Με όλο αυτό το κακό να αιωρείται πάνω από τα κεφάλια μας, θυμήθηκα τις φορές που μου έλεγε η κόρη μου για τις συνεχείς ασκήσεις πυρασφάλειας που έκαναν στο πανεπιστήμιο, στις εστίες.
Όλοι έξω, μέσα στην νύχτα, τρεις, τέσσερις το ξημέρωμα η σειρήνα σε πέταγε στο ταβάνι και όποιος το έπαιζε μάγκας, ή κοιμισμένος, ή απλά βαριόταν γιατί υπέθετε πως ήταν άσκηση (ναι πάλι και πάλι), τον έβγαζε σηκωτό, με το βρακί …που λέει ο λόγος, ο έλεγχος που περνούσε να τσεκάρει όλους τους χώρους! Ακολουθούσαν τις οδηγίες που τους έρχονταν και γραπτώς. Ήξεραν ακριβώς προς τα που να πάνε, από που να φύγουν, πού να περιμένουν, γινόταν καταμέτρηση και μόλις σταματούσαν οι σειρήνες που σου έκοβαν το αίμα, ξανά πίσω στα κρεββάτάκια τους χωρίς πολλές γκρίνιες. Νόμος.
«Μαμά, είναι τρελοί αυτοί οι Άγγλοι με την φωτιά…» μας έλεγε. Χώρια τους αισθητήρες που μερικές φορές τους ενεργοποιούσε και ο ατμός από το μπάνιο και σε αυτή την περίπτωση είχε και πρόστιμο! «Είναι τρελοι σου λέω!»
Και γω τώρα πια, σαν μαμά, μπορώ να τους ευχαριστήσω και επισήμως για αυτήν τους την τρέλα! Να είστε καλά που τόσα χρόνια, τουλάχιστον για την πιθανότητα φωτιάς, με κάνατε να αισθάνομαι ασφάλεια για το παιδί μου. Κι όποιος πει πως αυτό δεν είναι σημαντικό, δεν ξέρει τί του γίνεται.
Οι σκόρπιες μου σκέψεις έρχονται και φεύγουν ανακατεμένες. Συνειρμοί λέγονται. Κανένα μυστήριο δεν κρύβουν. Είναι οι εικόνες που ξεπετάγονται ακάλεστες και τις συνδέει μιά αόρατη πετονιά που καταλήγει σε ένα σωρό αγκίστρια…Κάπως το λένε αυτό οι ψαράδες. Δεν θυμάμαι και δεν έχει και τόση σημασία.
Όταν ήμουν μικρή έλεγα: «Μαμά, να πάω σινεμά με τα κορίτσια μεθαύριο; Παίζει το τάδε έργο» και εκείνη σχεδόν πάντα μου απαντούσε κάτι παράξενα, ακαταλαβίστικα που πολύ με νευρίαζαν τότε.
Μου έλεγε για παράδειγμα «Θα δούμε»! Μα τί θα δούμε μωρέ μαμά;
Ή το «Μέχρι μεθαύριο βλέπουμε» . Έξαλλη εγώ την ρωτούσα « Μα τί μπορεί να γίνει πια μέχρι μεθαύριο;»!
Αλλά αυτό που με τρέλαινε ήταν εκείνο το «Ας είμαστε καλά μέχρι μεθαύριο» που συνοδευόταν με έναν μικρό, ανεπαίσθητο αναστεναγμό. Σήμερα, ειδικά σήμερα, δεν χρειάζεται να πω τίποτα περισσότερο.
Ούτε για τα δέντρα όμως θέλω να μιλάω πια. Κάπου διάβασα πως τα δάση είναι ζωντανοί οργανισμοί. Πως τα δέντρα χαίρονται και πονούν και πως επικοινωνούν. Αν το κάνουν, αυτό το τελευταίο ειδικά…ε, θα είμαστε στην μπούκα του κανονιού τους. Σίγουρα. Κάπου αλλού διάβασα κι άλλα θαυμαστά για το οικοσύστημα του δάσους. Αλλά ούτε γι΄αυτά θέλω να πω τίποτα.
