Μια φορά κι έναν καιρό ήταν μια περαστική μύγα που ζουζούνισε κοντά στο αυτί μου.
Μισάνοιξα τα μάτια μου και το βλέμμα μου έπεσε στην άκρη της ομπρέλας με τα κρόσσια πάνω από το κεφάλι μου που είχε πάψει από ώρα να με προστατεύει. Έδιωξα νευρικά το εκνευριστικό έντομο και ανασηκώθηκα από την ψάθα ψάχνοντας το καπέλο και τον καφέ μου που τώρα πια θα ήταν ένα κανονικό νεροζούμι. Το σκηνικό μου, μια σχετικά ήσυχη βοτσαλωτή παραλία. Τα πιτσιρίκια που ξεσήκωναν τον κόσμο με τις φωνές τους βρίσκονται ήδη στα σπίτια τους και σε κάποιες βεράντες τώρα θα κροταλίζουν μαχαιροπήρουνα. Αυτό σήμαινε πως η «σχετικά ήσυχη» βοτσαλωτή παραλία ήταν σχεδόν ολοδικιά μου. Αν ήμουν βασίλισσα η παραλία θα ήταν πραγματικά ολοδικιά μου…μαζί με τα ψάρια , τις βάρκες και τους ψαράδες της. Για φαντάσου! Να σου ανήκει μια θάλασσα, ένα βουνό, μια λίμνη με τις πάπιες της! Παράνοια πολιτελείας.
Πολύ ζέστη. Το αποκαλόκαιρο σε όλο του το μεγαλείο. Ελλαδίτσα γαρ… ΑΧ! Αυτήν ακριβώς την στιγμή που παίρνω μια βαθιά ανάσα και ρουφάω τον νοτισμένο με αλάτι αέρα αισθάνομαι βασίλισσα! Τι κρίμα η αληθινή βασίλισσα να μην έχει κάνει ποτέ διακοπές σε μια τέτοια παραλία. Κανονική, ανθρώπινη, με αταίριαστε ομπέλες και ψάθες ξεφτισμένες από την πολυκαιρία και τα ανήσυχα βρεγμένα κορμιά.
Μου είχε λείψει τόσο πολύ η θάλασσα. Όχι οποιαδήποτε θάλασσα. Αυτή, που μεγάλωσα και έζησα όλα μου τα παιδικά και εφηβικά καλοκαίρια. Με τις αταίριαστες αλατοφαγωμένες ομπρέλες της, τις γλιστερές , ολίγον πράσινες πέτρες της που έκρυβαν μικρά δειλά καβουράκια και σαλιγκάρια χνουδωτά. Την λιγοστή και δυσεύρετη άμμο της στα ρηχά και την άπειρη στα άπατα. Με τις πολύχρωμες σημαδούρες που οι μισές από κάτω ήταν γεμάτες μαύρα τριχωτά μύδια. Πιο βαθιά, δεμένα τα σκαφάκια των θαλασσόλυκων γειτόνων. Όταν η θάλασσα ήταν λάδι έφευγαν παρέες παρέες για άλλες παραλίες και επέστρεφαν αργά το μεσημέρι αποκαμωμένοι. Οι υπόλοιποι μέναμε να τους αγναντεύουμε να απομακρύνονταν με τις μηχανές στο φουλ. Σε λίγο η φασαρία και η αναστάτωση σταματούσε και η παραλία συνέχιζε να ζει στους γνωστούς χαλαρούς ρυθμούς της. Έμοιαζε να ήμασταν όλοι μια ωραία ατμόσφαιρα… ΄Εμοιαζε. Όταν είσαι παιδί βλέπεις μόνο εκεί που κοιτάς… όλα τα παιδιά έχουν το ίδιο βλέμμα… Μετά παύουν να είναι παιδιά… Καημένη Ελισάβετ…πόσες αναμνήσεις να έκρυβες πίσω από το πάντα σοβαρό και καθώς πρέπει παρουσιαστικό σου! «Καθώς πρέπει».Τί έκφραση κι αυτή; Να ήταν άραγε μια μάσκα αυτό που βλέπαμε τόσα χρόνια; Πόσο κουραστικό…σκέφτηκα και άρχισα να χαζεύω εμμονικά μια τούφα από τα αλατισμένα αχτένιστα μαλλιά μου. Με κοιτάζει κανείς; Αλλά και να με κοιτάζει σκασίλα μου…
Με μια μάσκα θαλάσσης, αν δεν είχε εκείνο το κύμα που πάντα έφερνε μιά εκνευριστική ανακατωσούρα στον βυθό, έβλεπες ολοκάθαρα τα κοφτερά βραχάκια που έκρυβαν εβέδινους και καφετί αχινούς, ανεμώνες να λικνίζονται νανουριστικά με τα θαλάσσια ρεύματα και μικρά ψαράκια σε ομάδες αλλά και μερικά ξέμπαρκα που περιφέρονταν σαν χαμένα στον βυθό. Όποιος είχε ανάσες έβγαζε και καμιά πίννα. Τώρα που το σκέφτομαι η βασίλισσα ποτέ δεν θα είχε βουτήξει για πίννες… πόσα πράγματα άραγε δεν είχε κάνει ποτέ της; Να το σκεφτόταν ποτέ; Ποιος το ξέρει…και τώρα δεν θα το μάθουμε ποτέ.
