iporta.gr

Η μυθοπλασία της Τίτσας Πιπίνου και το συγγραφικό της έργο σε μια αυθόρμητη συνέντευξη, της Γεωργίας Ζακοπούλου

 Η Γεωργία Ζακοπούλου είναι Μεταφράστρια

Ακολουθεί η ομιλία της κας  Γεωργίας Ζακοπούλου, όπως παρουσιάστηκε στις 28 Σεπτεμβρίου 2019 τιμώντας την Τίτσα Πιπίνου για το συλλογικό της  έργο στη Λογοτεχνία με αφορμή το τελευταίο της βιβλίο “Το κορίτσι του Αλεσάντρο” από τις εκδόσεις Κλειδάριθμος. ΕΔΩ περισσσότερα

 

Κύριες και Κύριοι, αγαπητές φίλες και φίλοι, καλησπέρα.

Σας ευχαριστώ όλους πολύ που είστε απόψε κοντά μας, και ιδιαιτέρως ευχαριστώ την κυρία Τίτσα Πιπίνου που με εμπιστεύτηκε να κουβεντιάσουμε απόψε μαζί για το νέο της βιβλίο αλλά και για συγγραφικό της έργο και τις σκέψεις της για τη λογοτεχνία.

Γνώρισα την Τίτσα Πιπίνου πρώτα απ’ τα βιβλία της: Τέσσερις μέρες του Μάρτη, Για να θυμάσαι τη Λοΐδα, Ονειροπαγίδα, Γυναίκα της σκιάς, ορισμένοι από τους τίτλους τους, κι ύστερα η τύχη το ’φερε να γίνουμε φίλες. Οπότε ένιωσα μεγάλη χαρά όταν μου πρότεινε να συμμετέχω στην παρουσίαση του νέου βιβλίου της, αμέσως όμως άρχισαν να με βασανίζουν ένα σωρό ερωτήματα:

Πώς να συνομιλήσει κανείς με μια σύγχρονη συγγραφέα, χωρίς να παγιδευτεί απ’ όσα την σκηνοθετούν στο μυαλό εκείνων που βλέπουν το όνομά της στο εξώφυλλο ενός βιβλίου;

Σε ποιο περιβάλλον να τοποθετήσεις το πρόσωπο και το έργο της;  Στην αντανάκλαση των βιωμάτων και των αναμνήσεών της, στο δέσιμο με τον τόπο της; Ή στη βαθιά σχέση της με την λογοτεχνία, με τα άπειρα διαβάσματά της;

Ή μήπως στις κοινωνικές και πνευματικές ανησυχίες της για την εποχή που αλλάζει ραγδαία με την τεχνολογία, για την πόλη της, την πόλη της Ρόδου που βλέπει τον εαυτό της να αυξομειώνεται και να αναβοσβήνει στον ρυθμό των τουριστικών αφίξεων;

Πώς επιτυγχάνει η συγγραφέας αυτή την ποιότητα ενσυναίσθησης  όσων νιώθουν, σκέφτονται ή/και κρύβουν οι πρωταγωνίστριες και οι ήρωες των μυθιστορημάτων της;

Ποιο νήμα την συνδέει ψυχικά με τις ιστορικές συνθήκες που ξαναχτίζει με την γραφή της;

Δεν πάει πολύς καιρός, τρεις μήνες όλοι κι όλοι, που βρεθήκαμε και πάλι εδώ για να διαβάσουμε αποσπάσματα από το ημερολόγιο του Ελβετού εθνομουσικολόγου Σαμουέλ Μπω-Μποβύ που είχε ταξιδέψει το 1930 στα Δωδεκάνησα για να καταγράψει το δωδεκανησιακό δημοτικό τραγούδι, και είδαμε μέσα από τα δικά του μάτια πώς κυλούσε η ζωή τα χρόνια της Ιταλοκρατίας.

