iporta.gr

Χνάρια περαστικών σκύλων, του Μανώλη Δημελλά

 

 

 

 

 

 

 

Μανώλης Δημελλάς 

 

 

 

 

 

 

Όλη η γειτονιά είχε συνηθίσει τη μικρή παραξενιά του, μα τι ιδιοτροπία ήταν κι αυτή! Βρέξει χιονίσει καθόταν ατέλειωτες ώρες στο ίδιο παγκάκι, σα να αγνάντευε τα ξέφτια απ´τα τσιμέντα ή να μετρούσε πόντο πόντο τα μαυρισμένα λούκια των πολυκατοικιών.

 

Πάντα στεκόταν μοναχός, με τα χέρια ακίνητα, σταυρωμένα, έτσι που θα νόμιζες πως χανόταν στο λαβύρινθο του μυαλού του, χωμένος σε ένα σωρό ακατάστατες και σκοτεινές σκέψεις μοναξιάς που άφηναν στάχτες πάνω σε αδύναμους νευρώνες.

 

Μεσήλικας, ήταν δεν ήταν εξηντάρης, καλοζωισμένος, αφού φαινόταν πως είχε το τρόπο του. Ήταν βλέπεις εκείνη η ψιλή κληρονομιά, αυτή γέμιζε κάθε μήνα το πορτοφόλι. Όχι τίποτε σπουδαίο, μα στην αναβροχιά και τη γκρίνια της αψιλίας, τα νοικάκια της μακαρίτισσας θείας έμοιαζαν με Θεόσταλτα δώρα.

 

Περνούσε ο καιρός κι εκείνος ήταν πάντα καμπουριασμένος και στην ίδια θέση, σα καρφωμένος πάνω στο ξεχαρβαλωμένο ξύλινο παγκάκι, στα δυο κακόμοιρα σανίδια που δεν εγνώρισαν ποτέ για συντροφιά μια πλάτη.

 

Άραγε τι μπορεί να παρακολουθούσε με τέτοια αγωνία;

 

Μια κουτσομπολάρα γειτόνισσα επιτέλους βρήκε ρόλο, κρύφτηκε πίσω από τις κλειστές κουρτίνες, φέρμαρε και θα παρακολουθούσε λοιπόν αυτόν το τύπο, θα ξετρύπωνε τα μυστικά, όλα του τα χαϊρια!

 

Τζίφος, κρίμα δεν υπήρχε μύθος. Δεν ήταν μυστικός ασφαλίτης, ούτε καν ένας πρόστυχος σάτυρος που έδινε τα πονηρά του ραντεβού κάπου στα κρυφά.

 

Στη μικρή υπερυψωμένη πλατεία οι ίδιοι σκύλοι σουλάτσαραν πάνω κάτω και έκαναν δεμένοι τις ανάγκες τους, όσο για τα αφεντικά τους, εκείνοι που είχαν τη βιασύνη του φυγά, ούτε που πρόσεχαν τον ίδιο τύπο καθισμένο στο παγκάκι.

 

Οι υπόλοιποι, οι πιο χασομέρηδες, ήδη είχαν γίνει φίλοι μαζί του.

 

Μα τι κάθεσαι και κοιτάς; που χάνεσαι τόσες ώρες;

 

Τον ρωτούσαν με ειλικρινέστατη και αφοπλιστική απορία.

 

Για κοίτα, εκεί τη μοναχική γριούλα στον 1ο, το καινούριο ζευγαράκι του 2ου και στα πιο ψηλά, στον 3ο ή 4ο, όπου φτάνει και τρυπώνει το βλέμμα, τις φαμίλιες που μπαινοβγαίνουν από τα δωμάτια.

 

Μέσα από τα ανοιχτά παράθυρα έκλεβε ζωές ανθρώπων, πρώτα διάλεγε το στόχο κι ύστερα ξεσήκωνε λεπτομέρειες από τους χώρους. Κουζίνες, σαλόνια και γραφεία κι αν μάλιστα στην πρόσοψη υπήρχαν υπνοδωμάτια, μα τότε δεν έχανε επεισόδια. Δεν τον ενδιέφερε να ακούει τις φωνές τους, δεν ήθελε να μάθει λεπτομέρειες, ούτε τις αλήθειες τους.

 

Στεκόταν στις κορνίζες με ασπρόμαυρες φωτογραφίες, μα δεν ξεχώριζε τα πρόσωπα! Στα ζωγραφιστά κάδρα, στα παλιομοδίτικα ή μοντέρνα και πιο χοντροκομμένα σαλόνια, έπειτα έβγαζε τα δικά του συμπεράσματα. Όσο λιγότερα μπορούσε να διακρίνει ήταν καλύτερα!

 

Μετρούσε τις σιωπές και προτιμούσε το φως που ξερνούσε μια ξεχασμένη ανοιχτή οθόνη, έπειτα λογάριαζε κι έστηνε θεατρικές κουβέντες, ταξίδευε μέσα στις άπειρες πιθανότητες. Κάθε φορά διάλεγε ένα διαφορετικό παραμύθι, το ξεζούμιζε και προχωρούσε στο επόμενο. Δεν ήταν δύσκολο, δεν μοίραζε τίποτε και σε κανέναν.

 

Τα ανοιχτά παράθυρα ήταν οι πιο αυθεντικές, οι αληθινές τηλεοπτικές οθόνες, μόνο που δεν είχαν πλάτος, δε βαριέσαι είχαν ύψος. Ακόμη και τα πιο κλειστά, δίχως ρεύμα διαμερίσματα, κάτι είχαν να προδώσουν.

 

Ο μακαρίτης ήταν καλός άνθρωπος, τον σκότωσε μάλλον η μοναξιά κι αυτό το ξαφνικό κρύο, παράτησε το παγκάκι μοναχό και τη μικρή ανώνυμη πλατεία, έρημη από παιδιά, να περιμένει τους λιγοστούς περαστικούς αδέσποτους ή δεμένους σκύλους, για να κάμουν την ανάγκη τους και να ξελαφρώσουν.