Αναζητώ το κινητό μου και γκουγκλάρω « Η πίννα είναι γένος δίθυρων μαλακίων της οικογένειας των Πιννίδων και της τάξης των Ανισομυαρίων. Ζεί στις εύκρατες και τις θερμές θάλασσες . Μοιάζει με τεράστιο μύδι. Το όστρακό της αποτελείται από λεπτά και πλατιά ελάσματα τα οποία είναι ενωμένα στην κορυφή τους ώστε να ανοίγουν και να κλείνουν». Κάπου αλλού γράφει πως είναι απειλούμενο είδος της θαλάσσιας πανίδας. Ωχ. Αν υποψιαστω πως συντέλεσα στη οικολογική καταστροφή του πλανήτη …
Ξέχασαν να γράψουν πως είναι χωμένη τόσο καλά μέσα στην άμμο που έπρεπε να βουτάω και να ξαναβουτάω μέχρι να καταφέρω να την ξεριζώσω ή να πάθω την νόσο των δυτών. Και τώρα που το σκέφτομαι ποιος ο λόγος αφού δεν την τρώγαμε έτσι κι αλλιώς. Στην καλύτερη των περιπτώσεων να κατέληγε -αφού πρώτα την καθαρίζαμε καλά και έπαυε να βρωμάει ψαρίλα- σε κάνα μπώλ με βότσαλα και αχιβάδες. Καλοκαιρινό ντεκόρ σε εξοχικές βεράντες.
Τί τα θες τί τα γυρεύεις. Άλλαξε ο κόσμος, άλλαξαν οι άνθρωποι, άλλαξαν κλειδιά τα σπίτια…ακόμα και η θάλασσά μου άλλαξε και δεν είναι πια δική μου… Αν και κανονικά οι θάλασσα ανήκει στα ψάρια της…αλλά άντε πες το παραέξω αυτό…
Ο καφές έχει όντως γίνει σούπα και ο ήλιος δεν αντέχεται. ΄Ωρα είναι τώρα να πάθω καμιά ηλίαση μόνο και μόνο για να πάρω λίγο χρώμα. Είμαι λευκότατη ακόμα…όχι βέβαια σαν μέλος βασιλικής οικογενείας… Και τι χρώμα δηλαδή να πάρω που πρώτα κοκκινίζω σαν τον αστακό και πάνω που λέω καλά πάμε αρχίζω να ξεφλουδίσω σαν γιαρμάς Βεροίας. Απαπα. Κανένας τριγύρω για να με μαλώσει να φύγω από τον ήλιο(συνήθως η μαμά μου), αλλά μετακινούμαι έτσι κι αλλιώς μαζί με όλη την προίκα μου, καπέλα, τσάντες, νερά, καφέδες, πετσέτες, βιβλία, ένα τάβλι, σαγιονάρες, αντηλιακά, κάτι ρακέτες από το ένδοξο παρελθόν, ένα περιοδικό ξεμαλλιασμένο σαν εμένα και ένα ιδιαίτερο βότσαλο που μάζεψα πιο πριν. Αυτό που νομίζουμε πως βρήκαμε το πιο διαφορετικό βότσαλο σε μια παραλία που ο Θεός δεν έφτιαξε δύο ίδια( τον κόσμο να φέρεις βόλτα), μεγάλη πλάκα όμως. ΄Ετσι και οι άνθρωποι , όλοι ίσοι μέσα στην υπεροχότητα της μοναδικότητάς τους. Ποιός σε χρίζει αυλικό και ποιός βασιλιά δεν το καταλαβαίνω…μόνο ο Χανς Κρίστιαν Αντεσεν θα έπρεπε κανονικά…
Η παραλία έμεινε τελικά μόνο για μένα και τις σκέψεις μου. Μια γυναίκα άφησε τον μάταιο τούτο κόσμο και μάλιστα σε μια ηλικία που όλοι μακαρίζουν. Γεννήθηκε σε ένα μικρόκοσμο που της άνοιξε δρόμους, της έδωσε πλούτο και προνόμια που στους περισσότερους από εμάς μοιάζουν εκτός πραγματικότητας και εκτός εποχής…εζησε καλά και έφυγε με μιαν ανάσα , όπως ακριβώς ήρθε στην ζωή… με μιαν ανάσα. Ο κόσμος όλος γύρω μας την αποχαιρετά όπως επιθυμεί . Άλλος με συγκίνηση, άλλος με αδιαφορία, άλλος με θυμό, άλλος κάνοντας χιούμορ… και γω σκέφτομαι πως μια βασίλισσα πρέπει να ζει μόνο στα παραμύθια.
Είναι ακριβώς η στιγμή που σκέφτομαι πως αν ήμουν η βασίλισσα τώρα κάποιος πρίγκιπας θα εμφανιζόταν πάνω στο λευκό του άλογο και θα μου έφερνε λίγο νερό να μην πάω από αφυδάτωση. Και είναι ακριβώς η στιγμή που ο αγαπημένος μου έρχεται κρατώντας ένα ποτήρι καφέ με μπόλικα παγάκια να κροταλίζουν και δυό μπουκαλάκια νερό μπούζι … Ε, κι εγώ τότε ένιωσα λίγο σαν βασίλισσα! Το να σε σκέφτονται και να σε αγαπούν, να σε νοιάζονται και να σε καταλαβαίνουν, αυτά σε κάνουν βασίλισσα…
Και ζήσαμε εμείς καλά κι αυτοί… καλύτερα. Μπορεί και όχι.