Το επόμενο αγκίστρι μου φέρνει τους πανικούς που έχω ζήσει. Ο σεισμός του 1999 μου έρχεται πρώτα στο μυαλό. Εγώ, μαζί με δεκάδες πελάτες ενός Jumbo που βρέθηκα την ώρα που νομίσαμε πως ανατινάχτηκε το κτίριο, να τρέχουμε πανικόβλητοι προς την έξοδο κινδύνου που μια υπάλληλος μας οδηγούσε, επίσης τρέχοντας…Μόνο που εγώ ούρλιαζα γιατί η κόρη μου ήταν με την θεία της δύο ορόφους πιο κάτω και μέχρι να την πάρω αγκαλιά και να βεβαιωθώ πως ήταν καλά έχασα χρόνια από την ζωή μου. Ο δικός μου, προσωπικός πανικός. Από αυτές τις ιστορίες που έχεις διηγηθεί εκατοντάδες φορές στην ίδια παρέα και σίγουρα κάποιοι θα λένε από μέσα τους…όxι πάλι η ιστορία με το Jumbo! Aλλά το ίδιο κάνω και γω μερικές φορές με τις ιστορίες πανικού των άλλων, οπότε, υποθέτω, είμαστε πάτσι.
Όλοι έχουν να μοιραστούν τις δικές τους μικρές ή μεγάλες ιστορίες πανικού…Οι πιο παλιοί είχαν να λένε ιστορίες από τον πόλεμο. Αδιανόητα σκληρές ιστορίες. Από αυτές που γράφονται τα βιβλία. Και να κλείνουν τις περιγραφές τους σχεδόν πάντα με το στερεότυπο «Εσείς δεν ζήσατε πόλεμο…είστε τυχεροί»
Βέβαια η τύχη της μεταπολεμικής γενιάς και κυρίως των επόμενων αυτής, κάποια στιγμή μάλλον στέρεψε γιατί από τότε μέχρι και σήμερα, ένα σωρό καταστροφές, που μόνο σε ταινίες καταστροφής μπορούσες να δεις, έχουν συμβεί και συνεχίζουν να συμβαίνουν μέχρι και την στιγμή που μιλάμε…
Κανείς δεν θα ξεχάσει τη μέρα που έπεσαν οι δίδυμοι πύργοι, τη φωτιά της Πάρνηθας, πολλές φωτιές μικρές και μεγάλες, από αυτές τις καλοκαιρινές που εκεί που κάνεις το μπάνιο σου βλέπεις σε απίστευτα κοντινή απόσταση το καναντέρ να γεμίζει τις δεξαμενές του νερό και να απογειώνεται ξανά με δυσκολία, σαν υπέρβαρο πορτοκαλοκόκκινο σιδερένιο πουλί, το τσουνάμι, το Τσέρνομπιλ, τον Περσικό… Τα γεγονότα στροβιλίζονται στο μυαλό κάπως ανάκατα και άλλος θυμάται κάποια πλημμύρα, άλλος τη βραδιά του Πολυτεχνείου, άλλος την μέρα της επιστράτευσης, άλλος τον αδικοχαμένο Γρηγορόπουλο και τις νύχτες χάους στην Αθήνα…άλλος το πατέρα του να ασπρίζει σε μια νύχτα από την στεναχώρια για μια φωτιά που κατέστρεψε το δικό του κτίριο… Από μικρή την φοβόμουν την φωτιά.
Ο καθένας, ανάλογα την ηλικία του, θα έχει να θυμάται κάτι από την εποχή του, ένα κάτι ή και πολλά που τον σημάδεψαν, τον τρόμαξαν, τον ωρίμασαν. Κάτι που θα συζητάει για χρόνια και θα ξαναζεί την ίδια ιστορία κάθε φορά που θα την περιγράφει σε μιά παρέα άλλοτε σαν παραμύθι, άλλοτε σαν όνειρο, τις περισσότερες φορές σαν έναν τρομακτικό εφιάλτη.
Αυτό είπα στην κόρη μου όταν μου περιέγραφε την στεναχώρια που αισθανόταν για την φωτιά στο Μάτι. Είχε ένα βάρος, μου είπε. Και θα ήταν εντελώς αφύσικο να ήταν διαφορετικά. Γιατί αυτές είναι μέρες πένθους για όλους μας. Για μένα προσωπικά, όποιος δεν το νιώθει έτσι έχει πρόβλημα, πρόβλημα ενσυναίσθησης. Ναι, το λέω έτσι ωμά και λυπάμαι, αλλά δεν με αφορά καθόλου αν δεν συμφωνούν όλοι μαζί μου. Ειλικρινά δεν με αφορά καθόλου.
Καλώς ήρθατε λοιπόν στο κόσμο των μεγάλων αγάπες μου γλυκές. Σίγουρα εμείς κάναμε ότι μπορούσαμε για να σας προστατεύσουμε αλλά μάλλον δεν τα καταφέραμε και πολύ καλά.
Όπως δυστυχώς καμιά γενιά δεν το κατάφερε για την επόμενη.
Ζητάω συγνώμη εκ μέρους της δικής μου.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr