Κωστής Α.Μακρής (συγγραφέας-γραφίστας)
Γιατί ταΐζω τα σπουργίτια;
Γιατί ταΐζω τα σπουργίτια;
Δεν ξέρω.
Αυτή είναι η απάντηση στην ερώτηση «Γιατί ταΐζεις τα σπουργίτια;» που θέτω στον εαυτό μου όποτε τρίβω λίγο ψωμί σε μικρά ψίχουλα για να φάνε τα σπουργίτια που μαζεύονται εκεί κοντά που τρώμε.
Τρίβω λοιπόν το ψωμί ή το κουλούρι ή το μπισκότο του καφέ σε μικρά κομμάτια, πολύ μικρότερα από τα μεγέθη που είναι κατάλληλα για τα θρασύτατα χοντροπερίστερα ή τις τολμηρές και μοναχοφαγούδες δεκοχτούρες.
Λέω (και γράφω), «τρώμε» κι όχι τρώω επειδή σπάνια βρίσκομαι μόνος μου σε εξωτερικό χώρο, ταβέρνα, καφενείο, εστιατόριο ή πάρκο, εκεί δηλαδή όπου συνήθως μαζεύονται σπουργίτια κι άλλα αστικά και σχετικώς εξοικειωμένα με την ζητιανιά και τον παρασιτισμό πτηνά, όπως συναθροίζονται στα άστεα και αρκετοί άνθρωποι που, ανήμποροι να πετάξουν με τα δικά τους φτερά ―με την λογική, για πολλές και πολλούς, δικαιολογία ότι οι άνθρωποι δεν έχουν φτερά― αξιοποιούν ποικιλοτρόπως την συμπόνια των χορτάτων, των πιο τυχερών ή συναισθηματικά πιο ευάλωτων συνανθρώπων τους.
Και μετά το απολύτως Σωκρατικό «δεν ξέρω» που διάλεξα σαν πρώτη απάντηση στο ερώτημα ««Γιατί ταΐζεις τα σπουργίτια;» θα προχωρήσω και σε άλλες απαντήσεις.
Διότι μπορεί μεν ο Σωκράτης να ρούμπωσε όλους τους πριν και μετά από αυτόν σοφούς με εκείνο το «Εν οίδα ότι ουδέν οίδα» (= ένα ξέρω ότι τίποτα δεν ξέρω) και να πήρε ακόμα και της Πυθίας την σύμφωνη γνώμη πως είναι σοφότερος απ’ όλους τους ανθρώπους ―αφού είχε επίγνωση της άγνοιάς του―, αλλά δεν είπε ποτέ όλη την αλήθεια καθώς ήξερε (κατά τον Πλάτωνα και άλλους) να μιλάει καλά ελληνικά, κάτι πολύ δύσκολο για πολλούς συμπατριώτες μας (δημοσιογράφους, πολιτικούς και άλλους) ακόμα και σήμερα, και τα σανδάλια του να ήξερε να δένει, και τον χιτώνα του να τυλίγει γύρω από το σώμα του και να τρώει ήξερε και να ξεχωρίζει, όπως και ο Ηρακλής, τον δρόμο της Αρετής από εκείνον της Κακίας ―αυτό κι αν ήταν και είναι δύσκολο!―, και λιθοξόος ήταν και, τέλος πάντων, ήξερε πολλά από αυτά που καθιστούν έναν άνθρωπο σχετικά ικανό να αντιμετωπίζει με επάρκεια και σχετική αυτονομία τις καθημερινές ανάγκες της ζωής.
Οπότε, όταν κι εγώ λέω ότι δεν ξέρω για ποιον λόγο ταΐζω τα σπουργίτια, δεν λέω όλη την αλήθεια. Ή, μάλλον, δεν αποκαλύπτω όλα αυτά που υποθέτω ότι με ωθούν να ταΐζω τα σπουργίτια αλλά ούτε και τις εικασίες που κάνω επ’ αυτού του θέματος· το οποίον κακώς δεν έχει απασχολήσει μέχρι σήμερα τον Ο.Η.Ε., μια Σύνοδο των Κρατών Μελών του ΝΑΤΟ, της Ε.Ε. ή του G20.