Απόψε, όμως, έχουμε τη μεγάλη χαρά να κρατάμε στα χέρια μας ένα σπουδαίο βιβλίο που μας ταξιδεύει πίσω στο χρόνο, σε κείνη πάλι την εποχή, μόνο που αυτή τη φορά παρακολουθούμε βήμα το βήμα τις ιστορίες της Άννας και του Αλεσάντρο Κοριάντο, της Περσεφόνης και του Θεμιστοκλή, της Φραγκίσκης και του Ανδρέα Μοράρη, του γιατρού Ρόσι και του λοχαγού Βιτόριο Κολόνα, της μαντάμ Φλώρας, του φαρμακοποιού Μαρή Κομνηνού, της Βερονίκης και του Ντάριο Σολταρέλι, τόσων προσώπων βγαλμένων από την πένα της Τίτσας Πιπίνου που με συναρπαστική δεξιοτεχνία αναπλάθει με κάθε λεπτομέρεια και αριστοτεχνικό τρόπο τη Ρόδο της ιταλοκρατίας και σκιαγραφεί με ευαισθησία τον εσωτερικό κόσμο των χαρακτήρων της. Τόσοι χαρακτήρες, ο καθένας με τη δική του συχνά μοναχική ιστορία, και η μυθοπλασία να υπεισέρχεται στην Ιστορία (με Ι κεφαλαίο) που η Τίτσα Πιπίνου φρόντισε με περισσή επιμέλεια να μελετήσει και να μας τη μεταφέρει με ανατριχιαστικές συχνά λεπτομέρειες.

Η μυθοπλασία της Πιπίνου διαλέγεται με την Ιστορία με τον δικό της τρόπο και συγγράφει μια φαντασιακή βιογραφία. Δεν υπαινίσσεται την Ιστορία, την κυριολεκτεί. Δεν επινοεί μια φανταστική ερωτική ιστορία, την βιογραφεί ως συγγραφέας, επομένως την δημιουργεί στο φαντασιακό της.  Δεν περιορίζεται στους δυο ερωτικούς πρωταγωνιστές, αλλά περιπλέκει τα πορτραίτα και τις βιογραφίες συγγενών και φίλων τους. Αλλοίμονο, ευρωπαϊκός νότος είμαστε και μάλιστα κλειστή, νησιωτική κοινωνία. Χωρίς την οικογένεια και τη γειτονιά σε πρωτεύοντα ρόλο, δεν υπάρχουν ερωτικές ιστορίες.

Εδώ όμως, στον ευρωπαϊκό νότο, ο ζυγός είναι διπλός και τριπλός. Ιταλική κτήση, αγγλική απειλή, γερμανική κατοχή, συμμαχική απελευθέρωση, ενσωμάτωση στην πατρίδα. Μαζί με τις οικογένειες που πρέπει να εγκρίνουν ή να σιωπήσουν και τη γειτονιά που πρέπει να μην μάθει και βάλει λόγια, υπάρχει και ο κατακτητής και ο πόλεμος.

Ένα βαρύ ντεκόρ που κάνει τους ήρωες να επινοούν  τον  δικό τους τρόπο για να αντέξουν, να επιβιώσουν, να νιώσουν τα ανθρώπινα και τα ερωτικά.  Όπως η συγγραφέας επινοεί τους ήρωές της, έτσι και οι ήρωες επινοούν τους τρόπους τους. Ή, καλύτερα οι αντι-ήρωες. Διότι δεν πρωταγωνιστούν, δεν ανταγωνίζονται την Ιστορία, γράφουν μέσα της τις δικές τους ιστορίες. Φαντασιακές μέσα στις αληθινές, όπως η ερωτική ιστορία της πρωταγωνίστριας με τον Αλεσάντρο μέσα στο ντεκόρ ενός συμβατικού γάμου, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται αν η ηγεμονία του στερεότυπου που φαίνεται να κυριαρχεί αδυσώπητα είναι τελικά ένα υπαινιγμός ήττας ή μια εκδοχή αντιηρωικής αντίστασης.

