Χρήστος Μαγγούτας
Έτυχε να μπω στη Νομική Αθήνας το 1967 και έφαγα όλη τη χούντα στην μούρη – και όχι μόνο. Δε θέλω να γράψω για τον εαυτό μου, αυτές είναι δικές μου προσωπικές στιγμές.
Αλλά καθώς τα πράγματα διαστρεβλώνονται θα πω μόνο μερικές εμπειρίες.
Από χαφιέδες άλλο πράμα. Τους ξέραμε και όταν γινόταν πολύ γνωστοί, έστελναν άλλους.
Μερικούς τους άφηναν για να μας τρομάζουν. Συχνά στην πόρτα της πολυκατοικίας μου υπήρχε ένας χαφιές, πάντα ο ίδιος. Σιγά μήπως δε ήξεραν πού μένουμε, απλά ήθελαν να μας τρομάζουν. Στην επόμενη πολυκατοικία (Παπαναστασίου και Κόρακα) έμενε ο Γιάννης Ρίτσος.
Ο χαφιές πότε στη μια, πότε στην άλλη είσοδο, ο ίδιος πάντα. Κι ο αρχιβασανιστής Καλύβας μας έπαιρνε τηλέφωνο: «Θα φιλοξενήσουμε το συγκάτοικό σας για λίγες μέρες, φέρτε του καμιά κουβέρτα». Κι όταν ερχόταν μετά από μια βδομάδα τον είχαν καταντήσει φυτό από τα τσιγάρα που έσβηναν στο σώμα του. Και η Όλγα που πέρασε ανατριχιαστικά βασανιστήρια. Δεν ξέρω γιατί μετά πούλησε την ψυχή της στο διάβολο, δεν είμαι ούτε Γκαίτε, ούτε ψυχολόγος.
Και ασφαλώς μέσα στο Πολυτεχνείο υπήρχαν πολλοί χαφιέδες, και σκόρπιζαν ανοιγμένα στεγνά προφυλακτικά για να φωτογραφηθούν την άλλη μέρα για τα σεξουαλικά όργια που δήθεν είχαν συμβεί.
Αλλά δεν ήταν οι χαφιέδες που από την εξέγερση στη Νομική το Μάρτη ως το Νοέμβρη του 1973, όπου κι αν βρισκόσουν στο κέντρο της Αθήνας ένοιωθες τη γη να τρέμει από τις ιαχές «Έξι χρόνια αρκετά, δε θα γίνουνε εφτά».
Ναι ήμασταν ασυντόνιστοι και κάθε σχολή ενεργούσε ανεξάρτητα, εκτός από σπάνιες περιπτώσεις, όπως στο Πολυτεχνείο. Και πώς θα μπορούσε να γίνει αλλιώς χωρίς δυνατότητα επικοινωνίας σε μια εποχή που όλα τάσκιαζε η φοβέρα;
Τελικά (για να μπούμε στην ερώτησή μας) υπήρξε ποτέ «Γενιά του Πολυτεχνείου»; Υπήρξαν 50,000 το πολύ 100,000 άτομα, φοιτητές, σπουδαστές, μαθητές και κάποιοι μεγαλύτεροι σε ηλικία, ανάμεσα σε 10 εκατομμύρια που σφύριζαν αδιάφορα και είχαν, όπως πάντα οι μάζες την αρχή: «Η χούντα, οι Γερμανοί, ο Σουλτάνος δε σε πειράζουν αν δεν τους πειράξεις». Ας μη χρεώνουμε στην ανύπαρκτη «Γενιά του Πολυτεχνείου» την αποτυχία της μεταπολιτικευτικής Ελλάδας που είναι ευθύνη όλου του λαού. Δεν ήταν οι 50 ή 100 χιλιάδες αυτοί που εξέλεγαν τις κυβερνήσεις, ήταν 7 εκατομμύρια εκλογείς.
Δυστυχώς αυτοί που είχαν πάρει μέρος λερώθηκαν τελικά από τους λίγους που χρησιμοποίησαν τη συμμετοχή τους στην εξέγερση για πολιτική ανέλιξη και πλουτισμό. Κι αυτό είναι άδικο: για το νέο που ήταν στην πόρτα του Πολυτεχνείου όταν τη χτύπησε το τανκ και έμεινε ανάπηρος και αναγκάστηκε να ξενιτευτεί γιατί η Ελλάδα δεν το σήκωνε πια. Και για τις χιλιάδες που βασανίστηκαν. Και για τους νεκρούς. Και για πολλούς που πήγε η ζωή τους χαράμι γιατί εγκατέλειψαν τις σπουδές τους.
«Από την ιερή οργή γεννιέται πάντα ένα νέος κόσμος». Μόνο που αυτός ο κόσμος μπορεί να μην έχει τίποτα κοινό με τις ελπίδες και τα όνειρα των ανθρώπων της εξέγερσης. Γιατί θα μπει στη μέση η ως τότε αδρανής και αδιάφορη μάζα του λαού που θα καθορίσει τα κριτήριά της για το νέο κόσμο, όπως το είδαμε και σε άλλες εξεγέρσεις ή επαναστάσεις το παρελθόν.
Κι αν γίνει και τώρα ένα Νέο Πολυτεχνείο η μοίρα του θα είναι η ίδια αν ο πολύς λαός δε μάθει να σκέφτεται αλλιώς.
Αυτός που λέει ότι είναι «απολιτικός» είναι ο πιο πολιτικός από όλους. Γιατί στον καναπεδάκια στηρίζονται οι κυβερνήσεις, όχι στο 5-10% που αγωνίζεται για μια καλύτερη κοινωνία.
Οι εξεγέρσεις ξεκινούν από μια μικρή μειοψηφία αλλά για να πετύχουν πρέπει τις αρχές τους να τις ενστερνιστεί ένα μεγάλο τμήμα του λαού. Κι αυτό δεν έγινε με το Πολυτεχνείο, όπου η αρχή του «Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία» πέρασε στο λαό ως «Θέαμα, Αντιπαιδεία, Ασυδοσία».