γεμάτη ιστορίες αγάπης και πόνου αλλά είναι γλυκιά η άτιμη, σαν τα μανταρίνια του κυρ Γιάννη. Μόνο προσοχή στις φλούδες. * Όπως λέει και το τραγούδι “Σάββατο κι απόβραδο και ασετυλίνη, στην Αριστοτέλους που γερνάς, έβγαζα απ’ τις τσέπες μου φλούδες μανταρίνι, σου ‘ριχνα στα μάτια να πονάς”.