Η ιστορία μας αρχίζει τον Οκτώβριο του 1936, στα ιταλοκρατούμενα Δωδεκάνησα όταν η δεκαεπτάχρονη Άννα, για να ξεφύγει από το ζοφερό μέλλον που έχει προδιαγράψει γι’ αυτήν η αυστηρή γιαγιά της και οι προκαταλήψεις της, φεύγει από το μικρό νησί της με προορισμό τη Ρόδο. Παρακολουθώντας τον εξαιρετικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας ξεδιπλώνει την ψυχοσύνθεση της μικρής Άννας, αυτού του ανήσυχου και ασυμβίβαστου πνεύματος, θα ήθελα να ξεκινήσουμε τον διάλογό μας από εκεί.

Οι ηρωίδες αλλά και ήρωες των ιστοριών σου φαίνεται να ζουν σ’ ένα ασφυκτικά καταπιεστικό και πνιγηρό περιβάλλον, κι ωστόσο καταφέρνουν να αναπτύσσουν μια ευαισθησία και μια δύναμη που τους ελευθερώνει.

Τι είναι αυτό που τους κάνει να τολμούν, να βγαίνουν από τα στερεότυπα, ειδικά εκείνα που περιορίζουν αόρατα αλλά σκληρά, ακόμα και σήμερα, τις επιλογές μιας νέας γυναίκας σε μια νησιωτική πόλη;

Μιλάμε για γυναίκες, καμιά φορά νέα κορίτσια, που ζουν εκείνα τα δύσκολα χρόνια μέσα στη φτώχεια και την κοινωνική και οικογενειακή καταπίεση. Οι περισσότερες υποτάσσονται χωρίς αντίσταση θεωρώντας το σωστό ή έστω μοίρα, υπάρχουν όμως και οι πιο ανήσυχες αυτές που δεν θέλουν να περάσει η ζωή τους χωρίς να τη ζήσουν και αυτές κάνουν τη μικρή τους επανάσταση, γιατί επανάσταση για την εποχή ήταν να εγκαταλείψουν το νησί τους ψάχνοντας καλύτερες ευκαιρίες αλλού. Είναι αυτό ακριβώς το περιβάλλον που τις κάνει να θέλουν να αποδράσουν.

Πώς γεννιέται ένα μυθιστόρημα, από πού αντλείς το υλικό του, πού και πώς παγιδεύεις τις ιδέες σου.

Όταν ξεκινάς να γράφεις έχεις όλη την ιστορία στο μυαλό σου και προχωράς προς τον στόχο σου ή αφήνεσαι να σε πάει το κείμενο σε άγνωστες κατευθύνσεις. Πώς ξεκίνησες να γράφεις «Το κορίτσι του Αλεσάντρο».

Αν έψαχνε κανείς στα χαρτιά σου -ή στον υπολογιστή σου- θα έβρισκε προσχέδια των μυθιστορημάτων σου; Θα μπορούσε να παρακολουθήσει την πορεία σου προς το τελικό κείμενο;

Πόσο σημαντικό κομμάτι της δουλειάς ενός συγγραφέα είναι το σβήσιμο;

Ένα μυθιστόρημα μπορεί να γεννηθεί από μια ιστορία που έχω ακούσει, μία είδηση στην εφημερίδα, μια εικόνα οτιδήποτε αρκεί να αγγίξει κάτι μέσα μου βαθιά θαμμένο που και εγώ δεν μπορώ να εξηγήσω. Έχω γράψει βιβλίο, ένα από τα πιο αγαπημένα μου, το «Για να θυμάσαι τη Λοΐδα» από ένα μικρό μονόστηλο μιας εφημερίδας.

