iporta.gr

Μια άδεια καρέκλα, της Ματίνας Ράπτη-Μιληλή

Red wooden chair on gray background

Ματίνα Ράπτη -Μιληλή

Έφυγα. Μια άδεια καρέκλα είμαι πια. Μια γούβα στο παλιό στρώμα από την πλευρά του παραθύρου. Με άφησε να διαλέξω πλευρά και γω του άφησα την πόρτα. Κάποτε το πολύ φως άρχισε να με ενοχλεί. Οι ρυτίδες βάθυναν και στο φως γίνονταν ανυπόφορες.

Ο χρόνος που κυλάει. Δεν τον πολύ φοβήθηκα. Και κείνος με άφησε πολύ εδώ πάνω. Ίσως παραπάνω από όσο έπρεπε. Σε ένα κρεβάτι μοιάζει ατελείωτος. Και την στιγμή που θα κάνεις αυτή την σκέψη αυτός θα γελάσει. Γελάει με τις απλοϊκές μας σκέψεις. Αλλά γελάει από μέσα του, για να μην τον ακούμε. Και τότε μας βρίσκει απροετοίμαστους.

Μακάριοι αυτοί που μπόρεσαν να κλείσουν όμορφα τον κύκλο τους στην γη. Μακάριοι αυτοί που τον άκουσαν. Εγώ όχι. Προσπερνάς τον διάδρομο που οδηγούσε τα βήματα μου στα άλλα δωμάτια. Ένα έμεινε ορφανό. Αυτό που δεν άκουσε ποτέ κλάμα μωρού. Το τραύμα που έμαθα να ζω μαζί του. Που έμαθα να το κρύβω.

Ο χρόνος πάλι. Για μένα μετρούσε για λίγο αντίστροφα και με άφηνε να ελπίζω. Μέχρι που τελείωσε. Είναι και μερικοί χρόνοι που τελειώνουν βλέπεις. Αυτός τελείωσε σε κείνο το δωμάτιο που τελικά το κάναμε βοηθητική τραπεζαρία. Να μας βοηθάει σε τί ακριβώς…

Είναι πολύ αστείο. Πόσο ειρωνικό να έχεις δύο τραπεζαρίες, 18 καρέκλες και καθόλου παιδιά να τις γεμίσουν. Να τις λερώσουν μικρά χεράκια σε παιδικά γενέθλια. Κεφάλαιο στο βιβλίο της ζωής μου. Έκλεισε. Τότε σκλήρυνα. Κι απόμεινα μόνη να στοιβάζω πράγματα. Στο τέλος, να ξέρεις, καταλήγεις με ένα φλυτζάνι, ένα πιάτο, ένα πηρούνι κι όλα τα άλλα μένουν κρυμμένα και σκονισμένα. Μέχρι που ήρθες εσύ και τα έβγαλες από την νάρκη τους. Αναγκαστικά. Άγριο πράγμα. Ευτυχώς υπήρχαν φίλοι και συγγενείς. Κάποιες φορές αυτές οι 18 καρέκλες, οι δύο τραπεζαρίες, τα πιάτα με τα λουλούδια και τα διάφανα σερβίτσια του τσαγιού έβρισκαν τον σκοπό της ύπαρξής τους. Για λίγο. Πολυ παλιά όμως. Τα θυμόμουν αμυδρά και με νοσταλγία που πάντα κατέληγε σε κλάματα. Με πλήγωναν οι απώλειες. Μετά είπα “σιωπή” . Κι έγινε η απόλυτη σιωπή.

Έφταιγα κι εγώ. Τώρα το βλέπω πως έφταιγα εγώ. Μπορεί μόνο εγώ. Μα τί νόημα έχει τώρα; Μέσα στην σιωπή μου σίγουρα θα αναρωτιέσαι τί να τις κάνεις. Τί; Τις τόσες καρέκλες, τα τόσα πράγματα. Το κομοδίνο δίπλα στο κρεβάτι που πάντα χτυπούσα το γόνατο μου, η γυάλινη βιτρίνα στην είσοδο με τα αναμνηστικά από τα ταξίδια, ο καθρέφτης που μεγάλωσα μπρος στα μάτια του. Που με είδε νύφη, γυναίκα, θεία, μόνη ετοιμοθάνατη. Θάμπωνε κι αυτός μαζί μου. Τώρα θα είσαι στο σαλόνι. Ξεφλουδισμένοι τοίχοι, σημαδεμένοι από καρφιά. Τα σημάδια από τα κάδρα που έλειπαν. Τα άφησα στην τύχη τους. Πες το πείσμα, πες το θυμό, πες το χαζομάρα, τσιγγουνιά. Όλα μαζί. Μια μπαλκονόπορτα, ένα, δύο, τρία παράθυρα, ένα στενό μπαλκόνι με μια ξεχαρβαλιασμενη τέντα να βλέπει στον δρόμο και έπιπλα, έπιπλα, έπιπλα. Κάποια σκεπασμένα με φρικτά λουλουδάτα καλύμματα, από αυτά που ράβονταν πάνω τους και ρίζωναν σε καναπέδες πολυθρόνες και καρέκλες. Τόσο που κανείς δεν θυμόταν πια την αληθινή τους όψη. Άσκοπο…

Ναι, τώρα μπορώ να το πω. Τα έπιπλα έμειναν σαν καινούργια κάτω από μια μπανάλ υφασμάτινη ζούγκλα για να αναρωτιέσαι τώρα εσύ, να θυμώνεις ίσως, για το πού και πώς θα τα αποθηκεύσεις, μετακινήσεις, χαρίσεις, χρησιμοποιήσεις… Ά -σκο-πο. Το ξύλινο πάτωμα που μέτρησε ατελείωτα βήματα, χαρούμενα και λυπητερά, που σφουγγιξε δάκρυα, χυμένα κρασιά, άντεξε σπασμένα γυαλιά, γρατσουνιές από συρσίματα και γυναικεία τακούνια. Τώρα μοιάζει νεκρό κι αυτό. Όπως και γω.