Γιατί, λοιπόν, ταΐζω τα σπουργίτια;
Και δίνω, δίχως αξιολογική σειρά, ένα πλήθος απαντήσεων που καμιά από αυτές δεν ισχύει αντικειμενικά:
- Μου αρέσει να τα βλέπω να τσιμπολογάνε τα ψίχουλα.
- Μπορώ να το κάνω.
- Δεν πεινάω τόσο που να θέλω να πιάσω ένα σπουργίτι να το φάω.
- Νομίζω ότι πεινάνε πολύ και ντρέπομαι να τρώω μόνος μου δίπλα σε ένα πλάσμα που πεινάει πολύ.
- Φαντάζομαι τον εαυτό μου σαν πεινασμένο σπουργίτι.
- Χαίρομαι να τα βλέπω να προσεδαφίζονται δίπλα στα ψίχουλα, να κοιτάζουν καχύποπτα και στην παραμικρή κίνηση ―δική μου ή άλλου ανθρώπου― να φτερουγίζουν μακριά, διδάσκοντάς με ότι όποιος με ταΐζει δεν είναι απαραίτητα φίλος μου.
- Μου αρέσει να κάνω φιγούρα στις παρέες μου εξηγώντας ποια είναι η διαφορά (στο φτέρωμα) ανάμεσα στο πιο φανταχτερό αρσενικό και στο πιο ταπεινόχρωμο θηλυκό σπουργίτι.
- Δηλώνω έμμεσα την οικολογική μου συνείδηση· όσο κι αν συμβαίνει συχνά να την ακυρώνω, όταν ―ταυτόχρονα με το τάισμα των σπουργιτιών και ως γνήσιο αρπακτικό στην τροφική αλυσίδα― τρώω τις τεμαχισμένες και ψημένες σάρκες ενός άλλου συγκάτοικού μου στον πλανήτη.
- Το μάτι του σπουργιτιού έχει μια οξυδέρκεια και μια δύναμη που δεν έχω καταφέρει ακόμα να την αποκρυπτογραφήσω.
- Δεν θυμάμαι να με έχει ποτέ κουτσουλήσει σπουργίτι που τάισα.
Τώρα λοιπόν, αφού έδωσα μερικές αυθαίρετες, ελάχιστα λογικές και επιστημονικά αβάσιμες εξηγήσεις στο ερώτημα «Γιατί ταΐζω τα σπουργίτια;» μπορώ να κλείσω αυτό το ―φαινομενικά άχρηστο σε σχέση με την πολιτική, οικονομική και διεθνή επικαιρότητα― κείμενο με μια δήλωση που έχει την ίδια χρηστική αξία με μια δήλωση ενός υποψήφιου προέδρου λογοτεχνικού συλλόγου περί της υπηρέτησης των στόχων του συλλόγου που φιλοδοξεί να ηγηθεί: Θα συνεχίσω να ταΐζω τα σπουργίτια όποτε, όπως και όπου μπορώ.
Αλλά πριν σας αφήσω να ασχοληθείτε με κάτι πιο ενδιαφέρον ή και πιο χρήσιμο, θέλω να σας ομολογήσω ότι συνειδητά ―ίσως― απέκρυψα την πιο εύλογη (κατ’ εμέ), πιθανή και κοινά αποδεκτή απάντηση στο ερώτημα «Γιατί ταΐζω τα σπουργίτια;».
Και η απάντηση αυτή είναι η εξής: όταν ήμουνα μικρός, μου είχαν (η μαμά μου; ο μπαμπάς μου; η γιαγιά μου; όλοι μαζί;) διαβάσει (ή μπορεί και να το είχα διαβάσει μόνος μου) ένα παιδικό ποίημα για ένα σπουργίτι που κρύωνε μέσα στον χειμώνα, στα χιόνια, στη βροχή και στο χαλάζι, και δεν έβρισκε να τίποτα να φάει.
Και είχα τόσο πολύ συμπονέσει εκείνον τον κρυωμένο και νηστικό σπουργίτη…
Νομίζω ότι γι’ αυτό ταΐζω μέχρι και σήμερα τα σπουργίτια.
Κωστής Α. Μακρής
29 Ιουνίου 2022