Ποτέ δεν έχω όλη την ιστορία στο μυαλό μου όταν ξεκινώ να γράφω, είναι η ιστορία και οι ήρωες που με οδηγούν σιγά σιγά προς την ολοκλήρωση του. Συμβαίνει να έχω σχεδιάσει άλλα για αυτούς, αλλά αυτοί έχουν άλλα σχέδια για τον εαυτό τους. Είναι αυτό που λέμε οι ήρωες αυτονομούνται. Την ίδια έκπληξη που νιώθουν οι αναγνώστες όταν το διαβάζουν νιώθω και εγώ όταν το γράφω και συμβαίνει αυτό.

Αν κάποιος έψαχνε στον υπολογιστή μου δύσκολα θα έβγαζε άκρη για το πώς γράφω. Ανοίγω πολλά έγγραφα τα οποία στο τέλος συνενώνω σε ένα ενιαίο βιβλίο.

Όσο για το σβήσιμο είναι αρκετά σημαντικό στη δουλειά μας.

Στην εισαγωγή του βιβλίου σου «Για να θυμάσαι τη Λοΐδα» έγραφες:

Διακλαδίζεσαι λοιπόν κι εσύ λίγο ή πολύ μέσα σε όλους τους ήρωες. Σε αυτούς που έγραψες και σε όσους σκέφτηκες χωρίς ποτέ να πεις κάτι γι’ αυτούς. Είσαι ακόμη μέσα σε αυτούς που θα γεννηθούν στο μέλλον χωρίς τώρα να τους γνωρίζεις.

Πώς είναι η συνύπαρξη με τους ήρωές σου όταν γράφεις το βιβλίο;

Τι απογίνονται οι ήρωές σου όταν το βιβλίο τελειώσει, ποια είναι η σχέση σου μαζί τους;

Κατά τη διάρκεια της γραφής του κουβαλάω τους ήρωες μου, πρωί και νύχτα τους έχω στο μυαλό μου. Ότι προκύψει στη διάρκεια της μέρας που να μου κάνει εντύπωση και ταιριάζει στο κείμενο μου βρίσκω τον τρόπο να το συμπεριλάβω. Ωστόσο όταν τελειώσει αποκόπτομαι ολοκληρωτικά. Είναι εντυπωσιακό και για εμένα όταν λάβω τα τελικά δοκίμια του βιβλίου μου αρκετό καιρό μετά το τέλος της συγγραφής του βιβλίου ότι διαβάζω και εγώ με έκπληξη κάποια από όσα γράφω και δεν θυμάμαι ποιος ήταν ο συνειρμός που τα δημιούργησε.

 Θα ήθελες να μας πεις λίγα λόγια για την ιστορική έρευνα που έκανες προκειμένου να γράψεις Το Κορίτσι του Αλεσάντρο, για όσα άγνωστα σε σένα αλλά και σε εμάς ανακάλυπτες στην πορεία και τι ένιωθες γι’ αυτά.

Υπήρξαν στιγμές που ανακάλυπτες πληροφορίες που σε έφερναν μπροστά στο δίλημμα: τώρα αυτό να το βάλω στο μυθιστόρημα ή όχι, επειδή ίσως να έθιγαν ή να πλήγωναν κάποιους;

Και διευρύνοντας την ερώτηση θα σε ρωτούσα αν η μυθοπλασία χαρίζει στον συγγραφέα την ελευθερία να γράψει ό,τι πραγματικά θέλει ή αν παρόλα αυτά ορισμένες φορές αυτολογοκρίνεται.

Χρειάστηκε πολύχρονη έρευνα για να μπορέσω να γνωρίζω καλά το ιστορικό πλαίσιο που διαδραματίζονται τα γεγονότα του βιβλίου. Ακόμη και όσα δεν αναφέρω, εγώ έπρεπε να τα γνωρίζω καλά. Ανακάλυψα αρκετά άγνωστα σε εμένα γεγονότα, όπως το ναυάγιο του Όρια ένα από τα πιο πολύνεκρα παγκοσμίως με περισσότερους από 4.000 νεκρούς όλοι Ιταλοί αιχμάλωτοι που τους επιβίβασαν στη Ρόδο. Φυσικά και πολλά άλλα, κάποια αναφέρονται στο βιβλίο, όπως πόσο απροετοίμαστοι ήταν οι Ιταλοί για τον πόλεμο.