Σε σκέφτομαι να αναρωτιέσαι τί να κάνεις εκείνον τον μπουφέ, δίπλα στην μπαλκονόπορτα. Θυμάμαι, σε εντυπωσίαζε από μικρό, έτσι πελώριος και επιβλητικός που ήταν. Ένα μικρό μαύρο βουνό γεμάτο μυστικά. Μυστικά κι αγαπημένα πράγματα. Πράγματα που δεν έχουν πια κανένα νόημα. Ακόμη και γω τα τελευταία χρόνια είχα ξεχάσει γιατί είχα τόσα πράγματα. Άπειρα. Να γεμίζουν συρτάρια, ντουλάπια, πατάρια. Στην αρχή με τάξη και σειρά μετά ανεξέλεγκτα και βιαστικά. Σίγουρα θα σπας το κεφάλι σου τί να τον κάνεις. Τον μπουφέ και όλη την ξύλινη ζωή μου. Σε φαντάζομαι να κλαίς για μένα. Το ξέρω πως θα κλαίς για μένα. Αλλά μην το κάνεις. Ίσως δεν μου αξίζει. Με τον τρόπο μου δεν σε αγκάλιασα όπως θα ήθελες. Όπως θα σου άξιζε. Και σε στεναχώρησα, σε αδίκησα, δεν σου στάθηκα. Έγινα μια ξένη. Το ομολογώ. Κι ας μην μπορώ να στο πω πια.

Στύλωσα τα πόδια μου, τα αδύναμα πόδια μου σε κείνο το ξύλινο πάτωμα και γραπώθηκα, νόμιζα, από την ζωή. Τώρα καταλαβαίνω πως μόνο να αναπνέω ήξερα. Να μην χάνω ανάσα, αλλά η ζωή, η αληθινή ζωή είναι άλλο πράγμα. Είναι αγάπη, νοιάξιμο. Είναι η χαρά που παίρνεις όταν δίνεις. Είναι το ξαλάφρωμα της καρδιάς από τα βάρη, η ειλικρίνεια, η αγκαλιά, ένα χαμόγελο. Κι αυτά φαίνεται, δεν ήξερα ούτε να τα παίρνω αλλά ούτε και να τα δίνω. Τουλάχιστον όχι σε σένα. Αν γύριζα τον χρόνο πίσω θα είχα μαλώσει με κείνον τον βαρύ μπουφέ. Θα τον είχα βγάλει από την λίστα των αγαπημένων και στην λίστα μου θα έβαζα ανθρώπους. Μόνο ανθρώπους. Θα έβαζα εσένα που τώρα πελαγώνεις ανάμεσα σε γουβιασμενες καρέκλες, κομοδίνα, ντουλάπες με βουνά ρούχων, κουζινικα μιας άλλης εποχής και άπειρες σακούλες με άχρηστα μικροπράγματα. Τα απομεινάρια της δικής μου ζωής; Φωτογραφίες στον μπουφέ. Αυτό έγιναν οι άνθρωποι για μένα. Είτε ζούσαν είτε όχι. Και το αστείο είναι πως δεν κατάλαβα πότε έγινε όλο αυτό. Πότε έκλεισε αυτή η παλιά ξύλινη πόρτα και άφησε στην άλλη πλευρά την αληθινή ευτυχία. Την χαρά, το γέλιο, την αγάπη.

Τώρα το τίμημα πληρώθηκε. Έφυγα. Είμαι κάπου αλλού. Ποιος ξέρει πού. Ελπίζω τουλάχιστον να μην ήταν αυτό όλο κι όλο το ταξίδι. Στα παλιά μου έπιπλα όμως, αυτό το ξέρω, δεν άφησα την ψυχή μου. Αυτή σου μιλάει τώρα. Και δεν είναι εκεί μέσα, στο παραμελημένο σπίτι που σου άφησα. Αυτήν την πήρα μαζί μου. Εκεί μέσα, στο σκονισμένο προικώο μου, άφησα μόνο το αποτύπωμα μου. Μια πατημασιά στο χιόνι. Όταν έρθει το καλοκαίρι δεν θα υπάρχει πια τίποτα από μένα. Γι’ αυτό και μετανιώνω . Που δεν κατάλαβα νωρίτερα πως το χιόνι θα λιώσει αργά ή γρήγορα και πρέπει από κάτω να υπάρχει αφράτο καθαρό χώμα για να βγουν πάλι τα λουλούδια. Να με σκέφτονται με ένα χαμόγελο και να τους λείπω. Έστω λίγο. Φοβάμαι όμως πως μαζί με τον ασήκωτο μπουφέ, που μεταξύ μας δεν προορίζονταν καν για σένα, άφησα και μια γη γεμάτη πέτρες. Μια άγονη γη που δεν θα φυτρώσει τίποτα πάνω της.

Και τί δεν θα έδινα τώρα για ένα τσιγάρο, μια στιγμή στην θάλασσα, μια παγωμένη μπύρα κατακαλόκαιρο κι ένα χτύπημα στην ξύλινη πόρτα. Να ανοίξω, πατώντας σταθερά στα δύο μου πόδια, κι από πίσω να με περιμένει η αληθινή ζωή που έκλεισα κάποτε απ’ έξω.