Εκεί, στην άκρη της φωτεινής λευκής σελίδας. Εκεί σε άφησα και εκεί σε ξαναβρίσκω, κάθε φορά που θέλω να βγάλω έναν αναστεναγμό, να πω μιά κουβέντα ανθρώπινη, να αναμετρηθώ με το κενό μέσα μου, να μοιραστώ την χαρά που νιώθω για κάποιον λόγο που δε θυμάμαι καν. Να κάνω αστεία. Πιό πολύ κάνω αστεία μαζί σου.
Ν’ αναβοσβήνεις και να με περιμένεις. Ανυπόμονη γραμμούλα. Έ-λα, έ-λα…
Ήσυχα που κυλάει η νύχτα. Χωρίς φωνές, χωρίς αναστάτωση. Κοιτάζω την καρέκλα που της χάρισα το σχήμα από το σώμα μου, την κοιτάζω από ψηλά σαν να μην είμαι εγώ που ακίνητη της παραδόθηκα κι απόψε χωρίς να το θέλω.
Πάντα κάθομαι για λίγο και αυτή η μάγισσα με κρατάει δεμένη πάνω της. Βλέπω με την άκρη των ματιών τα δάχτυλα των χεριών μου, τα μαύρα νύχια, γυαλιστερά και περιποιημένα απόψε. Τα βλέπω να χοροπηδάνε ρυθμικά πάνω στο πληκτρολόγιο. Τρελούτσικα τα λες. Σαν ένας ξεχωριστός άνθρωπος που είναι μόνο δέκα δάχτυλα όλος κι όλος. Πόσο παράξενο!
Κάτι που στο μυαλό είναι σαν σύννεφο φορτωμένο βροχή, γκρί και αγριεμένο, ξεχύνεται στην λευκή σελίδα και την κάνει ασπρόμαυρο σεντόνι. Αντί να την ξεπλύνει, την λεκιάζει με λεκέδες από μελάνι ανεξήτηλο. Το φως που με υπνωτίζει το μαστιγώνουν οι λέξεις. Ωραίες, άσχημες, θυμωμένες, βελούδινες, κωμικές, ανύπαρκτες… κι ανάμεσά τους τελείες και θαυμαστικά κι άλλα μικρά σημαδάκια που κάνουν τις λέξεις μου να τραγουδάνε, να βγάζουν νόημα, να ανασαίνουν μαζί μου.
Είμαι ευτυχισμένη. Τώρα, αυτή την στιγμή είμαι πραγματικά ευτυχισμένη.
Το ίδιο ξαφνικά κάτι κάνει τα δάχτυλα να κοκαλώνουν και να μοιάζουν σαν κέρινα κάτω από το σκληρό φως. Πώς και δεν το είχα προσέξει πιο πριν;
Το βλέμμα μου κολλάει στις γραμμές τους, στις ρυτίδες τους, στα σκαψίματά τους. Στο δαχτυλίδι που μου χάρισε η μάνα μου και δεν βγάζω ποτέ. Στην ελίτσα που έχω στον αριστερό δείκτη και βρίσκω ακόμα τόσο χαριτωμένη.
Δεν είναι λεπτά τα δάχτυλά μου. Η μαμά ήθελε να μάθω πιάνο για να κάνω, έλεγε, ωραία μακρυά και λεπτά δάχτυλα… Καημένη μαμά. Ξαφνικά θυμήθηκα την κυρία Ληρούδια, την δασκάλα που είχα στο πιάνο. Τα δάχτυλά της, γεμάτα κόμπους και τρομαχτικά οστεώδη, να κροταλίζουν πάνω στα 88 πλήκτρα του ταλαιπωρημένου πιάνου του παραρτήματος του Ελληνικού Ωδείου.
Το βλέμμα τώρα πέφτει στα χέρια μου. Στα κομποσκοίνια, ένα για κάθε έναν που αγαπώ. Στο ασπροκόκκινο σκοινάκι που μου χάρισε η κόρη μου. ¨Ο Μάρτης σου μαμά¨. Μάρτη γεννήθηκα κιόλας. Στο ρολόι που ξαναγάπησα. Συγνώμη που σε άφησα στο συρτάρι τόσα χρόνια. Νομίζω πως τώρα σε χρειάζομαι. Να μου μιλάς. Τώρα θα σε ακούω. Μεγαλώνω. Δες με πώς μεγάλωσα.
Και μετά…κενό.
Ένα κύμα θα σαρώσει όλες τις λέξεις μονομιάς και να τις εξαφανίσει για πάντα. Ή μπορεί και να τις βλέπω να χάνονται μία μία, σ΄ένα αργό βασανιστήριο που νομίζω πως δεν θα τελειώσει ποτέ αλλά τελειώνει και τότε το σεντόνι είναι πάλι λευκό όπως όταν ξεκίνησαν τα δάχτυλα μου το κυνηγητό τους.
Και όλα έγιναν όπως πριν. Οι λέξεις χάθηκαν σαν να μην υπήρξαν ποτέ. Σε λίγο θα τρέξω το ρολόι μια ώρα μπροστά στον χρόνο. Θεέ μου, πραγματικά ο χρόνος που έζησαν οι λέξεις μου δεν υπήρξε ποτέ. Οι λέξεις μου δεν υπήρξαν ποτέ. Μπορεί όλο αυτό να το φαντάστηκα, ή να το είδα στο όνειρό μου.
Ναι, αυτό θα πω στον εαυτό μου. Αύριο που θα ξυπνήσω θα πω πως όλα ήταν ένα όνειρο. Έπεσα για ύπνο νωρίς και δεν κάθισα ποτέ σε κείνη την καρέκλα.
Κι όλα θα είναι όπως πριν. Ή σχεδόν όπως πριν.
*Κάποτε, όταν γράφαμε σε χαρτιά, τα βρίσκαμε την άλλη μέρα σκορπισμένα κάτω από το γραφείο, ή δίπλα από το κρεββάτι μας, σαν ρημαγμένο χαλί, χίλια κομμάτια, να μας θυμίζουν πως οι λέξεις μας ήταν αληθινές, έστω και για μια νύχτα. Κι ας ήταν η νύχτα που ο χρόνος έτρεξε μπροστά και τις προσπέρασε.
* Το άρθρο απηχεί τις απόψεις του συντάκτη του.
The article expresses the views of the author
iPorta.gr