Δεν αντιμετώπισα δίλημμα αν θα έφερνα σε δύσκολη θέση κάποιους γιατί οι ήρωες μου είναι φανταστικοί. Δεν μιλώ για τα ιστορικά πρόσωπα βέβαια που πρέπει να γράψεις για αυτά όσο μπορείς αντικειμενικά.

Στη γραφή υπάρχει αυτολογοκρισία ως ένα βαθμό, αλλά ένα από τα γοητευτικά της γραφής είναι η μεγάλη ελευθερία που σου δίνει.

Το σκηνικό στο οποίο συνηθίζεις να τοποθετείς τα βιβλία σου είναι ένα νησί. Πόσο σημαντικός είναι για σένα ο τόπος όπου ξετυλίγονται οι ιστορίες σου. Πιστεύεις ότι ο τόπος επηρεάζει τους χαρακτήρες του;

Ο τόπος είναι πολύ σημαντικός για τη ψυχοσύνθεση των ηρώων, όπως και η εποχή. Αν οι ήρωες μου ζούσαν σε μία μεγάλη πολιτεία δεν θα συνέβαιναν όσα συνέβησαν τότε. Το ίδιο ισχύει και για εμάς όλους, ο τόπος μας διαπλάθει όπως μας διαπλάθει.

Παρακολουθώντας τη συγγραφική σου πορεία υπάρχουν θέματα που φαίνεται να σε απασχολούν πολλά χρόνια τώρα, ηθικά διλήμματα που κεντρίζουν συχνά την πένα σου, εμμονές που αναπαράγονται. Θα ήθελες να μας πεις δυο λόγια γι’ αυτό.

Πιστεύεις ότι η ίδια συγγραφή είναι μια εμμονή; Κάποτε διάβασα σε μια συνέντευξη ενός συγγραφέα, που λόγω ασθένειας είχε περάσει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα δίχως να μπορεί να γράψει, ότι ένιωθε πως η λευκή σελίδα στη γραφομηχανή του λιγάκι τον κατηγορούσε, σαν να τον ενοχοποιούσε η σιωπή της. Το νιώθεις ποτέ αυτό;

Υπάρχουν εμμονές κυρίως στη θεματολογία του κάθε συγγραφέα. Γι’ αυτό υπάρχουν θέματα που μας συγκινούν και κάποια άλλα όχι. Και η συγγραφή είναι μια εμμονή, όπως όλες οι τέχνες χωρίς αμφιβολία.

Όταν περνάνε διαστήματα που δεν γράφω σίγουρα νιώθω ενοχή, εκτός του ότι όταν γράφω ένα βιβλίο περνώ πριν από όλους καλά εγώ!

 Κοιτάζοντας σήμερα προς τα πίσω θα έλεγες πως υπάρχει μια γέφυρα που ενώνει τα βιβλία σου;

Ειδικά το πρώτο βιβλίο μου η «Γυναίκα της Σκιάς» και το τελευταίο μου «Το κορίτσι του Αλεσάντρο» ενώνονται με μια γέφυρα, όπως ακριβώς το λες. Μιλάνε για μία τρίτη κόρη μιας οικογένειας και τα δύο. Είναι κορίτσια που η οικογένεια τα έχει κατατάξει στα αζήτητα αλλά ενώ στο πρώτο η ηρωίδα μου δέχεται τη μοίρα της αδιαμαρτύρητα, στο «Κορίτσι του Αλεσάντρο» αντιδρά δημιουργώντας κραδασμούς στο εσωτερικό της οικογένειας της.